Του Χρ. Χριστοδούλου-Βόλου Αναπληρωτή Καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστήμιου Νεάπολις Πάφος

Καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί το βασικό της επιτόκιο στο 2%, η στρατηγική παύση αποκαλύπτει περισσότερα από ότι ένα συμβατικό εγχειρίδιο νομισματικής πολιτικής – αποκαλύπτει πόσο βαθιά η παγκόσμια γεωπολιτική, και ιδιαίτερα η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, διαμορφώνουν πλέον τις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης. Ενώ οι παραδοσιακοί δείκτες, όπως είναι οι τάσεις του πληθωρισμού και η αύξηση του ΑΕΠ, παραμένουν στο κέντρο των αποφάσεων για τα επιτόκια, το τρέχον κλίμα αντανακλά μια ευρύτερη αλληλεξάρτηση: οι εμπορικές διαπραγματεύσεις, ιδίως εκείνες με τις ΗΠΑ, αναδύονται ως κεντρικοί καθοριστικοί παράγοντες της νομισματικής πορείας της ΕΕ.

Αυτή η εμπλοκή μεταξύ εμπορικής διπλωματίας και νομισματικής πολιτικής θέτει πολύπλοκα ερωτήματα. Η ΕΚΤ βρίσκεται πλέον σε μια φάση «προσεκτικής αναμονής», σηματοδοτώντας ευελιξία αλλά και αναγνωρίζοντας την υπάρχουσα αβεβαιότητα. Ενώ η πρόσφατη απόφαση να διατηρηθούν σταθερά τα επιτόκια έρχεται μετά από οκτώ μειώσεις τον τελευταίο χρόνο, που αποσκοπούσαν κυρίως στην μείωση του πληθωρισμού και στην υποστήριξη της εύθραυστης ανάπτυξης, ο θεσμός παραμένει μεταξύ ανταγωνιστικών πιέσεων: του κινδύνου αναζωπύρωσης του πληθωρισμού από πιθανούς νέους δασμούς και της οικονομικής αντίστασης που θα μπορούσε να προκύψει από την επιβράδυνση του εμπορίου και των διαταραγμένων εφοδιαστικών αλυσίδων.

Μια παύση που αντανακλά σύνεση, όχι παράλυση

Η τρέχουσα στάση της ΕΚΤ δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναποφασιστικότητα. Αντίθετα, αντανακλά την ρεαλιστική στάση μιας κεντρικής τράπεζας που κινείτε μεταξύ των αναδυόμενων πληθωριστικών πιέσεων και της στασιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης. Ενώ ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει από τα υψηλά ποσοστά του 2022, παραμένει πάνω από τον στόχο του 2% σε ορισμένα κράτη μέλη. Ως αποτέλεσμα, οι ιθύνοντες είναι επιφυλακτικοί στο να θριαμβολογήσουν.

Οι μελλοντικές μειώσεις παραμένουν στο τραπέζι, αν και με προσοχή. Οποιαδήποτε περαιτέρω χαλάρωση είναι πιθανό να είναι μέτρια – κάπου μεταξύ 25 έως 50 μονάδων βάσης – και δεν εξαρτάται μόνο από τον υποτονικό πληθωρισμό, αλλά και από την οικονομική κατάσταση της Ευρωζώνης. Πιο ενδεικτικό είναι ότι μια αύξηση των επιτοκίων εξετάζεται μόνο υπό ένα ιδιαίτερα δυσμενές σενάριο: μια κατάρρευση των εμπορικών συνομιλιών μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ που θα οδηγήσει σε δασμούς «οφθαλμό αντί οφθαλμού» που θα αυξήσουν το κόστος σε όλη την Ευρώπη και ενδεχομένως θα ενισχύσουν τον πληθωρισμό.

Η γεωπολιτική επικάλυψη

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι το πώς οι εμπορικές διαπραγματεύσεις επηρεάζουν πλέον ξεκάθαρα τις νομισματικές προσδοκίες. Η ΕΚΤ δεν λειτουργεί στο κενό. Η πιθανή επανεμφάνιση του προστατευτισμού των ΗΠΑ, είτε μέσω επανεκλεγμένων αξιωματούχων που υποστηρίζουν υψηλότερους δασμούς είτε μέσω αλλαγών σε στρατηγικές εμπορικές συμμαχίες. αναγκάζει τους Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να μοντελοποιήσουν οικονομικά αποτελέσματα πολύ  πέρα από τα σύνορά της ΕΕ.

Εάν οι δασμοί κυμανθούν μεταξύ 15-20%, όπως υποδηλώνουν ορισμένες προβλέψεις, οι συνέπειες για την Ευρωζώνη θα μπορούσαν να είναι σημαντικές. Το υψηλότερο κόστος των πρώτων υλών, η διαταραχή των διατλαντικών αλυσίδων εφοδιασμού και τα αντίποινα από τις Βρυξέλλες θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο σε τομείς όπως είναι ο χάλυβας, το αλουμίνιο, η αυτοκινητοβιομηχανία και η φαρμακευτική βιομηχανία. Τέτοιες εξελίξεις θα μπορούσαν τόσο να αυξήσουν τον πληθωρισμό (μέσω του κόστους παραγωγής) όσο και να τον καταστείλουν (περιορίζοντας τη ζήτηση), υπογραμμίζοντας τις απρόβλεπτες επιπτώσεις των εμπορικών προστριβών.

Ωστόσο, παρά τους κινδύνους αυτούς, ένα πιο μετριοπαθές αποτέλεσμα φαίνεται πιο πιθανό. Οι παρατηρητές προβλέπουν έναν συμβιβασμό παρόμοιο με το μοντέλο ΗΠΑ-Ιαπωνίας, όπου οι δασμοί σταθεροποιούνται σε περίπου 15% και ενσωματώνουν προϋπάρχοντες δασμούς. Εάν συμβεί αυτό, το άμεσο σοκ στον πληθωρισμό θα περιοριστεί, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να παρατείνει την τρέχουσα διατήρηση των επιτοκίων και να αποφύγει την προληπτική σύσφιξη.

Κλαδική διασπορά προβλημάτων

Ιδιαίτερης ανησυχίας προκαλεί η άνιση κατανομή των δασμολογικών επιπτώσεων μεταξύ βιομηχανιών. Κλάδοι όπως είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, οι ημιαγωγοί και τα φαρμακευτικά προϊόντα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή οποιασδήποτε μελλοντικής εμπορικής σύγκρουσης. Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από διασυνοριακές εισροές θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τόσο υλικοτεχνικές όσο και οικονομικές πιέσεις. Οι αλυσιδωτές επιπτώσεις όχι μόνο θα διαταράξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά θα αμφισβητήσουν και τις προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, οι οποίες επί του παρόντος είναι ευνοϊκές.

Επιπλέον, οι ΗΠΑ πιέζουν την Ευρώπη όχι μόνο για δασμολογικές παραχωρήσεις αλλά και για επενδυτικές δεσμεύσεις, αντικατοπτρίζοντας μια πρόσφατη συμφωνία με την Ιαπωνία που δεσμεύτηκε για 550 δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια με προορισμό τις ΗΠΑ. Τέτοιες προσδοκίες προσθέτουν ένα ακόμη στρώμα πολυπλοκότητας, αναγκάζοντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εξισορροπήσουν τις δημοσιονομικές προτεραιότητες, τη βιομηχανική πολιτική και την εμπορική διπλωματία – τα οποία εξαρτώνται από τη νομισματική σταθερότητα.

Νομισματική πολιτική σε έναν μετά-ουδέτερο κόσμο

Η προσεκτική στάση της ΕΚΤ αντανακλά επίσης ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο νομισματικό περιβάλλον. Σε αντίθεση με την εποχή των μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων που καθόρισε μεγάλο μέρος της περασμένης δεκαετίας, το σημερινό βασικό επίπεδο είναι διαρθρωτικά υψηλότερο. Η ΕΚΤ δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει σε εξαιρετικά χαλαρές πολιτικές εκτός εάν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο. Ακόμη και οι μετριοπαθής χώρες της ΕΕ συμφωνούν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων, εάν συμβούν, θα είναι ήπιες, στοχευμένες και σκόπιμες.

Σε αυτά τα πλαίσια, η νομισματική πολιτική δεν αφορά πλέον απλά τη στόχευση του πληθωρισμού. Αφορά επίσης τη διαχείριση των προσδοκιών, τη διατήρηση της θεσμικής αξιοπιστίας και την αποφυγή της εντύπωσης ότι αντιδρά στην πολιτική αστάθεια. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ επιτελεί μια πολύ λεπτή πράξη εξισορρόπησης: διατηρεί τον πληθωρισμό σε τροχιά, υποστηρίζει την ανάπτυξη και δεν αντιδρά υπερβολικά σε εξωτερικές διαταραχές που μπορεί τελικά να είναι παρωδικές ή και πολιτικά καθοδηγούμενες.

Συμπέρασμα

Η τρέχουσα παύση μεταβολής των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν είναι απλά μια τεχνική νομισματική απόφαση, είναι μια αντανάκλαση των ευρύτερων πραγματικοτήτων ενός κόσμου που αλλάζει. Καθώς οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ εξελίσσονται και καθώς οι τομεακές εντάσεις αυξάνονται εν μέσω γεωπολιτικής αβεβαιότητας, η ΕΚΤ αναγκάζεται να σταθμίσει τις εξωτερικές εξελίξεις προσεκτικά και τα εσωτερικά δεδομένα.

Αυτό που προκύπτει είναι ένα όραμα νομισματικής πολιτικής που είναι πολύ πιο παγκόσμιο, πολύ πιο πολιτικό και πολύ πιο περιορισμένο από ότι στις προηγούμενες δεκαετίες. Ενώ οι στόχοι για τον πληθωρισμό και τα οικονομικά δεδομένα παραμένουν οι βασικές μεταβλητές, διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον, το Πεκίνο και άλλες παγκόσμιες πρωτεύουσες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ευελιξία της ΕΚΤ μπορεί να αποδειχθεί το μεγαλύτερο δυνατό της σημείο, αλλά μόνο εάν παραμείνει σε εγρήγορση έναντι στο αυξανόμενο πλέγμα δυνάμεων που επηρεάζουν τώρα τα μέσα οικονομικού ελέγχου.