Έχουν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που ο Οσάμα Μπιν Λάντεν της Αλ Κάιντα καυχήθηκε για την επιτυχία του στην κατάρριψη των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης και υπάρχουν ακόμα εκατομμύρια άνθρωποι που προτιμούν να πιστεύουν ότι η CIA ή οι εβραίοι ήταν υπεύθυνοι. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι θεωρίες συνωμοσίας πολλαπλασιάζονται μόλις πέντε ημέρες αφότου τρομοκράτες δολοφόνησαν τουλάχιστον 139 άτομα σε συναυλιακό χώρο στη Μόσχα.

Ανικανότητα και παράνοια

Εκείνο που διαφέρει αυτή τη φορά είναι ο ρόλος του κράτους στη διάδοση αυτών των ανοησιών, επειδή η πραγματικότητα είναι πολύ πιο κοινότοπη και – από την άποψη των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας – τόσο πιο δύσκολη στο να εξηγηθεί: αποτελεί πάντρεμα ενός θεαματικού επιπέδου ανικανότητας με – όπως έχω γράψει και παλαιότερα – μια καταστροφική παράνοια στην κορυφή του ρωσικού κράτους.

Την Τρίτη, ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB), κατηγόρησε όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά και τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ότι διευκόλυναν την επίθεση της Παρασκευής. Υπάρχουν μέχρι τώρα υπερβολικά πολλά στοιχεία που υποδηλώνουν την ευθύνη του Ισλαμικού Κράτους – έχει διεκδικήσει την πατρότητα και παρείχε βίντεο τα οποία τραβήχτηκαν από τους δράστες – για να τα αρνηθεί ακόμη και ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Το πραγματικό ζήτημα, ωστόσο, είπε ο πρόεδρος της Ρωσίας τη Δευτέρα, είναι “ποιος ωφελείται;” – το δομικό ερώτημα που θέτουν πάντα οι συνωμοσιολόγοι ανά τους αιώνες.

Το όφελος ενός εκάστου από μια ενέργεια, φυσικά, δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, αλλά πιθανό κίνητρο και, όπως γνωρίζει όποιος έχει παρακολουθήσει μια αστυνομική σειρά στην τηλεόραση, μπορεί να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με κίνητρα για έναν φόνο, που όμως τελικά δεν τον διαπράττουν. Εάν αποδεχτεί κανείς το ερώτημα “ποιος ωφελείται” ως απόδειξη ενοχής, τότε ο Πούτιν θα πρέπει να συμφωνήσει με εκείνους που κατηγορούν τη Ρωσία ότι ενορχήστρωσε την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου. Δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν τη ρωσική ανάμειξη, η Μόσχα έχει ωστόσο ωφεληθεί από την απόσπαση προσοχής και πόρων από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Εν τω μεταξύ, η μοναδική απόδειξη που πρόσφερε η Ρωσία για μια σύνδεση της Ουκρανίας με τους δράστες – ότι οι ύποπτοι συνελήφθησαν κοντά στο Μπριάνσκ στον δρόμο προς τα ουκρανικά σύνορα – υπονομεύτηκε από μια δήλωση του προέδρου της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο οποίος είπε ότι προσπάθησαν πρώτα να περάσουν τα συνήθως ανοιχτά σύνορα της Ρωσίας με τη χώρα του, αλλά γύρισαν πίσω προς την Ουκρανία αφού είδαν τα οδοφράγματα που είχαν δημιουργήσει οι λευκορωσικές αρχές.

Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι δράστες πάρκαραν το λευκό τους Renault έξω από το χώρο της συναυλίας στα βόρεια προάστια της Μόσχας περίπου στις 7:55 μ.μ. τοπική ώρα, καταφέρνοντας να ξεφύγουν 20 λεπτά αργότερα, αφού είχαν επιδοθεί σε ένα φρικτό μπαράζ πυροβολισμών και είχαν βάλει φωτιά στον συναυλιακό χώρο. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, χρειάστηκε περίπου μία ώρα για να φτάσει η αστυνομία. Το TASS, ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων, μετέδιδε στις 8:33 μ.μ. ότι οι ομάδες SWAT ήταν καθ’ οδόν.

Ερωτηματικά

Το υπουργείο Εσωτερικών της Ρωσίας έχει απορρίψει αυτή την εικόνα καθυστέρησης, λέγοντας ότι η τοπική αστυνομία έφτασε στο σημείο μέσα σε πέντε λεπτά από τη στιγμή που έμαθε για την επίθεση. Η δήλωση της Δευτέρας δεν έδινε ώρα άφιξης ή ώρα ενημέρωσης της αστυνομίας. Ό,τι κι αν έχει συμβεί εδώ, οι αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο μόνο αφού οι δράστες τράπηκαν σε φυγή.

Η Ρωσία διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις επιτήρησης και ασφαλείας στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με διάταγμα του Κρεμλίνου του 2022, 934.000 τακτικών αστυνομικών και περίπου 75.000 υπαλλήλων που εργάζονται για την FSB (εξαιρουμένων των συνοριοφυλάκων της υπηρεσίας). Αυτή δεν είναι η υψηλότερη κατά κεφαλήν συγκέντρωση προσωπικού ασφαλείας στον κόσμο, αλλά είναι μεγάλη: οι ΗΠΑ, με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο από το διπλάσιο της Ρωσίας, έχουν παρόμοιο αριθμό αστυνομικών με 957.000, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI), το οποίο με τη σειρά του έχει το μισό προσωπικό του αντίστοιχου της FSB, 35.000. Η Κίνα, που αν μη τι άλλο δεν παίρνει αψήφιστα τα ζητήματα ασφαλείας, έχει διπλάσιο αριθμό αστυνομικών από τη Ρωσία για έναν πληθυσμό 10 φορές μεγαλύτερο.

H FSB, ωστόσο, είναι ο διάδοχος οργανισμός της σοβιετικής KGB. Τα ανώτερα στελέχη και το οργανωτικό DNA της – συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Πούτιν προσωπικά – προέρχονται από τη σοβιετική εποχή και επικεντρώνονται περισσότερο στον έλεγχο της κοινωνίας παρά στην προστασία της. Όπως συμβαίνει και με τους κορυφαίους στρατιωτικούς του, ο Πούτιν συνεκτιμά την αφοσίωση των αρχηγών των υπηρεσιών ασφαλείας στον ίδιο περισσότερο από τις ικανότητές τους ή ακόμα και από τα αποτελέσματα τα οποία παράγουν στο έργο τους. Σύμφωνα με τους Andrei Soldatov και Irina Borogan, αναλυτές και επικριτές της FSB, η υπηρεσία τα τελευταία χρόνια περιορίζεται στις πιο βάναυσες πρακτικές και νοοτροπίες του NKVD της εποχής του Στάλιν. Όσο για τη ρωσική αστυνομία, είναι περισσότερο γνωστή για τους χαμηλούς μισθούς των υπαλλήλων της και τη διαφθορά της, παρά για την ικανότητα της στην επιβολή του νόμου.

Το βασικό πρόβλημα

Το βασικό πρόβλημα εδώ, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητα η αποτυχία της αστυνομίας. Ερωτήματα σχετικά με το γιατί οι υπηρεσίες ασφαλείας αποτυγχάνουν να σταματήσουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις τίθενται κάθε φορά που αυτές επιτυγχάνουν. Η τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η οποία θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, ωστόσο εσωτερικές “αντιζηλείες” διαφορετικών υπηρεσιών ασφαλείας εμπόδισαν τη μετάδοση πληροφοριών από τη μια στην άλλη, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός νέου Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας εντός εβδομάδων από τα τραγικά γεγονότα. Όταν ισλαμιστές πραγματοποίησαν επιθέσεις με μαζικά πυρά σε γήπεδο ποδοσφαίρου, υπαίθριες καφετέριες και στην αίθουσα συναυλιών Μπατακλάν στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015, σκοτώνοντας 130 ανθρώπους, ακολούθησε παρόμοια αναταραχή εντός των γαλλικών υπηρεσιών ασφαλείας.

Για να οδηγήσει όμως μια καταστροφή σε βελτιώσεις, απαιτείται ειλικρίνεια σχετικά με το τι πήγε στραβά. Το Κρεμλίνο ελπίζει ότι κατηγορώντας το Κίεβο και τη Δύση για την επίθεση θα μεταστρέψει μια δύσκολη εσωτερική πολιτική κατάσταση προς όφελός του. Όχι μόνο ο Πούτιν και οι αρχηγοί των υπηρεσιών του μπορούν να εκτρέψουν τη δημόσια οργή, αλλά ενδεχομένως να ανοίγουν επίσης τον δρόμο για κλιμάκωση της μαζικής επιστράτευσης την οποία θα χρειαστούν για να διεξαγάγουν από εδώ και μπρος τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και τα φρικιαστικά, δημοσιοποιημένα βασανιστήρια των τεσσάρων φερόμενων ως ενόπλων δραστών, συμπεριλαμβανομένου του κοψίματος του αφτιού ενός τρομοκράτη και του ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα ενός άλλου, υπολογίζεται από τη ρωσική πλευρά ότι προωθούν αυτή την απόσπαση της προσοχής.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις πιθανές νίκες του Κρεμλίνου δε θα αλλάξει τη φύση ή την αποτελεσματικότητα της FSB. Ούτε θα καταστήσει λιγότερο πιθανές περαιτέρω επιτυχημένες τρομοκρατικές επιθέσεις. Για τους απλούς Ρώσους αυτό είναι πρόβλημα, γιατί ενώ η απειλή την οποία αποτελούσε για την ασφάλειά τους η ανεξάρτητη Ουκρανία ήταν πάντα φανταστική και όχι πραγματική μέχρι την ημέρα της εισβολής του Πούτιν, η απειλή από την ισλαμιστική τρομοκρατία ήταν και παραμένει αρκετά ρεαλιστικός κίνδυνος.