Πριν από τους Ντόναλντ Τραμπ, Βίκτορ Όρμπαν και Μπόρς Τζόνσον, υπήρχε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης, ο οποίος πέθανε τη Δευτέρα σε ηλικία 86 ετών, μετέτρεψε τη διασημότητά του σε ατού, εξασφαλίζοντας τέσσερις θητείες ως πρωθυπουργός και αποκτώντας μια διαρκή πολιτική επιρροή. Ο Μπερλουσκόνι “έγραψε” το εγχειρίδιο για τον λαϊκισμό που σήμερα διακατέχει τις φιλελεύθερες δημοκρατίες διεθνώς. Από τη μόνιμα μαυρισμένη εμφάνισή του, μέχρι τον χλευασμό του για τις γυναίκες, την κατακραυγή του κατά των μεταναστών, την κατάχρηση της πολιτικής του εξουσίας για την προώθηση των προσωπικών του επιχειρηματικών συναλλαγών και τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Μπερλουσκόνι αποτέλεσε το πρότυπο του σύγχρονου δεξιού λαϊκιστή.

Ο Μπερλουσκόνι ανήλθε στην εξουσία τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η τηλεόραση ήταν το κυρίαρχο μέσο. Η ιδιοκτησία του πρώτου ιδιωτικού δικτύου της χώρας του επέτρεψε να “βομβαρδίζει” τους Ιταλούς με τα μήνυμά του, θέτοντας τις βάσεις για την πολιτική στην εποχή του Twitter και του Instagram. Η επιχειρηματική του αυτοκρατορία περιελάμβανε επίσης μαι εφημερίδα, περιοδικά, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, έναν εκδοτικό οίκο και μια ποδοσφαιρική ομάδα, τη Μίλαν. Κατά τη διάρκεια των εννέα χρόνων του στο Παλάτσο Κίτζι – τα περισσότερα από κάθε μεταπολεμικό πρωθυπουργό – είχε τον έλεγχο και της κρατικής τηλεόρασης.

Ο Μπερλουσκόνι ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα όταν οι διασυνδέσεις του έχασαν την επιρροή τους σε ένα τεράστιο σκάνδαλο δωροδοκίας που “ισοπέδωσε” τη μεταπολεμική κυβερνητική τάξη της Ιταλίας.  Αποφάσισε τότε ότι έπρεπε να αλλάξει ρότα. Δεν ήταν προσκολλημένος σε κάποιες πολιτικές ή ιδεολογίες. Ιδιωτικές δημοσκοπήσεις που έκανε τότε είχαν δείξει  ότι θα ήταν πιο πιθανό να κερδίσει κάνοντας εκστρατεία προς τα δεξιά, παρόλο που προηγουμένως είχε συνδεθεί με τους σοσιαλιστές.

Ένας βετεράνος τραπεζικός αξιωματούχος μου μίλησε για ένα δείπνο που συγκάλεσε ο Μπερλουσκόνι το 1994 για να ενημερώσει τους κορυφαίους επιχειρηματίες της Ιταλίας για την επικείμενη πολιτική του υποψηφιότητα. Η πηγή μου, που ήταν παρών στην εκδήλωση, είπε ότι οι καλεσμένοι εξέφρασαν την έκπληξή τους για την επιδιωκόμενη αλλαγή πολιτικής στάσης. “Δεν έχει σημασία σε ποιο κόμμα είμαι, αρκεί να κερδίσω”, είχε δηλώσει ο Μπερλουσκόνι.

Το εγχειρίδιο του Μπερλουσκόνι περιελάμβανε τη γελοιοποίηση των θεσμών, από την κεντρική τράπεζα μέχρι τη δικαιοσύνη. Οι κατηγορίες ότι δωροδοκούσε δικαστές, έκλεβε φόρους και πλήρωνε ανήλικες γυναίκες για σεξ – τα διαβόητα πάρτι του “Bunga Bunga” έγιναν πρωτοσέλιδα διεθνώς – βοήθησαν στην ενίσχυση της δημοτικότητάς του μεταξύ των Ιταλών που δεν εμπιστεύονταν τις ελίτ. Η αυθάδειά του αποτέλεσε πρότυπο για τους Τραμπ και Τζόνσον.

Εν τέλει, ο Μπερλουσκόνι ενεπλάκη σε πάρα πολλές δικαστικές υποθέσεις κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας, οι οποίες αφορούσαν κατηγορίες για εξαγορά ψήφων, σεξ με ανήλικες γυναίκες, φοροδιαφυγή, ψευδορκία, δωροδοκία και υποκλοπές. Όμως κρίθηκε οριστικά ένοχος για μία μόνο κατηγορία, για φορολογική απάτη. Για τις υπόλοιπες απέφυγε την καταδίκη έπειτα από μακροχρόνιες εφέσεις, νομικές αλλαγές ή παραγραφές. Ισχυριζόταν πάντα ότι ήταν το αθώο θύμα ενός κυνηγιού μαγισσών από τη δικαιοσύνη.

Είναι επίσης άξιο αναφοράς ότι αυτό που τελικά οδήγησε τον Μπερλουσκόνι στην αποχώρηση από την εξουσία δεν ήταν η πολιτική αντιπολίτευση – και τα δικά του ελαττώματα – αλλά οι αγορές. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει το φθινόπωρο του 2011 κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, καθώς η Ιταλία κινδύνευε με χρεοκοπία. Καθώς η οικονομία βρισκόταν σε δυσχερή θέση, ο ίδιος επέμενε ότι όλα ήταν μια χαρά επειδή όλα τα εστιατόρια της Ιταλίας ήταν γεμάτα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κληρονομιά του είναι αυτή της παρακμής. Η έντονη επιθυμία του Μπερλουσκόνι να είναι αγαπητός σήμαινε ότι απέτυχε να χρησιμοποιήσει τη δημοτικότητά του στα χρόνια της εξουσίας για να κάνει τις σκληρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν η Ιταλία. Η παγιωμένη διαφθορά απλώς ενισχυόταν και η οικονομία έμεινε στάσιμη. Η Ιταλία παραμένει χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη στις κατηγορίες της έναρξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, των άμεσων ξένων επενδύσεων και της ποιότητας των σχολείων.

Εν τω μεταξύ, η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης που έχτισε άρχισε να μειώνεται ως μέγεθος. Η Mediaset Italia SpA απέτυχε να προσαρμοστεί στην εποχή του streaming και οι προσδοκίες είναι τώρα υψηλές μεταξύ των τραπεζιτών στο Μιλάνο ότι οι κληρονόμοι του θα καταλήξουν να την πουλήσουν.

Ωστόσο, ακόμη και στην ένατη δεκαετία του, διατηρούσε τον εαυτό του πολιτικά επίκαιρο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε ως υπενθύμιση της μακροχρόνιας φιλίας του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Οι δύο άνδρες έκαναν διακοπές μαζί, φτάνοντας στο σημείο να φορούν πανομοιότυπα καπέλα σε μια εμφάνισή τους στα μέσα ενημέρωσης. Ο Μπερλουσκόνι έφερε επανειλημμένα σε δύσκολη θέση την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και τους εταίρους του συνασπισμού, υποστηρίζοντας ότι ο Πούτιν ωθήθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία επειδή ήθελε να βάλει “αξιοπρεπείς ανθρώπους” ως επικεφαλής στο Κίεβο.

Παρόλα αυτά, ο Μπερλουσκόνι άνοιξε το δρόμο για την άνοδο της σκληρής Δεξιάς στην εξουσία, πρώτα φέρνοντας την αντιμεταναστευτική Λέγκα στο προσκήνιο και στη συνέχεια διευκολύνοντας την άνοδο της Μελόνι, αφού την έκανε υπουργό Νεολαίας στην τελευταία του κυβέρνηση.

Ο λαϊκισμός εξακολουθεί να κερδίζει έδαφος σε όλη την Ευρώπη, από την Ιταλία και την Ισπανία μέχρι την Πολωνία και την Ουγγαρία. Και οι ευρωεκλογές του επόμενου έτους μπορεί να αποκαλύψουν τον πλήρη αντίκτυπο του Μπερλουσκονισμού.

BloombergOpinion