Μια από τις πιο γνωστές και ιστορικές πλατείες της Ελλάδας, η Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη, πρόκειται να τύχει ανάπλασης. Με το που δημοσιοποιήθηκε όμως η πρόταση για τη νέα της μορφή άρχισαν οι αντιδράσεις.

Η πλατεία Αριστοτέλους, είναι έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ernest Hébrard και προέκυψε μετά την πυρκαγιά του 1917 που έκαψε μεγάλο μέρος της πόλης για αυτό και χρειάστηκε ο επανασχεδιασμός της. Στο πολεοδομικό σχέδιο που καταρτίστηκε, η πλατεία αποτελούσε τον βασικό πυρήνα και κατάφερε, μετά την ανοικοδόμηση της πόλης, να γίνει τοπόσημο και να αγκαλιαστεί από ντόπιους και επισκέπτες. Αποτελεί το σημείο επαφής με τη θάλασσα και άξονα από τον οποίο ξεκινούν διάφοροι δρόμοι. Τα δε κτήρια πέριξ, με καμάρες, στοές και κιονοστοιχίες δημιουργούν ένα μοναδικό σκηνικό που είναι ταυτισμένο με τη ζωή των Θεσσαλονικιών. Το σκηνικό αυτό θέλησαν οι δημοτικές αρχές να εκσυγχρονίσουν. Από πολλούς ωστόσο κρίνεται περιττός έως και καταστροφικός ο εκσυγχρονισμός αυτός και ειδικά η πρόταση που προκρίθηκε σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Καταρχήν, θεωρείται ο ίδιος ο διαγωνισμός αποτυχημένος αφού παρόλο που ήταν διεθνής δεν κατάφερε να προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον, ενώ οι συμμετοχές -για τέτοιας εμβέλειας έργο- κρίνονται πολύ περιορισμένες (13 μόνο συμμετοχές). 

 

Όπως και να έχει το πρώτο βήμα έγινε. Η κριτική επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο στη μελέτη των αρχιτεκτόνων Αριάδνης Βοζάνη και Παρασκευής Φανού. Σύμφωνα με ανακοίνωση, η νέα πλατεία Αριστοτέλους θα αποκτήσει μια χαμηλότερη βαθμίδα στο κεντρικό της τμήμα (μεταξύ Μητροπόλεως και Νίκης) που θα εξυπηρετεί διαφορετικές λειτουργίες: είτε ως «σκηνή» για εκδηλώσεις ή ως σημείο δροσιάς με εκτοξευτήρες νερού που είτε θα ρίχνουν νερό σημειακά ή θα δημιουργούν ένα λεπτό υδάτινο φιλμ που θα λειτουργεί και ως καθρέφτης. Νέα υλικά θα χρησιμοποιηθούν για τη στρώση των δαπέδων, ενώ στο έδαφος του άξονα θα αναδειχθούν ίχνη του παλιού αστικού ιστού της πόλης, πριν από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Από την πλευρά της Εγνατίας και μέχρι την Τσιμισκή, η Αριστοτέλους χωρίζεται σε «δωμάτια» με διακριτά μέρη. Το πρώτο θα είναι το «δωμάτιο με τους φοίνικες», στη σκιά των οποίων θα τοποθετηθούν καθίσματα πάνω σε πατημένο χώμα. Όσο κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα τα «δωμάτια» θα εναλλάσσονται και θα φιλοξενούν την περιοχή του νερού και της εφήμερης αγοράς, ένα τμήμα με καλλωπιστικές μανόλιες και μια υπαίθρια γλυπτοθήκη. Το άγαλμα του Αριστοτέλη θα τοποθετηθεί σε πιο κεντρικό σημείο και θα ανασχεδιαστεί το υπαίθριο ρολόι της πλατείας.

​Αυτά από την σκοπιά των δημιουργών. Από την σκοπιά των υπολοίπων ωστόσο, η ανάγνωση δεν είναι η ίδια. Η τοποθέτηση φοινίκων, ειδικά για λόγους σκίασης, τίθεται εν αμφιβόλω, καθώς και η κατασκευή του υδάτινου δαπέδου, αφού παρόμοια εγχειρήματα σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης δεν είχαν καλή κατάληξη. Ιδιαίτερα καυστικός στην άποψη του είναι ο επικεφαλής της Κίνησης «Πολήχρωμη Θεσσαλονίκη», Σπύρος Βούγιας, ο οποίος χαρακτήρισε επιπόλαιο τον σχεδιασμό αποδίδοντας την ευθύνη στον δήμαρχο. Συγκοινωνιολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πόλης, ο Βούγιας θεωρεί πως η πρόταση ακυρώνει τα βασικά υφολογικά χαρακτηριστικά του άξονα και καθιστά την πλατεία Αριστοτέλους σχεδόν αγνώριστη. Πέρα από τους φοίνικες και το νερό στέκει στο σκεπτικό των «δωματίων», το οποίο θεωρεί αντιγραφή από το έργο του παραλιακού μετώπου, το οποίο ναι μεν εκεί είναι πετυχημένο αλλά στην πλατεία, λόγω μεγέθους, δεν μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. «Η κρίσιμη, λέει, διαφορά είναι πως, ενώ στη νέα παραλία οι σχεδιαστές είχαν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν ελεύθερα σε έναν ανοιχτό καινούργιο χώρο, χωρίς το βάρος ιστορικών δεσμεύσεων, οι συνθήκες επέβαλαν για την Αριστοτέλους τον σεβασμό σε σοβαρές και υποχρεωτικές δεσμεύσεις. Για παράδειγμα, ο επιπόλαιος, κατά τη γνώμη μου, κατακερματισμός της ενιαίας φυσιογνωμίας του άξονα, (που από την Εγνατία μέχρι τη θάλασσα σχεδιάστηκε από τον Εμπράρ με συνεχή πολεοδομικά, αρχιτεκτονικά και κτιριολογικά χαρακτηριστικά), αλλοιώνει τον ιστορικά ενιαίο χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ταυτότητά του και καθιστά τελικά την Αριστοτέλους σχεδόν μη αναγνωρίσιμη». Δεν παραλείπει δε να σχολιάσει τη δήλωση του δημάρχου ο οποίος είπε: «…εδώ που τα λέμε,και η Αριστοτέλους τα έχει τα χρονάκια της!». «Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, αντιπαρατίθεται ο Βούγιας, η ιστορία, ο χαρακτήρας, η φυσιογνωμία και η ταυτότητα ενός εμβληματικού έργου συγχέονται με τη διάρκεια της παρουσίας του και η κλασική του αντοχή και ανθεκτικότητα στο χρόνο νοούνται ως στασιμότητα, παλαιότητα, κόπωση και γήρανση. Με αυτό το σκεπτικό, αναρωτιέμαι πώς θα χαρακτήριζε κανείς τα μεσαιωνικά κέντρα των Ευρωπαϊκών πόλεων που διατηρήθηκαν ως κόρη οφθαλμού, τα Ρωμαϊκά και τα αρχαία μνημεία ή (τηρουμένων των αναλογιών) ακόμη και την Ακρόπολη: αυτή κι αν έχει τα «χρονάκια» της.

Φιλελεύθερα, 5.9.2021.