Δριμύ «κατηγορώ» στην ελληνοκυπριακή πλευρά για το διαχρονικό αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό εξαπέλυσε ο Τζακ Στρο, ο οποίος διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου υπό την κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ, από το 2001 έως το 2006.

Με προκλητικές αναφορές στο περιοδικό Politico, σε άρθρο που υπογράφει υπό τον τίτλο «Δεν έπρεπε ποτέ να αφήσουμε την Κύπρο να ενταχθεί στην ΕΕ», υποστηρίζει ότι ήταν λάθος η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε χωρίς λύση του Κυπριακού ζητήματος. Εκφράζει, μάλιστα την θέση ότι η Βρετανία πρέπει να αξιοποιήσει τον ρόλο της ως εγγυήτρια δύναμη, για να θέσει τη λύση των δύο κρατών στο τραπέζι, επιδιώκοντας να πείσει εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι «αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεπαγώσει αυτή η σύγκρουση».

Στην παρέμβασή του, ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών του ΗΒ αναφέρεται αρχικά στις σχέσεις της Κύπρου με τη Ρωσία, σημειώνοντας ότι η «στενή σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Ελληνοκυπριακής Δημοκρατίας της Κύπρου» (όπως αποκαλεί την Κυπριακή Δημοκρατία) «είναι μακροχρόνια, διάχυτη και πολλοί πιστεύουν, μάλλον ανθυγιεινή».

Αφού αναφέρει ότι «η Δημοκρατία έχει πληθυσμό περίπου 800.000 – ή μόλις το 0,002 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στη συνέχεια επισημαίνει ότι «την τελευταία δεκαετία, η μικροσκοπική Κύπρος ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ξένος άμεσος επενδυτής στη Ρωσία», σημειώνοντας ότι «τα χρήματα ήταν ως επί το πλείστον ρωσικό κεφάλαιο, το οποίο είχε κρυφτεί στην Κύπρο, για να αποφευχθεί η φορολογία και ο έλεγχος και στη συνέχεια επανεπενδύθηκαν στη Ρωσία».

Ακολούθως o Tζακ Στρο αναφέρεται στα γεγονότα της τραπεζικής κρίσης του 2012-13, κατηγορώντας την Κύπρο ότι εξαιτίας των οικονομικών σχέσεων της με τη Ρωσία, έθεσε σε κίνδυνο τη ζώνη του ευρώ. «Από το 2012 έως το 2013, μια εξαιρετικά σοβαρή τραπεζική κρίση στην Κύπρο είχε πλησιάσει να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Οι κυπριακές τράπεζες είχαν υπερβολική μόχλευση και ένα έκτακτο δάνειο ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ από —ναι — την Ρωσία απέτυχε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Η ίδια η ΕΕ έπρεπε να παρέμβει», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Και συνεχίζει, με αναφορές στο σκάνδαλο Al Jazeera: «Τότε, μόλις πέρυσι, ένα σκάνδαλο κατέκλυσε τις πολιτικές τάξεις της χώρας, όταν ερευνητές δημοσιογράφοι αποκάλυψαν μια εκτεταμένη συνωμοσία για την εξασφάλιση κυπριακών (και συνεπώς ΕΕ) διαβατηρίων για ξένους πολίτες, μέσω του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Στο πλαίσιο του προγράμματος, οι ξένοι υπήκοοι μπορούσαν να αγοράσουν υπηκοότητα για 2,15 εκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν και ένας πρώην πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής. Οι αιτούντες είχαν ποινικό μητρώο και ως εκ τούτου ήταν ακατάλληλοι για το πρόγραμμα. Αλλά κατά την περίοδο που λειτούργησε, από το 2007 έως το 2020, σχεδόν 6.800 πλούσιοι αλλοδαποί αγόρασαν υπηκοότητα ΕΕ από την Κύπρο — και ναι, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Ρώσοι», επισημαίνει.

Στη συνέχεια ο Βρετανός πολιτιός κάνει λόγο για την ύπαρξη δύο διαφορετικών Δημοκρατιών στο νησί, στην Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία, όπως αποκαλεί την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη και την «ΤΔΒΚ», την οποία αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία. «Το νησί της Κύπρου έχει διαιρεθεί από το 1974, με την Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία στο νότο και την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ)», όπου σήμερα ζει σε συντριπτική πλειοψηφία η τουρκοκυπριακή μειονότητα (περίπου 250.000). Μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, που περιπολεί τα ουσιαστικά σύνορα μεταξύ βορρά και νότου, είναι μόνιμα σταθμευμένη εκεί. Η Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Μόνο η Τουρκία αναγνωρίζει την «ΤΔΒΚ» στο βορρά», αναφέρει ο Τζακ Στρο.

Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι «τα αφηγήματα σχετικά με το γιατί η Τουρκία εισέβαλε για να εξασφαλίσει τον βορρά διαφέρουν πολύ» και προσθέτει ότι «τότε, νεοφασίστες συνταγματάρχες διοικούσαν την Ελλάδα και ακολουθούσαν μια πολιτική «Ένωσης» της Κύπρου με την ηπειρωτική χώρα. Το δικοινοτικό, διμερές σύνταγμα, που συμφωνήθηκε το 1960 για την ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο, είχε καταρρεύσει. Υπήρχε τρομερή κοινοτική βία και πολλοί Τουρκοκύπριοι φοβούνταν τη ζωή τους».

Σημειώνει ακόμη ότι «η Κύπρος είχε επίσης υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ στα τέλη του 1972, υποβάλλοντας επίσημα αίτηση για ένταξη το 1990» και προσθέτει ότι «ο ΟΗΕ προσπαθούσε, ανεπιτυχώς, εδώ και χρόνια να μεσολαβήσει σε μια ειρηνευτική συμφωνία και ένα νέο σύνταγμα μεταξύ της τουρκοκυπριακής και της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Και καθώς η προοπτική ένταξης στην ΕΕ έγινε σαφέστερη, οι διαπραγματευτές του ΟΗΕ, με διεθνή υποστήριξη, υπολόγισαν ότι η σύνδεση της συμφωνίας για μια ειρηνευτική διευθέτηση με την ένταξη στην ΕΕ προσέφερε την καλύτερη ελπίδα για την επίλυση των διχασμών στο νησί».

Ακολούθως αναφέρεται στα γεγονότα του 2004 και στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. «Έτσι, στις αρχές του 2004, καθώς ο χρόνος έτρεχε προς την επίσημη ένταξη της Κύπρου, που είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο, υποβλήθηκαν λεπτομερείς προτάσεις σε κάθε πλευρά με τους Τ/κ να  ψηφίζουν συντριπτικά υπέρ (Σχέδιο Ανάν). Οι Ελληνοκύπριοι καταψήφισαν με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά», επισημαίνει συγκεκριμένα.

Συνεχίζει, σημειώνοντας ότι: «Πολλοί από εμάς, που είχαμε γίνει μάρτυρες αυτής της διαδικασίας, πιστεύαμε ότι υπήρξε σοβαρή διπροσωπία από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων διαπραγματευτών. Εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε, και θα έπρεπε, να βάλουμε στον πάγο την ένταξη της Κύπρου σε αυτό το στάδιο και να καταστήσουμε σαφές και στις δύο πλευρές ότι μόνο ένα ενωμένο νησί θα επιτρέπεται να ενταχθεί στην ΕΕ». Και υποστηρίζει ότι «η αποτυχία του μπλοκ (στο οποίο ήμουν μέρος) σημαίνει ότι η ίδια η ΕΕ προήδρευσε σε μια παγωμένη σύγκρουση. Και με αυτόν τον τρόπο, έχει χάσει κάθε σοβαρή μόχλευση έναντι των Ελληνοκυπρίων.

Εκφράζει, μάλιστα, την πεποίθηση ότι οι Ελληνοκύπριοι «πιστεύουν ότι έχουν λευκή κάρτα — ιδίως σε σχέση με τη Ρωσία και ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία με τον Βορρά, όσο κι αν είναι συμβατή με τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα, θα είναι λιγότερο ικανοποιητική από το status quo» και υπογραμμίζει ότι η ιστορία των διαπραγματεύσεων των Ηνωμένων Εθνών από το 2004 επιβεβαιώνει την άποψή του. Και υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την άποψη του, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να σταματήσει αυτό το αδιέξοδο: «Και αυτό είναι για τη διεθνή κοινότητα να δεσμευτεί για μια λύση δύο κρατών, εάν οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο σύνταγμα για ένα ενωμένο νησί αποτύχουν και πάλι».

Στο πλαίσιο αυτό, ο Βρετανός πολιτικός σημειώνει ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα, όπου ο διαχωρισμός των κρατών ήταν η λιγότερο χειρότερη διαθέσιμη επιλογή: «Η Τσεχοσλοβακία διαλύθηκε ειρηνικά σε δύο κράτη το 1993. Στα Βαλκάνια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνική, ωστόσο οι περισσότερες από τις νέες δημοκρατίες έχουν ένα καλύτερο μέλλον μπροστά τους τώρα από ό,τι είχαν ποτέ όταν ήταν σε ένα μόνο έθνος», αναφέρει ενδεικτικά.

Στο τέλος, αφού επισημαίνει ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια από τις τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις» της Κύπρου μαζί με την Τουρκία και την Ελλάδα και διαθέτει επίσης βασικά αμυντικά περιουσιακά στοιχεία στην Ελληνοκυπριακή Δημοκρατία, με δύο «περιοχές κυρίαρχων Βάσεων» (που ήταν επίσημα μέρος του Η.Β.), ακολούθως εκφράζει την θέση ότι «η Βρετανία δεν μπορεί να επηρεάσει από μόνη της τη λύση δύο κρατών για την Κύπρο, αλλά αυτό που θα μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει είναι να σπάσει το ξόρκι για την Κύπρο, να βάλει τη λύση των δύο κρατών στο τραπέζι και να επιδιώξει να πείσει άλλους εταίρους ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεπαγώσει αυτή η σύγκρουση».

Υπενθυμίζεται καταληκτικά ότι ο Τζακ Στρο είχε γράψει παρόμοιο άρθρο το 2017 στην Independent, όπου υποστήριξε ότι «μόνο ένα διχοτομημένο νησί θα θέσει τέλος στη διένεξη μεταξύ Τουρκοκύπριων και Ελληνοκύπριων».