Το ίδρυμα Mies van der Rohe έχει ανακοινώσει τα εφτά έργα που μπήκαν στη βραχεία λίστα για το μεγάλο ευρωπαϊκό βραβείο αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα τους και η αποκατάσταση ενός μοναστηριού στην Κορσική από την αρχιτέκτονα Amelia Tavella.
Φωτογραφίες: Thibaut Dini
Κτισμένο το 1480, αρχικά σαν κάστρο, μετατράπηκε αργότερα σε μοναστήρι αφιερωμένο στον Saint Francois. Στο πέρασμα των χρόνων όμως, εγκαταλείφθηκε και αφέθηκε να ερημώσει. Η φύση που το περιβάλλει εισχώρησε μέσα του και μεταμορφώθηκε σε πανοπλία που το προστάτευσε από τη διάβρωση και την κατάρρευση. Μέχρι που οι αρχές αποφάσισαν την αναστήλωση του. Τις εργασίες ανέλαβε η Κορσικανή αρχιτέκτονας Amelia Tavella, η οποία επέλεξε να κρατήσει τα ερείπια και να αντικαταστήσει το γκρεμισμένο μέρος με μία χάλκινη επιφάνεια. «Τα ερείπια είναι το παρελθόν και ο χαλκός είναι ο νεωτερισμός. Το ένα αγκαλιάζει το άλλο ως προέκταση του χωρίς επιβολή. Ο χαλκός δε, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί. Αυτή η δυνατότητα αποτελεί σεβασμό στο παρελθόν, στην κληρονομιά της Κορσικής», εξηγεί η αρχιτέκτονας.

Για την Amelia Tavella σημασία είχε η συμμετρία της ομορφιάς, τίποτα δεν πρέπει να χτυπά το μάτι. Ο χαλκός επέτρεψε μια χειρονομία απαλότητας, σε αντίθεση με τους γρανιτόλιθους με τους οποίους έγινε η αρχική οικοδόμηση. «Ο χαλκός αιχμαλωτίζει το φως και το ανακλά, στέλνοντάς το πίσω στον ουρανό όπως οι προσευχές των μοναχών και των πιστών που απευθύνονται στον Ύψιστο», σύμφωνα με την Tavella. Ταυτόχρονα, το φως διαπερνά την τρύπια επιφάνεια του χαλκού και διαχέεται στο εσωτερικό σαν να περνούσε από το βιτρό μιας εκκλησίας.
Η ίδια φιλοσοφία, ο σεβασμός στην παράδοση και στην φύση, χαρακτηρίζει όλα τα έργα της Amelia Tavella, η οποία έλαβε τον τίτλο του Ιππότη στο Εθνικό Τάγμα της Αξίας, Sainte-Lucie de Tallano της Κορσικής. «Κάθε έργο, λέει, είναι έργο αγάπης. Αγάπης για τον τόπο, για το κτήριο… Εργάζομαι πάντα σαν ένας αρχαιολόγος που συγκεντρώνει στοιχεία για το τι ήταν, τι είναι και τι θα συμβεί. Δεν αφαιρώ. Κρεμάω, δένω, συγκολλώ, ακουμπώ στο αρχικό έδαφος. Τα θεμέλια ενός παλιού κτηρίου αποτελούν άξονες για το τι μέλλει γενέσθαι. Η προσθήκη του χαλκού στην περίπτωση αυτή, αποκαλύπτει το μνημείο και το τραύμα του, δίνοντας μια ποιητική διάσταση».

Η δουλειά που έκανε στο μοναστήρι Saint-François, που βρίσκεται στο Sainte-Lucie-de-Tallano, έχει ήδη εκτιμηθεί από διάφορους φορείς. «Μια συναρπαστική γλώσσα υλικού χαρακτηρίζει το έργο. Ο χειρισμός της στιβαρότητας της κατασκευής κατακτήθηκε πειστικά δίνοντας έμφαση στην ελαφρότητα του μερικώς διάτρητου μετάλλου. Οι χάλκινες επιφάνειες δένουν την απλή γεωμετρική δομή με την πέτρα σε τέλεια αρμονία. Η εναλλαγή μεταξύ διάτρητων και κλειστών επιφανειών χαλκού είναι επίσης πολύ έξυπνη. Το αποτέλεσμα της αποκατάστασης εκφράζει μεγάλο σεβασμό για την κληρονομιά του χώρου. Ένα πειθαρχημένο παιχνίδι με τα υλικά και τις ιδιότητές τους, έχει ως αποτέλεσμα ένα ακριβές και πλούσιο συμπλήρωμα του υπάρχοντος κτηρίου. Έτσι η αισθητική του συνόλου, που ενισχύεται από την επικοινωνία του με το περιβάλλον, χαρακτηρίζεται επίσης από πειθαρχία και ακρίβεια, που, παρ’ όλους τους συναισθηματικούς συμβολισμούς δίνει καίριες αρχιτεκτονικές λύσεις», αποφάνθηκαν ήδη κριτικοί που βράβευσαν το έργο.

Όσο για την κριτική επιτροπή του Mies van der Rohe, το έχει επιλέξει μαζί με άλλα έξι έργα από διάφορες χώρες θεωρώντας ότι και τα επτά «ενθαρρύνουν και γίνονται αναφορές για πολιτικές πόλεων, που μπορούν να γίνουν παγκόσμια μοντέλα, επειδή όλα δημιουργούν περιβάλλοντα διαβίωσης χωρίς αποκλεισμούς».
«Τα περισσότερα από αυτά, αναφέρει στο σκεπτικό της η επιτροπή, μεταμορφώνουν και βελτιώνουν τις συνθήκες μικρών κοινοτήτων. Αφορούν κτήρια και μέρη που είχαν περιέλθει σε λήθη, όπως πρώην βιομηχανικές περιοχές και μικρά αγροτικά χωριά. Με την αποκατάσταση τους αποκτούν ζωή όχι μόνο τα ίδια, αλλά δίνουν ταυτόχρονα ώθηση σε όλη την περιοχή».
Ο νικητής για το βραβείο θα ανακοινωθεί στις 25 Απριλίου.