Το δασμολογικό μπαράζ του Ντόναλντ Τραμπ τον Απρίλιο έμοιαζε με το αποκορύφωμα της αλαζονείας.
Εξόργισε τους συμμάχους του, έβλαψε τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό και προκάλεσε τόσο έντονο χάος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ώστε το όλο θέμα να έχει ανασταλεί μέσα σε λίγες ημέρες – το πιο πρόσφατο επεισόδιο στην τάση της Αμερικής, να προσπαθεί σαν άλλος Ίκαρος [σσ. αναφέρεται στο “σύνδρομο του Ίκαρου”] να ξαναφτιάξει τον κόσμο κάθε λίγες δεκαετίες. Ωστόσο, τρεις μήνες μετά, καθώς η προθεσμία για έναν συμβιβασμό πλησιάζει, η Ευρώπη κινδυνεύει να αποκαλύψει το δικό της “σύνδρομο”: την τάση της να μοιάζει περισσότερο με μια ομάδα χωριών του Αστερίξ παρά με συνεκτικό σύνολο.
Φαίνεται πλέον όλο και πιο πιθανό ότι τα 27 μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η κοινή εμπορική πολιτική καθοδηγείται από τις Βρυξέλλες, θα βρεθούν αντιμέτωπα με αυτό που αποκαλείται “ασύμμετρη” συμφωνία. Δεν θα υπάρξει άρση όλων των δασμών που έχει επιβάλει ή απειλεί να επιβάλει ο Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου ενός ενιαίου συντελεστή που αναμένεται να παραμείνει στο 10%. Αν αυτό ισχύει, η συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου – η οποία απέτυχε να ακυρώσει τον δικό της δασμό 10% ή το 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο – έχει μετατραπεί σε προηγούμενο: μερικές περικοπές, ένα πληθωρικό tweet και η ελπίδα ότι ο Τραμπ θα προχωρήσει. Ο Καναδάς έχει επίσης δημιουργήσει προηγούμενο, αποσύροντας τον φόρο ψηφιακών υπηρεσιών στους τεχνολογικούς κολοσσούς, αφού οι ΗΠΑ κατέστησαν το θέμα αυτό κόκκινη γραμμή στις συνομιλίες. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές βλέπουν αιτία για πανηγυρισμούς καθώς διαμορφώνεται μια πορεία αποκλιμάκωσης.
Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι αν – ή μάλλον πώς – η ΕΕ θα προβεί σε αντίποινα. Εκτός από την απάντηση στο οικονομικό πλήγμα σε μια ροή εξαγωγών αξίας 605,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, από τα αεροσκάφη της Airbus SE έως τα αυτοκίνητα της Volkswagen AG, το να μην προχωρήσει σε αντίποινα θα μπορούσε να είναι ένα μήνυμα ότι ο εκφοβισμός, τελικά, λειτουργεί. Την περασμένη εβδομάδα, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να υπερδιπλασιάσουν τους στόχους για τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ (εκ των οποίων το 1,5% θα πήγαινε σε σχετικές υποδομές), ανταποκρινόμενοι στο αίτημα του Τραμπ και εξασφαλίζοντας παράλληλα περισσότερες παραγγελίες για αμερικανικά όπλα. Οι σύμμαχοι στην G-7 φαίνεται επίσης να προσέφεραν παραχωρήσεις όσον αφορά στη φορολόγηση των αμερικανικών εταιρειών με αντάλλαγμα την απόρριψη ενός “φόρου εκδίκησης”. Η ΕΕ προσφέρει κι άλλα καρότα εδώ και μήνες, από την αγορά περισσότερων αμερικανικών προϊόντων έως τη συνεργασία για το ζήτημα της Κίνας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, προειδοποίησε ότι μπορεί σύντομα να έρθει η ώρα να “απαντήσει με το ίδιο νόμισμα”.
Το θέμα με τα αντίποινα είναι ότι απαιτούν ενότητα, ειδικά αν η ιδέα είναι η ΕΕ να προχωρήσει πέρα από τα αγαθά και να συμπεριλάβει τις υπηρεσίες που παρέχουν αμερικανικοί κολοσσοί όπως η Alphabet Inc. ή η Amazon.com Inc. Και ακόμη και αν η Κομισιόν υιοθετεί έναν αυστηρό τόνο, ο συνδυασμός γεωπολιτικών κινδύνων και ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης δεν εμπνέει γενικά ενότητα. Λίγοι φαίνονται πρόθυμοι να ηγηθούν. Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς θέλει να προχωρήσει στην υλοποίηση των υψηλών υποσχέσεων για εθνική ανανέωση και όχι να αναλωθεί σε έναν πόλεμο δασμών. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι ίσως να θέλει να διατηρήσει τη σχέση της με τον Τραμπ, όπως φάνηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Οι χώρες στα ανατολικά, πιο κοντά στον πόλεμο στην Ουκρανία, επικεντρώνονται περισσότερο στην πρόσβαση στην αμερικανική σκληρή ισχύ, όπως αποδείχτηκε με θεαματικό τρόπο στο Ιράν.
Και ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα θελήσει να παίξει το ρόλο του εμπορικού πολεμιστή, ακόμη και η δική του κυβέρνηση ίσως να προτιμήσει να εστιάσει στο να εξασφαλίσει την προστασία της δικής της βιομηχανίας, όπως η αεροδιαστημική. Η Ισπανία, ο πιο πρόσφατος στόχος λεκτικής επίθεσης από τον Τραμπ, φαίνεται κάπως απομονωμένη και δεν έχει συγκεντρώσει μεγάλο κύμα αλληλεγγύης. Κατά τη διάρκεια του saga του Brexit, το συχνά επαναλαμβανόμενο mantra του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν “καλύτερα καμία συμφωνία από μια κακή συμφωνία”. Κανείς δεν το λέει αυτό σήμερα στις Βρυξέλλες, ακόμη και όταν οι αξιωματούχοι προσπαθούν να διατηρήσουν τις κόκκινες γραμμές για την υπεράσπιση των υφιστάμενων κανονισμών. Έτσι είναι τα πράγματα όταν πρέπει να αντιμετωπίσεις ό,τι κοντινότερο υπάρχει σε μια υπερδύναμη – και όταν η εξάρτηση από την εν λόγω υπερδύναμη είναι βαθιά, από την ασφάλεια έως την τεχνολογία.
Για να είμαστε σαφείς, η ΕΕ δεν είναι ανίσχυρη στο εμπόριο – και μετά την εμβάθυνση της συνεργασίας με την Ιαπωνία και τον Καναδά, θα υπάρξει πρόσθετη ώθηση για τη σύναψη νέων συμφωνιών με άλλους. Όσο για τις ΗΠΑ, μια τελευταία ώθηση πριν από τη γραμμή του τερματισμού μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα από αυτό που βρίσκεται σήμερα στο τραπέζι.
Αλλά όπως και να έχει, το μάθημα για την ΕΕ είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τις εξαρτήσεις που επιτρέπουν στον εκφοβισμό να λειτουργήσει. Αυτό θα απαιτήσει συλλογική δράση: σε μια αμυντική βιομηχανική βάση που μειώνει τον κατακερματισμό και αυξάνει την καινοτομία, σε μια κεφαλαιαγορά που σήμερα αποτυγχάνει να δημιουργήσει και να επεκτείνει νέες εταιρείες και στα τεχνολογικά κενά που καθιστούν τη συζήτηση περί κυριαρχίας μη πειστική. Τα σύνδρομα του Ίκαρου αποτινάσσονται γρήγορα, αλλά τα σύνδρομα του Αστερίξ διαρκούν για πάντα.