Αν ζούσε στις μέρες μας, στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και του Metoo, ενδεχομένως να τον «λιθοβολούσαμε». Πέθανε όμως πριν ένα σχεδόν αιώνα και μπορούμε να επικεντρωθούμε στο έργο του. Κι αναμφισβήτητα ο Ωγκύστ Ροντέν είναι ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της ιστορίας.

Μια από τις πιο σημαντικές εκθέσεις αυτό τον καιρό στις μητροπόλεις του κόσμου είναι στην Tate Modern του Λονδίνου με τίτλο «The making of Rodin». Λίγο έως πολύ η έκθεση αναπαράγει την ατμόσφαιρα στο εργαστήρι του Ροντέν, που για να υλοποιηθεί μεταφέρθηκαν 200 έργα από το Μουσείο Ροντέν του Παρισιού, πλείστα εκ των οποίων πρώτη φορά βγαίνουν εκτός Γαλλίας. Η έκθεση εστιάζει στη διαδικασία της δημιουργίας καλώντας μας να κατανοήσουμε τη γέννηση ενός γλυπτού με έμφαση στον γύψο και τον πηλό. Εκμαγεία και προπλάσματα, σε διάφορα μεγέθη και στάδια ολοκλήρωσης, αποκαλύπτουν τον τρόπο που ο καλλιτέχνης πειραματιζόταν. Ορισμένα από τα πιο διάσημα γλυπτά του γεννήθηκαν μέσα από τη διαδικασία της προσθαφαίρεσης και της μεταφοράς κομματιών σε αυτόνομα έργα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε και το διάσημο γλυπτικό σύμπλεγμα «Οι αστοί του Καλαί» (1884-1889) το πρόπλασμα του οποίου παρουσιάζεται για πρώτη φορά.

Ο Ροντέν, ζώντας και δημιουργώντας στο μεταίχμιο του 19ου και 20ου αιώνα εκφράζει τη ρήξη με τον ακαδημαϊσμό και την προσέγγιση της ζωής με πάθος. «Το σπουδαιότερο», γράφει ο ίδιος απευθυνόμενος στους νέους καλλιτέχνες, «είναι να συγκινείσαι, να αγαπάς, να ελπίζεις, να πάλλεσαι, να ζεις». Ο ίδιος αυτό έκανε, προκαλώντας συχνά τα ήθη της εποχής. 

​​​

Γεννημένος το 1840 στο Παρίσι, γόνος εργατικής οικογένειας, υπήρξε κάκιστος μαθητής με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το σχολείο στα 14 χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει βασικές μαθησιακές ικανότητες: “Τα ορθογραφικά λάθη δεν είναι χειρότερα από τα σχεδιαστικά που κάνουν όλοι οι άλλοι”, απαντούσε σε όσους τολμούσαν να κρίνουν την ορθογραφία του. Μετά την εγκατάλειψη του σχολείου γράφτηκε σε μια Σχολή Σχεδίου και Μαθηματικών για διακοσμητές και αργότερα προσπάθησε να μπει στην πιο επιφανή Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά απέτυχε στις εξετάσεις τρεις φορές. Μετά από αυτό, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός σε ατελιέ κι εργαστήρια και το 1871 έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες. Λίγο αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία όπου αφού μελέτησε τα αριστουργήματα της Αναγέννησης, έκανε την πρώτη του απόπειρα για γυμνό προκαλώντας και το πρώτο του σκάνδαλο.

​Σε μια εποχή που κυριαρχούσαν τα νεοκλασικά ιδεώδη, ο Ροντέν παρουσίασε το άγαλμα ενός τέλεια μυώδους άντρα, με μορφή τόσο ζωντανή που οι κριτικοί τον κατηγόρησαν ότι καλούπωσε το άγαλμα πάνω σε ζωντανό μοντέλο! Ξέσπασε τέτοια συζήτηση, που χρειάστηκε κυβερνητική έρευνα για να λήξει το θέμα. Ωστόσο, η φασαρία του βγήκε σε καλό, αφού οι κρατικές υπηρεσίες αγόρασαν το άγαλμα και ταυτόχρονα του ανέθεσαν να σχεδιάσει μια μνημειώδη πύλη για ένα μουσείο διακοσμητικών τεχνών. Για το έργο αυτό ο Ροντέν βρήκε έμπνευση στη “Θεία Κωμωδία” του Δάντη, εστιάζοντας στα αιώνια μαρτύρια των καταραμένων και ονόμασε το έργο του, “Οι Πύλες της Κόλασης”. Το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ όσο ζούσε και όταν τον ρωτούσαν τι γίνεται απαντούσε: «Οι καθεδρικοί τελειώνουν ποτέ;». Παρόλα αυτά, κομμάτια της σύνθεσης αυτονομήθηκαν και προέκυψαν έργα όπως “Ο Στοχαστής”. “Το Φιλί” επίσης ξεκίνησε ως απεικόνιση του Πάολο και της Φραντσέσκα, των δύο εραστών στο 5ο άσμα της Κόλασης. Οι “Τρεις Σκιές” βρίσκονταν στην κορυφή των Πυλών, απεικόνιση της επιγραφής στην είσοδο της κόλασης: “ Όποιος με διαβεί αφήνει κάθε ελπίδα πίσω”. 

​​

​​

​​Παράλληλα με τις Πύλες, ο Ροντέν εργαζόταν για άλλα έργα και γινόταν όλο και πιο δημοφιλής, ενώ το εργαστήριο του είχε μετατραπεί σε πόλο έλξης για νεαρούς καλλιτέχνες. Μία από αυτούς ήταν και η Καμίλ Κλοντέλ, για την οποία το συναπάντημα με τον μεγάλο γλύπτη στάθηκε μοιραίο. Εκείνη ήταν 19 κι αυτός 43 και έγινε ο μέντορας, συνεργάτης και εραστής της. Έζησαν 15 χρόνια αμοιβαίου πάθους και τα χρόνια αυτά ήταν και για τους δυο τα πιο δημιουργικά, χωρίς ωστόσο την εποχή εκείνη η Καμίλ να καταφέρνει να αναγνωριστεί. Εκτός από την απογοήτευση της αυτή, ο Ροντέν παρά τα παθιασμένα γράμματα που της έγραφε και τις υποσχέσεις που της έδινε, δεν εγκατέλειψε τη σύντροφο της ζωής του, ενώ παράλληλα διατηρούσε κι άλλες σχέσεις. Όταν δε έμεινε έγκυος την ανάγκασε να προβεί σε έκτρωση. Όλα αυτά οδήγησαν στο τέλος της σχέσης τους, αλλά μετά τον χωρισμό η Καμίλ κατέρρευσε ψυχικά και κλείστηκε από τον αδελφό της σε ψυχιατρική κλινική όπου παρέμεινε 30 χρόνια και πέθανε μόνη. Και μόνο μετά τον θάνατο της αναγνωρίστηκε ενώ η ζωή της αποτέλεσε θέμα για βιβλία, ταινίες, θεατρικά. Στα χρόνια δε της κατάρρευσης της κατηγορούσε τον Ροντέν πως της έκλεψε δημιουργίες της αλλά κανένας δεν μπορεί να το αποδείξει ούτε και να το διαψεύσει αφού οι δυο τους κατέληξαν να μοιάζουν ως καλλιτέχνες. 

​Ο Ροντέν λοιπόν παρέμεινε να ζει με την Ροζ Μπερέ, μία ράφτρα που γνώρισε όσο ήταν πολύ νέος και με την οποία απέκτησε ένα γιο που δεν αναγνώρισε ποτέ. Την Μπερέ παντρεύτηκε μετά από 50 χρόνια συμβίωσης, δυο εβδομάδες πριν πεθάνει αυτή και λίγους μήνες πριν πεθάνει αυτός. Όλα ετούτα τα χρόνια εκείνη τον υπηρετούσε πιστά και του συγχωρούσε τα πάντα. Λέγεται ωστόσο πως πεθαίνοντας ο Ροντέν αποζητούσε την Καμίλ Κλοντέλ η οποία πέθανε το 1943. 

​​

​Πριν πεθάνει, ζώντας στην εξοχή όπου είχε καταφύγει με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κυβέρνηση αγόρασε το σπίτι του ενώ αυτός δώρισε όλο το έργο του στο κράτος μαζί και τη συλλογή του από πίνακες ζωγραφικής. Το σπίτι μετατράπηκε σε μουσείο Ροντέν και εκεί υπάρχει συγκεντρωμένη ολόκληρη η δουλειά του. Μέρος της εκτίθεται αυτή την στιγμή στην Tate Modern του Λονδίνου. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Νοεμβρίου, επέτειο του θανάτου του. 

​​

​​

Φιλελεύθερα, 26.9.2021.