Ο Διονύσης Σαββόπουλος εκτιμά πως σε επετείους σαν αυτή, γιορτάζουμε τους εαυτούς μας στις υψηλές στιγμές τους.
Σε μια μάλλον αντιηρωική εποχή, συζητούμε με τον μεγάλο τραγουδοποιό και πρωτεύοντα διαμορφωτή του σύγχρονου καλλιτεχνικού τοπίου της Ελλάδας σχετικά με τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, τον έρωτα για την Ελλάδα, τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα το επικό 1821, τη βαθύτερη ουσία των επετείων, αλλά και τα βασικά συστατικά από τα οποία αποτελείται η πολύφημη «ελληνική ψυχή». Αφορμή είναι οι τρεις συναυλίες με τίτλο «Αχ, Ελλάδα σ’αγαπώ» με τραγούδια του ίδιου και άλλων μεγάλων συνθετών, κατά τις οποίες ο Διονύσης Σαββόπουλος θα ξεναγήσει το κοινό στην ιστορία του μουσικού μας πολιτισμού.
– Αυτό το «Αχ» στο «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» του Μανώλη Ρασούλη υποδηλοί ένα παράπονο. Ποιο λέτε ότι είναι αυτό το παράπονο και ποιο είναι το δικό σας παράπονο; Δεν γίνεται αγάπη χωρίς βάσανα, φαίνεται. Έτσι και με την Ελλάδα. Η Ελλάδα σε εμπνέει. Αλλά σε μια άλλη στιγμή σε βάζει φυλακή για τις ιδέες σου. Η Ελλάδα σου δίνει τα υπέροχα ελληνικά της, τους μεγάλους ποιητές της κ.λπ. και σε μια άλλη στιγμή ρίχνει βόλτες σ’ ένα σκυλάδικο. Τι να κάνουμε; 200 χρόνια τώρα η Ελλάδα μας έχει ένα «αχ» πλάι της μονίμως.
– Πιστεύετε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην εποχή μας είναι το έλλειμμα αγάπης για την πατρίδα ή το περίσσευμα μιας τυφλής και «ναρκισσιστικής» αγάπης προς αυτή; Υπάρχουν μερικοί «ελληναράδες» που σου λένε σαν ηλίθιοι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Υπάρχουν κι οι άλλοι που όταν τους μιλάς για την ελληνικότητα και την ιδιοπροσωπία μας σε κοιτούν αφ’ υψηλού. Πολύ αεράτοι, βλέπεις, αυτοί. Ο πολύς κόσμος όμως, δηλαδή εμείς, αγαπάμε τη χώρα μας, διότι -πώς να το κάνουμε;- είναι αξιαγάπητη. Και για μένα, κάποιες φορές η Ελλάδα είναι έρωτας όταν συνειδητοποιώ τον πλούτο της γλώσσας μας ή όταν φέρνω στο μυαλό μου μεγάλους Έλληνες, σαν τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Γιώργο Σεφέρη και τόσους άλλους.
– Πόσο μας ορίζει σήμερα το 1821; Μήπως το κουβαλάμε με τον στανιό; Μήπως ενίοτε μας βαραίνει; Ο τρόπος που βλέπουμε το ‘21 είναι τελείως διαφορετικός από τον τρόπο που τον έβλεπαν οι πρόγονοί μας, πριν απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ζωντανή ακόμη η Μεγάλη Ιδέα και η επανάσταση του 1821 η εναρκτήρια χειρονομία της. Ήταν εξιδανικευμένο δηλαδή το ‘21. Τώρα πια νιώθουμε την ανάγκη να εξετάσουμε πιο προσεκτικά κάποιες σκοτεινές πλευρές αυτής της ιστορίας και κάποια παθογένεια που κληρονομήσαμε από τότε.
– Ποια είναι η πιο ωφέλιμη και βαθιά ουσία στους εορτασμούς των επετείων; Σε επετείους σαν αυτή, γιορτάζουμε τους εαυτούς μας στις υψηλές στιγμές τους. Όχι για να τους εξιδανικεύσουμε, αλλά γιατί οι υψηλές και θυσιαστικές στιγμές μας διακόσια χρόνια τώρα είναι οι μόνες ικανές να μας σώσουν από τις μαύρες μας μικρότητες που πάντα θα υπάρχουν.
– Μπορεί να είναι επωφελής η επιλεκτική αναψηλάφηση της Ιστορίας; Στην Ιστορία ως επιστήμη η αποσιώπηση γεγονότων, το φλουτάρισμα ημερομηνιών ή η πλαστογράφηση περιστατικών είναι πράγματα απαράδεκτα. Βέβαια, στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο πλάθουμε ψυχές, οπότε πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στο πώς θα εξηγήσουμε τα σκοτάδια μας. Δεν χρειάζονται πολλά κουτσομπολιά εκεί. Π.χ. ότι ο Παπαφλέσσας δεν είχε καλή σχέση με τα λεφτά ή που λέγανε ότι ο Καραϊσκάκης ήταν δίγαμος. Πρέπει όμως να ειπωθεί οπωσδήποτε στο μάθημα ότι σκοτώνονταν οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί με τους Μωραΐτες καθώς ο Ιμπραήμ κατέκαιε την Πελοπόννησο.
– Έχετε καταλήξει από ποια συστατικά αποτελείται η λεγόμενη «ελληνική ψυχή»; Είναι η ανοιχτοσύνη, νομίζω. Και η ευρηματικότητα. Ξεπατικώνει διάφορα από άλλους λαούς και τα μεταποιεί σε κάτι άλλο, κάτι εντελώς δικό της. Παίρνει το αλφάβητο και τη γραφή από αλλού αλλά φτιάχνει τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα. Ή παίρνει μουσικές από Δύση και Ανατολή, τις αναμιγνύει και φτιάχνει τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη. Πολύ δημιουργική ψυχή. Βέβαια, όχι πάντα. Τις τελευταίες δεκαετίες μόνο τον φραπέ φτιάξαμε.
– Πώς θα αποτιμούσατε τις μέχρι τώρα εργασίες της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» και –ιδανικά- ποιο θα επιθυμούσατε να είναι το κληροδότημά της; Παρά την πανδημία η επέτειος δεν περνάει καθόλου απαρατήρητη. Όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί, τα ιδρύματα, οι μεγάλες επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ, τα έντυπα έκαναν μεγάλα αφιερώματα, τίμησαν την επέτειο. Σε όλους τους κύκλους μπήκε ένας αναστοχασμός. Μεγάλες γιορτές σχεδιάστηκαν αλλά δεν έγιναν λόγω πανδημίας. Για μένα, το συμπέρασμα είναι ότι βρισκόμαστε διακόσια χρόνια τώρα σε μια σκληρή και επώδυνη πορεία για να φτάσουμε εκεί που νιώθουμε ότι μας αξίζει, χωρίς να ξέρουμε ούτε τι είναι αυτό, ούτε τι όνομα έχει. Είμαστε οι Έλληνες. Συνεχίζουμε.
– Κατά πόσο πιστεύετε ότι ο βιολογικός θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη –που ειρωνικά συμπίπτει με την επέτειο- αποτελεί το κλείσιμο ενός μεγάλου κεφαλαίου στην ελληνική ιστορία; Σε ποια καμπή αφήνει την ελληνική κουλτούρα; Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη ένωσε όλους του Έλληνες δια του πένθους και της συγκινήσεως. Ήταν πράγματι ο τελευταίος των μεγάλων μιας ολόκληρης εποχής. Για τρεις μέρες νιώσαμε σαν να βγήκε το κεφάλι μας από την κλεισούρα. Θαρρείς μάς ξέπλυνε και μάς λευτέρωσε ο θάνατος του Μίκη. Αλλά μετά, για λόγους τηλεθέασης, άρχισαν τα κανάλια να μάς λένε για τον Εμφύλιο του ‘44 και δώσ’ του οι ΕΛΑΣίτες και δώσ’ του «στο ένα χέρι το ντουφέκι και στ’ άλλο οι παρτιτούρες» ή η υπουργοποίησή του. Τι τα χρειάζεται αυτά ένας τόσο μεγάλος σαν τον Μίκη Θεοδωράκη; Η αξία του είναι πολύ σπουδαιότερη από τα στερεότυπα που πλασάρουν τα κανάλια. Όμως εκείνες οι μέρες της συγκίνησης και της ενότητας θα μείνουν για πάντα σε μια γωνιά της ψυχής μας- σιωπηλές έστω.
* Τις συναυλίες «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» διοργανώνει η Επιτροπή Εορτασμών Κύπρου 1821 -2021 σε συνεργασία με το ΥΠΠΑΝ, 2/10 Κηποθέατρο Λεμεσού, 3/10 Αμφιθέατρο Σχολής Τυφλών, 4/10 Πλατεία Δημαρχείου Πάφου, 9μ.μ. 77777040, tickethour, Είσοδος δωρεάν (απαραίτηση η εξασφάλιση δελτίου με αριθμημένη θέση)