Με οδηγό την ανθεκτικότητα της οικονομίας, το θετικό περιβάλλον των επιτοκίων και την εξυγίανση των ισολογισμών τους, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου έχει περάσει σε μια νέα φάση που μπορεί να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και να συγκριθεί ιδιαίτερα ευνοϊκά με τους μέσους ευρωπαϊκούς δείκτες.

Ας δούμε μερικά στοιχεία που έχουν αλλάξει άρδην το τραπεζικό σύστημα:

Το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού τομέα ανήλθε τον Ιούνιο του 2025 σε €67 δισ., σημειώνοντας αύξηση ύψους €3,7 δισ. σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην άνοδο των δανείων (€3,5 δισ.) και των ομολόγων (€1,7 δισ.), η οποία αντιστάθμισε τις μειώσεις που καταγράφηκαν στα ρευστά διαθέσιμα (€1,2 δισ.) καθώς και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία (€0,3 δισ.). Το τραπεζικό σύστημα χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από καταθέσεις χωρίς εξάρτηση από γραμμές ρευστότητας, είτε από τις αγορές είτε από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Επίσης σημαντικό στοιχείο είναι ότι το μεγαλύτερο μερίδιο των καταθέσεων προέρχεται από νοικοκυριά, γεγονός που διασφαλίζει ευρύτερη διασπορά και ενισχύει τη σταθερότητα της καταθετικής βάσης. Σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύει την υγεία των τραπεζών είναι ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio) ο οποίος προσμετρά την ικανότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος να καλύψει τις καθαρές εκροές ρευστότητας για περίοδο 30 ημερών, σε συνθήκες έντονης χρηματοοικονομικής πίεσης, χρησιμοποιώντας υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία (HighQuality Liquid Assets).

Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα ανέρχεται στο 335% τον Ιούνιο του 2025, πολύ πιο πάνω από τον εποπτικό όριο. Ένας δείκτης κάλυψης ρευστότητας μεγαλύτερος ή ίσος του 100% (εποπτικό ελάχιστο όριο) υποδηλώνει ότι η τράπεζα διαθέτει επαρκή ρευστότητα για να καλύψει πλήρως τις εκτιμώμενες εκροές 30 ημερών, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των καταθετών και των εποπτικών αρχών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Να σημειώσουμε ότι αποτελεί βασικό εποπτικό δείκτη που θεσπίστηκε στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ, με στόχο την ενίσχυση της βραχυπρόθεσμης ανθεκτικότητας των τραπεζών απέναντι σε κρίσεις ρευστότητας.