Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και ακολούθως δυο άλλων περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, αλλά και η επείγουσα εξαγορά της Credit Suisse Bank από την UBS έθεσαν σε δοκιμασία τις αντοχές και την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί στις ΗΠΑ, σε σχέση με την επιθετική αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου αλλά και του θέματος του ανώτατου ορίου δημοσίου χρέους, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας αποδεικνύει ότι λειτουργεί σε στέρεες βάσεις αφού οι τράπεζες παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα κεφαλαίων και ρευστότητας.

Παρά το γεγονός ότι είναι κάπως νωρίς να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα από τα γεγονότα των προηγούμενων μηνών, αυτό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι η κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών και της ελβετικής Credit Suisse δεν δεικνύουν οποιεσδήποτε παρόμοιες (βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα) ενδείξεις ή τάσεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα.

Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές και υιοθετήθηκαν πλήρως από τις τράπεζες τα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αποδεικνύεται ότι ήταν πετυχημένες και έχουν φέρει αποτελέσματα. Αυτές οι ενέργειες και μεταρρυθμίσεις εδράστηκαν σε πέντε πυλώνες.

Πρώτον, ενίσχυση διαχείρισης κινδύνων. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρέθηκαν καλά προετοιμασμένες για να διαχειριστούν την αστάθεια και τις εξωτερικές πιέσεις και ταυτόχρονα επέδειξαν επαρκή έλεγχο επί των κινδύνων που διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιήσουν τις ανησυχίες των αγορών.

Δεύτερον, πλήρης εφαρμογή των προτύπων της Επιτροπής Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Η ολοκληρωτική εφαρμογή όλων των προνοιών των διεθνών προτύπων τραπεζικής εποπτείας αποτέλεσε σημαντικότατο παράγοντα ενίσχυσης της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Ειδικότερα, η ορθολογιστική εποπτεία και διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο απέδειξε την ετοιμότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών να διαχειριστούν χωρίς σοβαρές επιπτώσεις την επιθετική αύξηση των επιτοκίων του ευρώ τους τελευταίους μήνες. Είναι για αυτό τον λόγο που συζητείται έντονα η ανάγκη άμεσης υιοθέτησης και ολοκληρωτικής εφαρμογής των προνοιών της Συμφωνίας της Βασιλείας από όλες τις αμερικανικές τράπεζες, ανεξαρτήτως μεγέθους ούτως ώστε να αποτραπούν στο μέλλον σενάρια τραπεζικών κρίσεων που συνέβησαν τους περασμένους μήνες.

Τρίτον, επάρκεια κεφαλαίων και ρευστότητας. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα έχει τα υψηλότερα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκεια και ρευστότητας παγκόσμια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν επηρεαστεί από την αναταραχή των προηγούμενων μηνών και ούτε έχει προκύψει οποιαδήποτε ανάγκη ενίσχυσης, είτε των κεφαλαίων είτε της ρευστότητας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να συνεχίσουν την χρηματοδότηση της οικονομίας, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Τέταρτον, ενισχυμένη εποπτεία. Η ενίσχυση της τραπεζικής εποπτείας δια μέσου της ανάληψης της ευθύνης άσκησης εποπτείας από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό αποτέλεσε την ουσιαστικότερη μεταρρύθμιση. Τα πρόσφατα γεγονότα έχουν καταδείξει ότι οι εποπτικές αρχές όχι μόνο να παρακολουθούν και ελέγχουν τη συμμόρφωση των τραπεζών με τα εποπτικά πρότυπα ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας αλλά και αντιλαμβάνονται το επιχειρηματικό μοντέλο και τους κινδύνους που διατρέχει κάθε τράπεζα εντός του ευρωσυστήματος.

Πέμπτο, αποτελεσματικό πλαίσιο εξυγίανσης τραπεζών. Η λειτουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και η δημιουργία του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης έχουν συμβάλει στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε περίπτωση που κάποια ευρωπαϊκή τράπεζα αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας ή καταγράψει ζημιές που πιθανόν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο, τότε τίθενται σε εφαρμογή οι πρόνοιες που αφορούν την έγκαιρη εξυγίανση της τράπεζας. Η ύπαρξη του  ευρωπαϊκού ταμείου προσφέρει τη δυνατότητα χρηματοδότησης των μέτρων εξυγίανσης για ορθότερη διαχείριση του προβλήματος χωρίς να χρειάζεται να συμβάλει ή να υποστεί ζημιές ο φορολογούμενος πολίτης. 

Στην περίπτωση της Κύπρου, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν έχει επηρεαστεί από τα τραπεζικά γεγονότα στις ΗΠΑ και στην Ελβετία. Οι κυπριακές τράπεζες παραμένουν ισχυρά κεφαλαιοποιημένες, αρκετά πιο πάνω από το επίπεδο ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας όπως αυτό ορίζεται από την ευρωπαϊκή Οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια και με υψηλά επίπεδα ρευστότητας περίπου τρεις φορές περισσότερη από το ελάχιστο επίπεδο κάλυψης. Τα πιο πάνω είναι απόδειξη της καλής δουλειάς που γίνεται τα τελευταία χρόνια τόσο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως εποπτική αρχή όσο και από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα.

Ανώτερος Διευθυντής στο Σύνδεσμο Τραπεζών Κύπρου