Ένα απόσπασμα από το διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Ένα κοριτσάκι σ’ ένα μικρό κουτάκι», εμπνευσμένο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, από το βιβλίο «Ιστορίες του σώματος» (εκδόσεις Athens Voice Books, 2006)*.
28 Ιουνίου 1994. Έχω δυόμισι μήνες να γράψω στο ημερολόγιό μου. Ο Στεφάν μάς έχει ξεθεώσει: λέει πως αν δεν εξασκούμαστε εφτά ώρες τη μέρα (μα, δεν είναι πάρα πολύ;), στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα θα είμαστε σαν κουτσές∙ «και σαν κουλές» πρόσθεσε σήμερα που είχε νεύρα. Ο Στεφάν είναι από τους καλύτερους προπονητές στον κόσμο, αλλά φέρεται σαν τύραννος. Το πρωί τα ‘βαλε με τη Σάρον που έχει κερδίσει παναμερικανικό μετάλλιο στο τριπλό∙ πετάει σαν πουλί και γυρίζει το κορμί της στον αέρα σαν στρούφουλας— τη βρίσκω καταπληκτική (αν και μόνο στο τριπλό)— και παρ’ όλα αυτά, ο Στεφάν την αποκάλεσε γκαστρωμένη γελάδα (τρομερή προσβολή) και την ανάγκασε να του ορκιστεί πως θα χάσει τρία κιλά μέσα στη βδομάδα. Η Σάρον δεν έχει περιθώριο να χάσει τρία κιλά, μπορεί να χάσει τριακόσια γραμμάρια το πολύ —το πολύ.
Φοβήθηκα ότι θα βρίσει κι εμένα: έχω ύψος ένα και πενήντα δύο και ζυγίζω σαράντα κιλά. Ντρέπομαι που είμαι τόσο χοντρή, προσπαθώ να μην τρώω τίποτα, ξέρω πως πρέπει να χάσω βάρος. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω έναν τόφαλο. Έπειτα, βλέπω την Άννα Πέτρις που είναι σαν κλαδάκι και μου ‘ρχεται να μπήξω τα κλάματα. Η Άννα είναι σαν ξωτικό· είναι άυλη, τέλεια! Γι’ αυτό, μια από αυτές τις μέρες, δεν θα τη γλιτώσω, θα με προσβάλει κι εμένα ο Στεφάν. Τρώω μαρούλια∙ καμιά φορά όμως με πιάνει δαιμονική πείνα —δεν ξέρω αν οι δαίμονες τρώνε τον περίδρομο— και καταβροχθίζω τέσσερις σοκολάτες στην καθισιά κι ύστερα εύχομαι να πεθάνω. Ανεβαίνω στη ζυγαριά και το καταραμένο ταμπλό δείχνει αμέσως σαράντα κιλά και τετρακόσια γραμμάρια! Όμως, άμα θέλω να κερδίσω μετάλλιο πρέπει να κάνω θυσίες, ο Στεφάν έχει δίκιο.
Ο Στεφάν λέει: «Βάθρο ή θάνατος»∙ γι’ αυτό μας ξεθεώνει∙ γι’ αυτό χοντρές μάς ανεβάζει, ανάπηρες μας κατεβάζει. Λέει: «Άντε σακάτισσες! Πάμε απ’ την αρχή! Άντε, κουνήστε τον κώλο σας που έχει γίνει σαν το αεροδρόμιο Οτοπένι!» Κι αρχίζουμε όλες τις ασκήσεις ξανά και ξανά. Κι όμως, είμαστε η αφρόκρεμα της ενόργανης γυμναστικής∙ ο Στεφάν μας στρατολόγησε από τα νηπιαγωγεία: από πέντε χρονών ονειρεύομαι μετάλλια και χειροκροτήματα. Όχι κάθε μέρα: σήμερα νιώθω πτώμα∙ κάθε άλλο παρά μετάλλια έχω στο μυαλό μου∙ ίσως να φταίει που η Σάρον, όταν την έβρισε, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά∙ οι ώμοι της ανεβοκατέβαιναν. Κι εγώ, από την ταραχή μου, βάλθηκα να γυμνάζομαι με μανία. Φοβάμαι μήπως ο Στεφάν με παρομοιάσει κι εμένα με γκαστρωμένη γελάδα ή με κατσίκα ή με κάποιο άλλο ζώο: γι’ αυτό, όλο το πρωί ρουφούσα την κοιλιά μου, έσφιγγα τους γλουτούς μου και προσπαθούσα να γίνω αόρατη.
Ευτυχώς που τέλειωσε το σχολείο και για φέτος. Στα μαθήματα τα σκάτωσα: τις μισές μέρες ήμουν αδιάβαστη και τις άλλες μισές κατάκοπη. Στην τάξη όλοι με κοιτάνε με δέος —«πρωταθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής»— αλλά δεν έχουν ιδέα σε τι overdrive βρίσκομαι: ένταση, στρες, επιτάχυνση, όπως λένε εδώ στην Αμερική. Στα ρουμάνικα δεν ξέρω πώς λέγεται το overdrive, τα ’χω μισοξεχάσει. Τώρα πάω μια στιγμούλα να ζυγιστώ γιατί νιώθω φούσκωμα.
Ανακούφιση. Έχασα διακόσια γραμμάρια από το πρωί κι ούτε πεινάω τόσο ώστε να κινδυνεύω να τα ξαναπάρω απόψε. Προχθές, στο πάρτι των γενεθλίων μου —έκλεισα τα δεκαπέντε, μπήκα στα δεκάξι— έφαγα τόση τούρτα ώστε έπρεπε να κάνω οπωσδήποτε εμετό. Ε, έτρεξα στο μπάνιο κι έβαλα τα δάχτυλά μου βαθιά μέσα στον φάρυγγά μου. Καθώς ξερνούσα, από το σαλόνι ακουγόταν ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της θείας μου της Νάστιας, το «Sweet, Little Sixteen»∙ καλά, σκεφτόμουν, πόσο sweet, τρώει ένα κιλό τούρτα με σαντιγί κι έπειτα μπλιεχ με δυο δάχτυλα στον φάρυγγα. Και παρά τον εμετό, όταν ζυγίστηκα, είχα παχύνει κατά ολόκληρο μισό κιλό! Φαντάσου δηλαδή αν δεν έκανα την τούρτα εμετό. Ολόκληρο μισό κιλό!
Σήμερα προσπάθησα τέσσερις φορές το τριπλό άλμα, αλλά το έκανα άτσαλα∙ προσγειώθηκα σχεδόν γονατιστή, πράγμα που βαθμολογείται με μηδέν και που σημαίνει πως είμαι χοντρή και κουτσή! Στη δοκό τα πήγα αρκετά καλά, το παραδέχτηκε ακόμα και η Ντόρις Μαρφέττο που δεν έχει καλό λόγο για κανέναν, αυτή είναι κι άλλη δεν είναι. Μερικές αθλήτριες της γυμναστικής είναι πολύ βλαμμένες κι άλλες είναι λιγότερο. Φαίνονται και από τον τρόπο που κάνουν στεφάνι και πιρουέτες∙ καλύτερα να γίνονταν μπαλαρίνες να ησυχάζαμε εμείς οι υπόλοιπες. Η Ντόρις Μαρφέττο έχει σαρώσει τα βραβεία, όχι επειδή ξεχειλίζει από ταλέντο, αλλά επειδή λικνίζεται με νάζι∙ είναι ωραιοπαθής: οι κριτές ξετρελαίνονται με κάτι τέτοια. Και οι εφημερίδες: την αποκαλούν «Ντόρις Μαρφέττο, το Κουφέτο», αλλά εμένα μου τη δίνει γιατί ξέρω πως δεν είναι κουφέτο· είναι ένα μπασμένο. Όπως και η μαμά της, πρώην γυμνάστρια κι αυτή: μέχρι πρότινος ερχόταν στο γυμναστήριο και καθόταν σαν μίνι φρουρός και μας έσπαγε τα νεύρα. Τελικά, ο Στεφάν, με συνηθισμένη του αβρότητα, την έδιωξε, της είπε «ουστ». Η δικιά μου η μάνα δεν έρχεται ποτέ στις προπονήσεις: είναι τόσο ευτυχισμένη που η οικογένεια Καζακούλ βγάζει ένα σκασμό λεφτά ώστε δεν ρωτάει πώς βγαίνουνε. Αρκεί να βγαίνουνε. Λέει πως όταν ζούσαν στο Βουκουρέστι, ψωμολυσσάγανε —όλα είναι σχετικά. Ο μπαμπάς δεν πολυμιλάει, είναι τρομερά απασχολημένος με το να παρακολουθεί αθλητικά όλη μέρα· έχει κολλήσει στην τηλεόραση. Αλλά, όταν μιλάει μού σπάει τα νεύρα: «Σήμερα είδα τη Σάννον Μίλερ και, πρόσεξε, Μάριουσκα, είναι άφταστη!» Δηλαδή, αντί να παινέψει το δικό του το παιδί, παινεύει το ξένο! Με ποιανού το μέρος είσαι μπαμπά; Μ’ εμένα ή με το θηρίο;
Όλοι μου λένε πως πρέπει να βάλω τα δυνατά μου. Μα, αυτά είναι τα δυνατά μου! Τα έχω βάλει! Δεν έχω άλλα δυνατά! Σηκώνομαι στις εξίμισι το πρωί και μέχρι το μεσημέρι δουλεύω εφαλτήριο, μπάρα και δοκό∙ κάνω σύντομο διάλειμμα∙ τρώω τρία καρότα και μισό αγγουράκι με λεμόνι, ύστερα συνεχίζω με ασκήσεις εδάφους μέχρι να κουραστεί ο Στεφάν. Αλλά βέβαια ο Στεφάν δεν κουράζεται διότι δίνει διαταγές και κάνει παρατηρήσεις∙ δεν γίνεται χταπόδι και φίδι επί εδάφους, δοκού και αέρος, όπως εμείς.
Σταματάω τώρα γιατί κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα. Αύριο θα δοκιμάσουμε ένα καινούριο βήμα στη μπάρα. Καλά, ε, έχω τρομερό άγχος. Τρομερό άγχος.
