Ο Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος είναι γνωστός κυρίως για το λογοτεχνικό του έργο. Η ιστορικός Τέχνης Ελένη Νικήτα μάς αποκαλύπτει μια άλλη δημιουργική του πλευρά και φέρνει στο φως πληροφορίες από την έρευνά της για το εικαστικό του έργο. «Με τη ζωγραφική έβλεπε, ανακάλυπτε και κατανοούσε τον κόσμο, όπως ακριβώς έκανε και με το λογοτεχνικό του έργο», σχολιάζει.
Ο Νίκος Νικολαΐδης είναι αναντίλεκτα ένας από τους πιο καταξιωμένους λογοτέχνες, όχι μόνο της Κύπρου αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού. Το συγγραφικό του έργο μελετάται εδώ και αρκετά χρόνια και η αξία του έχει αναγνωριστεί. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο και με το εικαστικό του έργο. Προσωπικά, ασχολήθηκα για πρώτη φορά με το ζωγραφικό του έργο όταν, το 1981, μου ανατέθηκε να επιμεληθώ έκθεση έργων του που οργάνωσε τότε το υπουργείο Παιδείας για να τον τιμήσει, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του. Περισσότερο ασχολήθηκα με το έργο του όταν, αργότερα, έγραψα τα δώδεκα βιβλία για την πρώτη γενιά των Κυπρίων καλλιτεχνών.

Η γενική άποψη που επικρατούσε ήταν ότι η ζωγραφική αποτελούσε για τον Νικολαΐδη πάρεργο. Μια αναγκαία ενασχόληση, η οποία του εξασφάλιζε τα μέσα για να ζει και να μπορεί να αφοσιώνεται στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον λόγο αυτόν η ιδιότητά του ως ζωγράφου δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τους βιογράφους του. Όπως απέδειξα σε δύο δημοσιευμένες μελέτες μου, η άποψη αυτή αποτελεί μέρος μόνο της αλήθειας. Η ζωγραφική μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή του. Λόγω φτώχειας και ορφάνιας αναγκάστηκε να βγει από πολύ μικρός στη βιοπάλη. Ανακαλύπτει το ταλέντο του στη ζωγραφική και γίνεται βοηθός ενός αγιογράφου. Μετά τη μαθητεία, του αναλαμβάνει ο ίδιος την αγιογράφηση εκκλησιών και τη φιλοτέχνηση εικόνων. Το 1907, σε ηλικία 23 ετών, πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου. Δυστυχώς, λόγω του ότι δεν διέθετε απολυτήριο, έγινε δεκτός μόνο ως ακροατής. Παρακολούθησε μαθήματα για έξι μήνες, όμως δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική. Αυτό αποδεικνύει και η συμμετοχή του το 1917 στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου. Επίσης, όταν για ένα διάστημα, μεταξύ 1919 και 1923, ζει στην Κύπρο, εργάζεται ως καθηγητής ιχνογραφίας στη Λεμεσό, στην νεοϊδρυθείσα Σχολή Ξένων Γλωσσών και Ελληνικών Μαθημάτων, ενώ παραδίδει και ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής. Μάλιστα, το 1919, οργανώνει έκθεση ζωγραφικής με 14 πίνακές του. Η έκθεση αυτή είναι μια από τις πρώτες που οργανώθηκαν στην Κύπρο.

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΤΣΑ
Λόγω του γεγονότος ότι το 1951 ο Νικολαΐδης έκαψε τον τεράστιο όγκο των ημερολογίων του, δεν γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για τα πολλά ταξίδια του ούτε και για τις σχέσεις του με τον καλλιτεχνικό κόσμο και τις πιθανές συνεργασίες του, σε πιο νεαρή ηλικία, με ζωγράφους της διασποράς ή περιοδεύοντες ζωγράφους. Την εποχή που ο ίδιος αναζητούσε διακαώς εργασία, πιθανόν να συνεργάστηκε και με Έλληνες ζωγράφους που περιόδευαν με επιτελεία στα πλούσια κέντρα του Ελληνισμού, όπως στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αναλαμβάνοντας εκτελέσεις έργων τέχνης. Ο ζωγράφος από τον οποίο έχω προσωπική μαρτυρία ότι συνδεόταν φιλικά είναι ο Δημήτρης Λίτσας (1881–1952), ο οποίος σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου. Εργάστηκε για ένα διάστημα με τον περιοδεύοντα ζωγράφο Σουλιώτη, και το 1913 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, όπου διατηρούσε Σχολή Ζωγραφικής. Τη σχέση του Νικολαΐδη με τον Λίτσα ανακάλυψα τυχαία, όταν είδα ένα έργο του στο σπίτι της Ρούλας Θεοδώρου, μητέρας της φίλης μου Λένιας Βελάρη, η οποία ήταν συγγενής και συνδεόταν στενά με τη Νίκη Αγαθαγγέλου, κόρη της αδελφής του Νίκου Νικολαΐδη, Μαίρης. Όπως μου είπε τότε η κ. Θεοδώρου, το έργο ανήκε στη συλλογή του Νίκου Νικολαΐδη, ο οποίος ήταν πολύ φίλος με τον Λίτσα. Μου είπε, επίσης, ότι, σύμφωνα με Αιγυπτιώτισσα φίλη της, το έργο απεικονίζει το ατελιέ του Νίκου Νικολαΐδη. Αυτό επιβεβαιώνει τη φιλία των δύο καλλιτεχνών. Πιθανόν να γνωρίστηκαν όταν ο Νικολαΐδης πήγε για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια. Ίσως ακόμη και να μαθήτευσε για λίγο στη Σχολή του Λίτσα. Πάντως, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε κάποιες συγγένειες έργων του Νικολαΐδη με έργα του Λίτσα, όπως, για παράδειγμα, με το έργο του Λίτσα «Αιγύπτια καλλονή».

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
Έρχομαι τώρα στο κρίσιμο ερώτημα: Η ζωγραφική ήταν για τον Νίκο Νικολαΐδη μόνο ένα μέσο βιοπορισμού; Θα υποστηρίξω εκ προοιμίου ότι η ζωγραφική ήταν για τον Νίκο Νικολαΐδη ένας άλλος τρόπος έκφρασης, ένας άλλος τρόπος για να διεισδύσει και να γνωρίσει καλύτερα τους ανθρώπους και τον κόσμο. Μιλώντας στον Τεύκρο Ανθία για το ταξίδι του στην Ιταλία, το 1909, θα πει: «Εργάστηκα πολύ. Προ παντός περπάτησα. Και είδα. Ξέρεις τι θα πει βλέπω; Ζωγραφίζω και σχεδιάζω εκ του φυσικού. Δεν μπορεί να δει κανείς, αν δεν ζωγραφίσει και γράψει». Με τη ζωγραφική, λοιπόν, έβλεπε, ανακάλυπτε και κατανοούσε τον κόσμο, όπως ακριβώς έκανε και με το λογοτεχνικό του έργο.

Την εντύπωση ότι δεν αντιμετώπιζε με σοβαρότητα τη ζωγραφική, ο Νικολαΐδης την ανέτρεψε και σε άλλες περιπτώσεις. Μια από αυτές καταγράφεται από τον Σταύρο Καρακάση, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1940 στο περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα». Όπως αναφέρει, όταν τον ρώτησε γιατί δεν πωλεί τα έργα του, ο Νικολαΐδης απάντησε: «… Δεν θέλω να είμαι υποχρεωμένος σε κανένα. Οι περισσότεροι αγοράζουν για το χατίρι μου και μου το δίνουνε να το καταλάβω έμμεσα και καμιά φορά άμεσα. Η αγορά ενός έργου ζωγραφικής, όπως γίνεται, καταντάει βαριά αγγαρεία για τον αγοραστή, αν όχι πράξη φιλανθρωπική. Κι εγώ δεν δέχομαι καμιά βοήθεια από κανένα και με κανένα τρόπο. Ζωγραφίζω γιατί μ’ αρέσει. Μου είναι μια ατομική απόλαυση. Δεν την εμπορεύομαι. Για να ζήσω κάνω εμπορικής φύσης εργασίες. Έγχρωμες μεγεθύνσεις φωτογραφιών κ.λπ. Αυτά που κερδίζω μου είναι αρκετά για να ζήσω. Έχω υποβιβάσει τα έξοδά μου στο ελάχιστο κι έτσι δεν έχω σχεδόν ανάγκες. Αυτό μου επιτρέπει να ζω ανεξάρτητος, δίχως να υποχρεώνομαι σε κανένα και δίχως να ’μαι αναγκασμένος να κάμνω υποχωρήσεις στην τέχνη μου».

ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΦΟΡΗΤΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Είναι γεγονός ότι, για να ικανοποιήσει τις λιτές ανάγκες της ζωής του, αναλάμβανε διάφορες εμπορικές καλλιτεχνικές εργασίες. Ζωγράφιζε, επίσης, φορητές βυζαντινές εικόνες που είχαν ως αποδέκτες ιδιώτες ή εκκλησίες. Η Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα τον θυμάται να τους λέει «το θαύμα τους οι Άγιοι το κάνουν πρώτα σε μένα και έπειτα στους πελάτες μου». Την τέχνη της ζωγραφικής την αντιμετώπιζε με δέος και ήξερε πολύ καλά πότε έκανε εμπορικά έργα και πότε σοβαρή εικαστική εργασία. Αποκαλυπτική είναι η συνέντευξή του στον Τεύκρο Ανθία, στον οποίο θα πει: «Η ζωγραφική θέλει μεγαλύτερον αγώνα. Είναι δυσκολότερη τέχνη. Πρέπει ν’ αποκτήσεις τεχνική. Δεν μπορώ να καυχηθώ πως ήμουν ζωγράφος πριν γίνω σαράντα χρονών». Και συνεχίζει: «Το κυριότερο στη δική μου περίπτωση είναι ότι σπάνια μου δόθηκαν ευκαιρίες να ζωγραφίσω ανιδιοτελώς. Ήμουνα πάντα υποχρεωμένος να δουλεύω για το ψωμί. Ωστόσο τώρα τελευταία ζωγράφισα καλά. Και θα ζωγραφίσω ακόμη. Ένα ταξίδι μου, το ταξίδι στο Σινά, υπήρξε για μένα ο δρόμος της Δαμασκού. Αποτίναξα τελείως τους κανόνες της Ακαδημίας».

Ο Νικολαΐδης περέμεινε δύο φορές στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Την πρώτη, το 1927, για πέντε μήνες και τη δεύτερη, το 1930, για έξι μήνες. Τα ταξίδια αυτά στάθηκαν ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωγραφική του δημιουργία. Μελετώντας τα πρώιμα έργα της καλλιτεχνικής του πορείας, και ιδιαίτερα αυτά που ζωγράφισε πριν από τις δύο παραμονές του στο όρος Σινά, διαπίστωσα ότι πολλά από αυτά, τα οποία μάλιστα φέρουν και την υπογραφή του, είναι αντιγραφές ή παραλλαγές έργων ακαδημαϊκών ζωγράφων, τα οποία ήταν ευχάριστα στο κοινό και εύρισκαν εύκολα αποδέκτες μεταξύ της αστικής τάξης. Θα αναφέρω μόνο δυο από τα πολλά παραδείγματα: Το έργο «Ο σκύλος με το κοριτσάκι» είναι αντιγραφή του Robert Atkinson Fox (1860-1935) με τίτλο «Safe Companion». Πρόκειται για ένα πολύ δημοφιλές έργο που έτυχε αρκετές αντιγραφές-παραλλαγές. Ίσως και το έργο του Fox να μην είναι το πρωτότυπο. Επίσης, το έργο «Φαβιόλα» αποτελεί παραλλαγή του έργου του Γάλλου ακαδημαϊκού ζωγράφου Jean-Jacques Henner «Αγία Φαβιόλα», το οποίο επίσης αγαπήθηκε και γνώρισε αρκετές αντιγραφές ανά το παγκόσμιο.

Παρόμοια τακτική είχε ακολουθήσει στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας και ένας άλλος ζωγράφος της πρώτης γενιάς Κυπρίων καλλιτεχνών, ο Ιωάννης Κισσονέργης. Μάλιστα, ο Αδαμάντιος Διαμανής μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο Κισσονέργης αντέγραφε έργα από το περιοδικό «Colour» που έβρισκε στο σπίτι της θείας του Νίκου Νικολαΐδη, Ζωής Clark. Πολύ πιθανό ο Νίκος Νικολαΐδης να είχε την ίδια πηγή.

Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Μετά τις παραμονές του στο Όρος Σινά, ο Νικολαΐδης βρήκε τον δικό του δρόμο και μας δίνει έργα με προσωπικό ύφος, έργα που προϋπέθεταν εικαστική έρευνα και γνώση. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αίγυπτο την οργάνωσε το 1929, σε ηλικία σαράντα πέντε χρόνων. Από τον κατάλογο της έκθεσης διαπιστώνουμε ότι σ’ αυτήν δεν εξέθεσε κανένα από τα εμπορικά του έργα. Η συγκεκριμένη έκθεση σηματοδοτεί και την αλλαγή του θεματικού περιεχομένου των έργων του. Στρέφεται ιδιαίτερα προς την απεικόνιση θεμάτων που αντλούν έμπνευση από το φυσικό τοπίο, ιδιαίτερα της δεύτερής του πατρίδας, της Αιγύπτου.

Κάποια από τα έργα της ωριμότητας του Νίκου Νικολαΐδη έγιναν όταν πια ο «αιώνιος αυτός ταξιδευτής» βρήκε το «σπασμένο λιμάνι της ζωής του» και μπόρεσε να ξεδιπλώσει κάτω από τον ήλιο της ερήμου όλο το ταλέντο του. Όμως την Αίγυπτο δεν την είδε όπως την είδαν οι Ευρωπαίοι οριενταλιστές ζωγράφοι, στα έργα των οποίων κυριαρχεί η ατμόσφαιρα μιας λάγνας Ανατολής, με τα πολλά και έντονα χρώματα παζαριών, των εσωτερικών των σπιτιών με τα πλούσια στολίδια, της Ανατολής των χαρεμιών και των οδαλίσκων. Ο Νίκος Νικολαΐδης ζωγράφισε μια Αίγυπτο λιγότερο αισθησιακή και περισσότερο πνευματική. Ζωγράφισε το αρχέγονο αιγυπτιακό τοπίο. Τις απέραντες ερήμους, τα βραχώδη όρη, τα τοπία του Όρους Σινά. Χώρους που τους βαραίνει μια μακραίωνη ιστορία, χώρους που φιλοξένησαν θεούς, ανθρώπους, μυθολογίες και ιδέες.
ΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ΤΟΥ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ
Ζωγράφισε, επίσης, και αρκετά πορτραίτα Αιγυπτίων. Σ’ αυτά, πέρα από την απεικόνιση του ατομικού, δίνει το συλλογικό και αρχετυπικό. Ο Νικολαΐδης ζωγραφίζει συνεχώς, παρόλον ότι δεν εκθέτει έργα του. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Σταύρου Καρακάση, ο οποίος τον επισκέφθηκε στο Κάιρο, στο σπίτι του στην οδό Κασρ – Ελ – Έινι, όπου ο Νικολαΐδης έζησε από το 1937 ως το 1941. Γράφει ο Καρακάσης: «Το ατελιέ του είναι μουσείο και βιβλιοθήκη. Δεν βλέπει κανείς στους τοίχους παρά έργα του. Και όχι μονάχα στους τοίχους, μα και βαλμένα στις γωνιές – θα ’χει καμιά τετρακοσιά έργα […] και όλα αυτά μένουν κλεισμένα στο ατελιέ του και τα θαυμάζουνε οι λιγοστοί φίλοι του».
Το γεγονός ότι ο ίδιος αγαπούσε και εκτιμούσε το ζωγραφικό του έργο, φαίνεται από μια μαρτυρία του Μεσεμβρινού, ο οποίος τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο το 1954. Ο Νικολαΐδης του έδειξε ένα τετράδιο σχεδίων από το Όρος Σινά λέγοντας: «Μην με παρεξηγήσετε που σας επαινώ τις ζωγραφιές μου. Ξεχνώ πως τις ζωγράφισα εγώ και έχω την εντύπωση πως βλέπω αλλουνού έργα». Πρέπει να είναι αυτό το τετράδιο σχεδίων που δώρισε στην Πινακοθήκη Αμμοχώστου και του οποίου αγνοείται η τύχη. Μπορεί ο Νικολαΐδης να ήταν στην ουσία ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος. Όμως χάρη στο ταλέντο του, στην προσωπική του μελέτη, την ικανότητά του να βλέπει και το πλούσιο όραμά του, μας άφησε έργα που έχουν την αυθεντικότητα μιας ιδιοσυγκρασιακής γραφής. Έργα που αξίζουν περισσότερης μελέτης.