Ενδιαφέρον είναι ένα πείραμα που έκανε το 1964 ο δημοσιογράφος Ake Axelsson. Παρουσίασε κάποια έργα «avant garde» ενός πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη, σε έναν κύκλο κριτικών τέχνης. Ο καλλιτέχνης λεγόταν «Pierre Brassau» και στην πραγματικότητα ήταν μία μαϊμού τεσσάρων ετών. Φυσικά, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.

Αν και οι ειδήμονες της Τέχνης ενδεχομένως να θεωρούν ύβρη τον παραλληλισμό Γαβριήλ και Duchamp, δεν μπορεί να γίνει αναφορά στο θέμα χωρίς να σκεφτούμε το σοκ που προκλήθηκε το 1917 όταν ο Marcel Duchamp υπέβαλε ένα ουρητήρα με τίτλο “Fountain” (Κρήνη) και την υπογραφή R. Mutt για να εκτεθεί σε έκθεση της Νέας Υόρκης. Το έργο θα λάμβανε μέρος σε έκθεση Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών. Στην επιτροπή επιλογής μετείχε και ο ίδιος ο Duchamp ο οποίος μετά την απόρριψη του Fountain παραιτήθηκε γνωστοποιώντας την ταυτότητα του και τον στόχο της ενέργειας του που δεν ήταν άλλος από το να προκαλέσει συζήτηση για το τι είναι εν τέλει τέχνη. Και απέστειλε μια επιστολή στην οποία έλεγε: «Λένε ότι όποιος καλλιτέχνης πληρώσει έξι δολάρια μπορεί να εκθέσει. Ο κ. Ρίτσαρντ Ματ έστειλε μια «Κρήνη». Χωρίς συζήτηση αυτό το αντικείμενο απορρίφθηκε. Κάποιοι υποστήριξαν ότι ήταν ανήθικο, χυδαίο.  Άλλοι, ότι ήταν κλοπή, απλή δουλειά υδραυλικού. Αν η «Κρήνη» του κ. Ματ είναι ανήθικη, ανήθικη είναι και μια μπανιέρα. Αν ο κ. Ματ την έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια δεν έχει καμία σημασία. Την επέλεξε. Πήρε ένα συνηθισμένο αντικείμενο της ζωής, το τοποθέτησε έτσι ώστε η πρακτική του σημασία εξαφανίστηκε και με νέο τίτλο και νέα οπτική γωνία δημιούργησε μια νέα σκέψη για αυτό το αντικείμενο». 

 

  

Το 2004, η “Κρήνη” του Duchamp ψηφίστηκε, από 500 Βρετανούς επαγγελματίες του χώρου της τέχνης, ως το πιο σημαντικό έργο τέχνης του 20ου αιώνα, ενώ η εφημερίδα Independent έγραψε πως ο Duchamp “ανέστειλε για πάντα την παραδοσιακή σχέση μεταξύ της εργασίας του καλλιτέχνη και της αξίας του έργου”. Ένα “γνήσιο αντίγραφο” της “Κρήνης” πωλήθηκε το 1999 στον Έλληνα συλλέκτη Δημήτρη Δασκαλόπουλο για 1.762.500 δολάρια.

Πολύ πιο πριν, το 1814, ο Ισπανός ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες «Γυμνή μάχα» και «Η ντυμένη μάχα» που θεωρήθηκαν άσεμνοι, χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Η «Γυμνή μάχα» (La maja desnuda), που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1800 αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα, που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες, δεν επιχειρεί να καλύψει σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς τον θεατή, σε μια εποχή που το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στην Ισπανία. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση και ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το “άσεμνο” περιεχόμενό τους. Ανάλογο σοκ προκάλεσε κι ο Πικάσο το 1907 με τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν».

 

 

Τελικά τι είναι Τέχνη;

Οι περιπτώσεις αυτές φυσικά δεν είναι οι μοναδικές, ενώ στις μέρες μας, ολοένα και πληθαίνουν. Από τα έργα του Ντάμιεν Χέρστ με τα ζώα στην φορμόλη, μέχρι το κρεβάτι της Τρέισι Έιμιν, όλο και κάτι προκύπτει για να επαναλαμβάνεται το ερώτημα τι είναι τέχνη και αν υπάρχουν ή πρέπει να υπάρχουν όρια στην έκφραση. Η περίπτωση της χρυσής μπανάνας, με τίτλο  «Comedian», του Μαουρίτζιο Κατελάν, που εμφανίστηκε πριν λίγα χρόνια στο Art Basel Miami και πωλήθηκε για 120.000€, έγινε είδηση παγκόσμια και οι πάντες διερωτούνταν: «Αυτό τώρα ονομάζεται τέχνη;». Ο Cattelan δεν ήταν η πρώτη φορά που κατάφερνε να σκανδαλίσει. Προηγήθηκε το έργο του «La Nona Ora» (Η ένατη ώρα), όπου ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ απεικονίζεται να πέφτει χτυπημένος από μετεωρίτη.

Η απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων

Ένα από τα θέματα που πάντα προκαλεί αντιδράσεις είναι η αποτύπωση θρησκευτικών θεμάτων. Από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί το έργο του φωτογράφου Αντρές Σεράνο με τίτλο «Piss Christ» (1987) στο οποίο απεικονίζεται ο Εσταυρωμένος πίσω από ένα πορτοκαλο-κίτρινο χρώμα το οποίο όμως είναι ούρα. Το έργο χαρακτηρίστηκε ως βλάσφημο και μέγιστη προσβολή έναντι των απανταχού χριστιανών, άποψη την οποία ασπάστηκαν επισήμως και μέλη της αμερικανικής Γερουσίας, ενώ ο καλλιτέχνης διατείνεται ότι η δουλειά του λειτουργεί ως σχόλιο για τον ευτελισμό και την εμπορευματοποίηση της θρησκείας στη σύγχρονη εποχή… 

Στα πιο αμφιλεγόμενα έργα τέχνης με θρησκευτική θεματική συγκαταλέγεται και ο πίνακας «Η Αγία Παρθένος Μαρία» που φιλοτεχνήθηκε το 1996 από τον Βρετανό ζωγράφο Κρις Οφίλι όπου παρουσιάζεται μια αφρικανική εκδοχή της Παναγίας φτιαγμένη από κοπριά ελέφαντα. Όταν, το 1999, το έργο φιλοξενήθηκε στο Μουσείο του Μπρούκλιν ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων. Παρόλα αυτά το 2015 βγήκε στο σφυρί από τον οίκο Κρίστις και πωλήθηκε στην τιμή των 2.882.500 λιρών.

Στον ελληνικό χώρο πιο γνωστή είναι η περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη τον οποίο η Εκκλησία θέλησε, το 1955, να αφορίσει γιατί θεωρήθηκε πως τα έργα του “Καπετάν Μιχάλης”, “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και “Τελευταίος πειρασμός” “διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού”. Στο “Χριστός ξανασταυρώνεται” μάλιστα θεωρήθηκε πως “γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας”, ενώ ο “Τελευταίος πειρασμός” κρίθηκε πως “είναι γραμμένος βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού” και είναι επικίνδυνος για κάθε Χριστιανόν. Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Το Βατικανό, επίσης, ενέγραψε τον «Τελευταίο πειρασμό» (1954 και 1955) στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων (Index librorum prohibitorum). Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Το θέμα ωστόσο δεν έκλεισε εκεί. Δύο χρόνια μετά, στην κηδεία του, δεν υπήρχε ιερέας για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι απειλές των Κρητικών όμως αλλά και η παρουσία του τότε υπουργού παιδείας Αχιλλέα Γεροκοστόπουλου, ανάγκασαν τον Αρχιεπίσκοπο να στείλει έναν εκπρόσωπο της εκκλησίας, ώστε να γίνει κανονικά η ταφή του συγγραφέα.

 

 

Ο αφορισμός του Τεύκρου Ανθία 

Κι ο Καζαντζάκης μπορεί να γλύτωσε τον αφορισμό όχι όμως κι ο Τεύκρος Ανθίας, ο οποίος το 1931 αφορίστηκε από την Εκκλησία της Κύπρου για το έργο του «Δευτέρα παρουσία», όπου μέσα από τους στίχους έβαζε την εργατιά να δικάζει τον Θεό για τα δεινά του κόσμου. Τον δικάζει αρχικά ένας στρατιώτης ο οποίος συμβολίζει την φρίκη του πολέμου. Λέει «ανθρώπινα κορμιά ταϊζουν το φούρνο της πατρίδας και της πίστεως». Σειρά στο κατηγορητήριο παίρνει μια γυναίκα η οποία γεννήθηκε φτωχή, πουλήθηκε σε ένα πλούσιο σύζυγο ο οποίος αργότερα την εγκατέλειψε και αναγκάστηκε να εκπορνευτεί. Λέει χαρακτηριστικά «Δυο νύχτες του χειμώνα αγριεμένες, κοιμήθηκα, θυμάμαι νηστική. Το εικόνισμα με κοίταζε και γέλαγε με μάσκα πονηρή, σαρκαστική… Το πέταξα και σ’ έβρισα ω Θεέ. Βλασφήμησα, θυμάμαι, όσο ποτέ». Ακολουθεί ένας εργάτης: «Τα χέρια αυτά που χτίσανε τα μέγαρά σας, ξέρουν και δύνανται να σκάψουν βαθιά-βαθιά τα μνήματά σας». Το έργο κρίθηκε ασεβές και ο ποιητής απόβλητος. Αντιδρώντας ο Ανθίας εξέδωσε μια νέα συλλογή, τον “Λίβελλο απιστίας”.  Λίγο αργότερα ωστόσο, λόγω σοβαρών οικογενειακών λόγων, χρειάστηκε το έλεος των μητροπολιτών για αυτό προέβη σε απολογία, με αποτέλεσμα ο αφορισμός του να αρθεί. 

Σε Ελλάδα και Κύπρο 

Στην Αθήνα, το 2015, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση αναγκάστηκε να διακόψει την προβολή του έργου «Stills» του Kris Verdonck, μετά από καταγγελίες ενός ιερωμένου που περνούσε από την πλατεία Κλαυθμώνος. Το έργο έδειχνε γυμνούς γίγαντες που είχαν εγκλωβιστεί σε ασφυκτικά περιβάλλοντα και προβάλλονταν σε τοίχους κτιρίων στην περιοχή. «Ας αναλογιστεί ο καθένας μας τι είναι χυδαίο, τι θα έπρεπε να μας ενοχλεί πιο πολύ: η εικόνα γυμνών ανθρώπων που προβάλλονται σε έναν τοίχο πάρκινγκ της πλατείας Κλαυθμώνος ή η καθημερινότητα εξαθλιωμένων ανθρώπων που ζουν στην κάτω μεριά της πλατείας… Είναι καιρός πια να συζητήσουμε για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης στον δημόσιο χώρο» ανέφερε χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή της η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. 

​Αν και οι περιπτώσεις είναι πολλές, άξια αναφοράς είναι η περίπτωση του Γιάννη Τσαρούχη όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 υποχρεώθηκε να αποσύρει, από ομαδική έκθεση, πίνακα με γυμνούς άνδρες όπως επίσης και ο Νώντας Παπαδόπουλος  να τοποθετήσει πραγματικά φύλλα συκής (!) πάνω σε γυμνά που εξέθεσε στον Παρνασσό. Πιο ειδικά, ο Γιάννης Τσαρούχης, από την δεκαετία του ’30, προκαλεί τη συντηρητική κοινωνία της Αθήνας ζωγραφίζοντας αλλά και εκθέτοντας ουσιαστικά την επιθυμία, τον έρωτα και μάλιστα τον ομοφυλοφιλικό σε βαθμό που ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος να μιλάει για ζωγραφισμένους παλιανθρώπους.

 

Στα καθ’ ημάς τώρα, από τις πιο γνωστές περιπτώσεις λογοκρισίας είναι, το 2014 η έφοδος της αστυνομίας σε έκθεση της Πάολας Ρεβενιώτη στη Λευκωσία και η κατάσχεση φωτογραφιών που θεωρήθηκαν αισχρές. Ένα άλλο περιστατικό, συνέβη περί τα τέλη του 2012, και αφορούσε στην ηχητική εγκατάσταση του Γιάννη Χριστοφίδη με τίτλο «Οντάς». Η εγκατάσταση παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της έκθεσης «Στης Μαρουδιάς», στην οικία Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Στην περίπτωση αυτή, και αφού οι φύλακες του Μουσείου δέχτηκαν παράπονα από δασκάλους που βρίσκονταν εκεί για εκπαιδευτική επίσκεψη πως ο ήχος παρέπεμπε σε σεξουαλικά υπονοούμενα- αποφάσισαν να απενεργοποιήσουν την ηχητική εγκατάσταση κατά την διάρκεια των μαθητικών επισκέψεων.

 

 

Την ίδια χρονιά, είχε προηγηθεί άλλο συμβάν, στο Βέλγιο, που αφορούσε έργο του Νίκου Κουρούσιη. Το έργο με τίτλο «Οι πρωταγωνιστές» ήταν μία ψηφιακή εκτύπωση σε χαλί όπου απεικονίζονται φωτογραφίες σε αρνητικό, ξένων και Κύπριων προσωπικοτήτων, που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, απ’ το 1960 και μετά. Ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνονται ο Μακάριος, ο Κίσινγκερ, ο Δημήτρης Χριστόφιας και πολλοί άλλοι. Από κάποιους ωστόσο θεωρήθηκε προσβλητικό να περπατάνε πάνω από τις προσωπικότητες αυτές. 

Προσβλητική θεωρήθηκε και το 2017, στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, η ζωγραφιά της Τουρκοκύπριας Νουρτάνε Καραγκίλ με τίτλο «The Dawn and the Sunset Issue». Η ζωγραφιά, σαν παιδικό σχέδιο απεικόνιζε μία σύνθεση με κάπου στη μέση τον Μακάριο και δίπλα δύο γυμνόστηθες κοπέλες, ενώ η Κύπρος κάτω από τις μορφές αυτές διακρίνεται στις φλόγες. Το 2017 επίσης μεγάλη συζήτηση έγινε όταν η κοινότητα της Σωτήρας αρνήθηκε να παραχωρήσει άδεια στον ΘΟΚ για την παράσταση Cock που είχε σαν θέμα την σχέση δύο αντρών. 

Άλλη μια περίπτωση που προκάλεσε τεράστια συζήτηση αφορούσε εγκατάσταση στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Τότε υπήρχε αίτημα ξένου οίκου όπως πραγματοποιήσει επίδειξη μόδας σε αρχαιότητες της Ελλάδας. Καθηγητές της τέχνης μαζί με τους μαθητές τους έντυσαν ρέπλικες αρχαίων αγαλμάτων που βρίσκονται μόνιμα στον προθάλαμο του σχολείου, με εσώρουχα ώστε να καταδείξουν αν μόδα και αρχαιότητες μπορούν να συμβαδίσουν. Αυτό όμως θεωρήθηκε ύβρις. 

Μια άλλη περίπτωση που η τέχνη κατάφερε να γίνει είδηση ήταν η θεατρική παράσταση του Romeo Castellucci, η οποία προκάλεσε τους φιλόζωους καταγγέλλοντας εκμετάλλευση του αλόγου που εμφανιζόταν στην παράσταση. Οι παραστάσεις ακυρώθηκαν ενώ ο σκηνοθέτης κατάγγειλε το γεγονός. Ανάμεσα σ’ άλλα σε επιστολή του αναφέρει: Εμείς, λοιπόν, που είμαστε φιλόζωοι, πιστεύουμε το αντίθετο: ότι είναι έγκλημα να απομακρύνονται τα ζώα από εμάς και να ασκείται εξουσία ώστε να μην τους επιτρέπεται η είσοδος.

 

Κεντρική φωτο: Η «Γυμνή μάχα» του Ισπανού Φρανσίσκο Γκόγια τον ανάγκασε το 1814 να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση. 

 

Φιλελεύθερα, 3.10.2021.