Η καθυστέρηση που καταγράφεται στην ανακοίνωση από πλευράς των Ηνωμένων Εθνών άρχισε να προβληματίζει τη Λευκωσία η οποία έχει δώσει τη συγκατάθεσή της από την περασμένη εβδομάδα. Αυτό που έχει μέχρι στιγμή υπόψη της η κυπριακή κυβέρνηση είναι πως οι Τούρκοι δεν έχουν ακόμα απαντήσει στο θέμα του διορισμού. Και όπως φαίνεται από τις δημόσιες τοποθετήσεις του Ερσίν Τατάρ, δεν καίγονται για το θέμα του απεσταλμένου.

Η Λευκωσία δεν έχει ενημέρωση σε σχέση με το κατά πόσον η τουρκική πλευρά έχει απαντήσει στα ΗΕ για το θέμα του διορισμού του απεσταλμένου των ΗΕ από τον ΓΓ του διεθνούς οργανισμού, σύμφωνα με την απάντηση που έδωσε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην τακτική του συνάντηση με τους πολιτικούς συντάκτες. Ο Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης, σημείωσε πως κατά τη σημερινή συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, με τον Βοηθό ΓΓ του ΟΗΕ αρμόδιο για τις Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις, Ζαν Πιέρ Λακρουά, θα συζητηθούν, εκτός από το θέμα της Πύλας, και οι προσπάθειες που καταβάλλονται με στόχο την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό από εκεί που έχουν διακοπεί.

«Εκείνο το οποίο εμείς μπορούμε να επαναλάβουμε είναι ότι εμείς απαντήσαμε εντός 24 ωρών και ελπίζουμε και καλούμε και την τουρκική πλευρά να απαντήσει το συντομότερο δυνατόν ούτως ώστε να καταστεί εφικτός ο διορισμός απεσταλμένου από πλευράς του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών», είπε ο κ. Λετυμπιώτης.

Ερωτηθείς πως θα προχωρήσουμε σε περίπτωση ναυαγίου ενός νέου γύρου συνομιλιών,  ο κ. Λετυμπιώτης είπε πως δεν μπορούμε να προκαταβάλουμε αρνητικά την όποια νέα προσπάθεια. «Εμάς ο στόχος μας είναι -και αυτός είναι ο δεδηλωμένος στόχος και η πρόθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας – η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από εκεί που έχουν διακοπεί», ανέφερε.

«Πέραν τούτου σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι συγκεκριμένοι οι όροι που μπορεί να οδηγήσουν ξανά σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων», πρόσθεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Υπογράμμισε πως «εμείς με ειλικρινή πολιτική βούληση μπαίνουμε ξανά σε αυτή τη διαδικασία. Είμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το έχει αναφέρει επανειλημμένα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για την επίτευξη μιας ειρηνικής, βιώσιμης, μόνιμης λύσης του Κυπριακού, στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».

Η συνάντηση του Προέδρου Χριστοδουλίδη με τον κ. Λακρουά έχει προγραμματιστεί για σήμερα στις 3.30 το απόγευμα. Στη συνέχεια ο αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών θα συναντηθεί και με τον κατοχικό ηγέτη Ερσίν Τατάρ.

Σύμφωνα με τον Εκπρόσωπο, «κατά τη συνάντηση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Βοηθός ΓΓ του ΟΗΕ θα συζητήσουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται με στόχο την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό από εκεί που έχουν διακοπεί και τη Συναντίληψη που επιτεύχθηκε σχετικά με την περιοχή της Πύλας και την υλοποίηση των προνοιών που περιλαμβάνονται».

Στα κατεχόμενα, ο Ερσίν Τατάρ ανέφερε (πηγή τ/κ Τύπος/ΓΤΠ) πως η «εθνική πολιτική που ακολουθούμε με την Τουρκία είναι ένα τουρκικό κράτος στο βόρειο τμήμα της Κύπρου». Όπως είπε «η αναγνώριση και η αποδοχή της τδβκ στον κόσμο έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου με τις εξελίξεις στις υποδομές της χώρας, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, το κεφάλαιο, τον τουρισμό και άλλους τομείς».

Το μεγαλύτερο καθήκον του ως «πρόεδρος», είπε ο κ. Τατάρ, είναι να εξηγεί το Κυπριακό στον κόσμο, επαναλαμβάνοντας ότι η «νέα πολιτική» που έχουν αναπτύξει με την Τουρκία «είναι η πολιτική των δύο κρατών», διότι έχουν μάθει από την εμπειρία ότι «η λύση της ομοσπονδίας που δοκιμάστηκε το 1960 δεν μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Μπορεί να υπάρξουν οικονομικές δυσκολίες, συνέχισε, «επειδή συνεχίζεται η απομόνωση και το εμπάργκο που έχει επιβληθεί στον τουρκοκυπριακό λαό» αλλά εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι δυσκολίες αυτές μπορούν να ξεπεραστούν με τον καιρό. Η απομόνωση, πρόσθεσε, μπορεί να ξεπεραστεί με τον καιρό, φέροντας ως παραδείγματα το «πανεπιστήμιο» και τον τομέα του τουρισμού, λέγοντας ότι τα τελευταία 40 χρόνια έχουν γίνει μεγάλα επιτεύγματα  στα κατεχόμενα.

Σε άλλες δηλώσεις του ο Ερσίν Τατάρ υποστήριξε πως τόσο η Κύπρος όσο και η Παλαιστίνη χρειάζονται μια πραγματική λύση δύο κρατών. Υποστήριξε επίσης ότι «όταν μια διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί σε ένα κράτος διμερούς εταιρικής σχέσης, όπως στην Κύπρο, τα δύο ξεχωριστά κράτη είναι μια φυσική κατάληξη», και ισχυρίστηκε ότι αυτό επιτρέπει στα συγκρουόμενα μέρη να συνυπάρχουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή, αλλά εντός των δικών τους δικαιοδοσιών, και ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας, όπως φαίνεται σήμερα στο παράδειγμα της Τσεχίας και της Σλοβακίας, καθιστούν τη λύση βιώσιμη.