Με αφορμή τη μελέτη «Τρία εικαστικά επέκεινα» από τις εκδόσεις Ερμαγεδδών που παρουσιάστηκε πρόσφατα στη Λευκωσία, συζητούμε με τη Θάλεια Στεφανίδου, ιστορικό τέχνης και curator, για την τέχνη στην Κύπρο, στην Ελλάδα αλλά και στην παγκόσμια εικαστική σκηνή.
-Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τον εικαστικό χώρο της Κύπρου; Το 1997, χρονιά που η Θεσσαλονίκη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, είχα την ευθύνη του προγραμματισμού και τον συντονισμό του εικαστικού τομέα της διοργάνωσης. Τότε είχα επιλέξει δύο εκθέσεις από τον εικαστικό χώρο της Κύπρου. Η μία αφορούσε ένα πανόραμα της ζωγραφικής της παραγωγής, σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Ελένης Νικήτα, και η άλλη τις μνήμες και τους σύγχρονους δρόμους της κυπριακής πλαστικής σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Νίκης Λοϊζίδη. Όταν το 2006 είχα την επιμέλεια έκθεσης στο πλαίσιο της πρώτης μπιενάλε σύγχρονης τέχνης Θεσσαλονίκης, μετά από εκτενή έρευνα συμπεριέλαβα τρεις Κύπριους δημιουργούς στον συνολικό αριθμό των δεκαπέντε Ελλήνων εικαστικών. Ήταν ο Σάββας Χριστοδουλίδης, ο Νίκος Χαραλαμπίδης και η Χάρις Επαμεινώνδα. Ιδιαίτερα αυτή η συγκυρία έγινε αφορμή για να προκύψουν έκτοτε πολλές συνεργασίες με καλλιτέχνες, με φορείς και με ιδρύματα στη Λευκωσία. Κυρίως αφορούσαν οργάνωση εκθέσεων, διδασκαλίες, σεμινάρια, συμμετοχές σε ημερίδες και επιτροπές κρίσης έργων, παρουσιάσεις βιβλίων όπως και δικά μου εκδοτικά πονήματα. Φυσικά, μέσα από όλα αυτά δημιουργήθηκαν και βαθιές φιλίες.
-Παρακολουθείτε τη σύγχρονη εικαστική σκηνή στην Κύπρο; Ανελλιπώς και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η σύγχρονη εικαστική σκηνή της Κύπρου παρουσιάζει έναν πολύ δυναμικό συντονισμό με κάθε νεωτερική συνθήκη, ενώ δεν παραμελεί την πολυπλοκότητα της πολιτισμικής κληρονομιάς του νησιού, φέρνοντας απόηχους μνήμης από τη διαχρονική ιστορία του τόπου.
-Σε μια πρόσφατη έκδοσή σας με τίτλο «Τρία εικαστικά επέκεινα» παρουσιάζετε τρία κείμενα για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Μιχάλη Μιχαηλίδη και τον Marcel Duchamp. Πώς συνδέονται οι τρεις καλλιτέχνες; Πρόκειται για το δεύτερο πόνημα της σειράς «Τέχνες» των κυπριακών εκδόσεων Ερμαγεδδών, που περιλαμβάνει ένα ποιητικό δοκίμιο για το ιδιότυπο εικαστικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μία επιστημονική τεκμηρίωση για την ανάγλυφη κατασκευή του Μιχάλη Μιχαηλίδη και μία σύνοψη των απόψεων του Marcel Duchamp αναφορικά στην έννοια ζωγραφική. Αυτό που δικαιολογεί τη συμπαρουσίαση των τριών αυτών κειμένων είναι πως οι αυτοσχέδιες και αιρετικές ποιητικές εκδοχές των τριών αυτών δημιουργών οργανώνουν έναν διανοητικό ομφάλιο λώρο, εν είδει συλλογισμού σχετικά με την αντίληψη της δημιουργικής διαδικασίας και πράξης.
-Τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε στο έργο του εικαστικού Πεντζίκη; Ο Πεντζίκης είναι μία ιδιαιτέρως σημαντική προσωπικότητα που υπερβαίνει την εντοπιότητα της Θεσσαλονίκης αλλά και την εποχή του. Είναι γνωστός κυρίως για το λογοτεχνικό του έργο, το οποίο όμως συνυφαίνεται με τους χειρισμούς της ζωγραφικής του παραγωγής. Η ιδιόρρυθμη μέθοδος της ψηφαρίθμησης, μία μνημοτεχνική και εμπειρική πρακτική της αντιγραφικής μνήμης, θα αποτελέσει για το ζωγραφικό του έργο μία τεχνική διαδικασία με την οποία αποδομείται το ρηματικό κείμενο. Μετατρέπονται τα γράμματα σε αριθμούς και οι αριθμοί σε χρώματα ή γεωμετρικά σχήματα. Έτσι δημιουργείται ένα εικαστικό ιδιόλεκτο άναρχης χωροταξίας, παρόμοια με τρόπο συνειρμικής γραφής, όπου αποχρώσεις και σχήματα αναδεικνύουν ατμόσφαιρες.
-Χαρακτηρίζετε τον Κύπριο εικαστικό Μιχάλη Μιχαηλίδη πρωτοπόρο. Τι καθιστά κατά την άποψή σας το έργο του πρωτοποριακό; Το έργο του Μιχάλη Μιχαηλίδη, καθώς διέρχεται εντός της μεταπολεμικής φυσιογνωμίας της τέχνης, αν και τεκμηριώνει τον ιστορικό χρόνο παραγωγής του, είναι ικανό να παρέχει τον απαιτούμενο αναστοχασμό, καθιστώντας το δυναμικά παρόν και με μελλοντική προοπτική. Η παραδοξότητα της ανάγλυφής του κατασκευής, όπου εφευρίσκεται μία τεκτονικού τύπου «ζωγραφική» απόδοση, αποτελεί μία κατεξοχήν καινοτόμα πρόταση πρωτοποριακής ποιητικής. Σε αυτήν ο Μιχαηλίδης επινοεί σχεδιασμούς με συμμετρίες, αναλογίες, ισορροπίες και αξονικότητα που παραπέμπουν στο αρχαϊκό και κλασικό ελληνικό ιδεώδες, χωρίς να μιμείται το κάλλος του. Έτσι οδηγείται σε ό,τι θα ονομάζαμε «αρχιτεκτονική ουτοπία», ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά της πρωτοποριακής λογικής.
-Μιλήστε μας για το έργο του Marcel Duchamp; O Marcel Duchamp κατέχει στην τέχνη μια θέση τόσο σημαντική, τουλάχιστον όσο αυτή του Picasso. Θα μπορούσε για πολλούς λόγους να αποτελεί τον πιο σοβαρό του αντίποδα, και σίγουρα συμπεριλαμβάνεται πλέον στους μεγάλους δασκάλους του εικοστού αιώνα, όπως ο Malevitch ή ο Kandinsky. Η σύγχρονη σκέψη έφθασε σε σημείο να τον θεωρήσει ως τον πιο σημαντικό κρίκο στο διαχρονικό νήμα της τέχνης μετά τον Da Vinci, με τον οποίο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες στον τρόπο εργασίας παράδοξων χειρισμών, και βέβαια επειδή επαναφέρει ανανεωμένο τον κεντρικό αφορισμό του Da Vinci, προσδιορίζοντας τη ζωγραφική, τη δημιουργική πράξη γενικότερα, ως «causa mentalis», δηλαδή ως «ζήτημα της διάνοιας». Η δεσπόζουσα τάση ταξινόμησης τον τοποθετεί στο κίνημα Dada, με πιο οργανική σύνδεση με το Dada της Νέας Υόρκης. Για τη μεταπολεμική εικαστική παραγωγή ο Duchamp τοποθετείται με μία αιτιακή σχέση πατρότητας για πολλά από τα πιο σημαντικά κινήματα, τάσεις ή ομάδες της εικαστικής πράξης, αλλά και στις μέρες μας το πλαίσιο σκέψης και δράσης του παραμένει κυρίαρχο.
-Ποια η δική σας οπτική στο έργο του Duchump; Πιστεύω πως το έργο του παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλία εφευρετικότητας και έναν οργανικό συσχετισμό των μερών του μεταξύ τους. Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικοί οι ειρωνικοί, δηλαδή οι μεταφορικοί τρόποι εκφοράς, τα επινοητικά παιχνίδια ανάμεσα στον λόγο και την εικόνα, τα αμφισημικά λογοπαίγνια, οι συσχετισμοί με αφηρημένες έννοιες και με τη συνειρμική λογική. Οι στενοί οπτικοί δεσμοί με τους οποίους είμαστε συνηθισμένοι να διακρίνουμε τους συνδετικούς κρίκους από ένα έργο σε άλλο στην κατάθεση ενός καλλιτέχνη, στην περίπτωση του Duchamp αντικαθίστανται από μία διαπλεκόμενη δυναμική σε σχέση με την έννοια του «ερωτισμού», τον μοναδικό –ισμό που ο ίδιος αποδεχόταν.

-Είναι αλήθεια ότι η ζωγραφική πράξη επιστρέφει πιο δυναμικά στο προσκήνιο της τέχνης; Αν εννοείται τη ζωγραφική του καβαλέτου, όντως παρουσιάζει ιδιαίτερη κινητικότητα. Ποτέ δεν είχε υποχωρήσει δραματικά, βέβαια, απλά στις μέρες μας διαφαίνεται μία έξαρση.
-Πιστεύετε ότι η Κύπρος και η Ελλάδα μπορούν να επενδύσουν στον πολιτιστικό τουρισμό; Θα έλεγα πως είναι μονόδρομος ούτως ή άλλως. Οι περιπτώσεις της Κύπρου και της Ελλάδας, που είναι τόποι ιστορικής και πολιτισμικής διαχρονίας, οφείλουν οπωσδήποτε να διεκδικήσουν την θέση τους μέσα στο σύγχρονο διεθνές οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Ο τουρισμός συνδέεται με το ευρύτερο πλαίσιο διάθεσης του ελεύθερου χρόνου, με την έννοια «ψυχαγωγία» ως «αγωγή της ψυχής», με την αντίληψη και τις νοοτροπίες του ευ ζην, με τον τρόπο διαχείρισης και προβολής της πολιτισμικής κληρονομιάς, αλλά και με κάθε εκδοχή σύγχρονης δημιουργίας, όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική, τα εικαστικά κ.ά., συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του αθλητισμού. Τι υπήρξε αφορμή για ένα ταξίδι έχει τελικά πολύ μικρότερη σημασία συγκριτικά με το τι τελικά συναντά κανείς κατά την επίσκεψή του σε έναν προορισμό. Τα πολιτιστικά δρώμενα λειτουργούν ως πόλοι έλξης από μόνα τους, αλλά, το κυριότερο, είναι ιδιαιτέρως συμπληρωματικά στοιχεία κατά τη διάρκεια μιας διαμονής.
-Πόσο σημαντική είναι η ενεργοποίηση της τοπικής κοινωνίας προς αυτή την κατεύθυνση; Συνεχίζω την προηγούμενη σκέψη μου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους μόνιμους κατοίκους. Σπάνια θα πει κάποιος ότι επέλεξε να μείνει στο Χ μέρος επειδή εκεί έγινε η Ψ έκθεση εικαστικών ή επειδή κάπου κοντά λειτουργεί π.χ. ένα μουσείο. Τέτοιες επιλογές κυβερνώνται συνήθως από πιο πεζά, πιο πραγματιστικά κίνητρα. Ο πολιτισμός λειτουργεί λυτρωτικά – και κάπως έτσι μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή γίνεται πιο ευχάριστη, πραγματικά απολαυστική ή και μοναδικά ενδιαφέρουσα. Κάποιοι τόποι πετυχαίνουν με αυτόν τον τρόπο να γίνουν εθιστικοί, τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους μόνιμους κατοίκους τους. Σε κάθε περίπτωση, η ενεργοποίηση του τοπικού στοιχείου είναι απολύτως κρίσιμη. Πολλές φορές η τουριστική ανάπτυξη δημιουργεί αφορμές και συμπαρασύρει μία κοινότητα να εμβαθύνει σε κάποιους τομείς, να καλλιεργήσει και να αφομοιώσει στοιχεία ή ακόμη και να καινοτομήσει. Ισχύει όμως και το αντίστροφο, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις όπου η τουριστική ανάπτυξη έγινε βιαστικά και πρόχειρα, λειτουργώντας ανταγωνιστικά εις βάρος της πολιτιστικής επένδυσης.
-Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι η Αθήνα έγινε το Βερολίνο της τέχνης; Μου θυμίζετε τις συζητήσεις που ξεκίνησαν το 2017, με αφορμή τότε την Documenta που είχε διεξαχθεί και στην Αθήνα παράλληλα με το Cassel. Αυτό που είχε προβληθεί ήταν πως η Αθήνα, όπως το Βερολίνο την εποχή μετά την πτώση του Τείχους, προσέφερε άφθονο κενό χώρο προκειμένου να καταληφθεί από τη σύγχρονη δημιουργικότητα. Εγκαταλελειμμένα κτίρια, όπως το παλαιό Χρηματιστήριο, είχαν μετατραπεί σε σκηνικά εκθέσεων, αλλά και κάποιες άλλοτε γκρίζες γειτονιές, όπως του Ψυρρή, αναζωογονήθηκαν από το πνεύμα της τέχνης. Διεθνή πρακτορεία είχαν ασχοληθεί τότε με αυτή την αναγέννηση προβάλλοντας την Τεχνόπολη, το Πάρκο Ελευθερίας, το νέο σπίτι της Λυρικής Σκηνής και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
-Αυτή η δυναμική που αναπτύχθηκε τότε πώς επηρέασε τη σημερινή εικαστική σκηνή; Έξι χρόνια μετά διατηρείται στην Αθήνα ένας βηματισμός που αφορά τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία με μεγάλες δια-καλλιτεχνικές διοργανώσεις, όπως π.χ. το Back to Athens. Αυτό που είναι θετικό κατά την άποψή μου, είναι πως στην Αθήνα φύσηξε κάποια στιγμή ένας «ούριος άνεμος» προς το ταξίδι κατάκτησης της σύγχρονης δημιουργίας, απεγκλωβίζοντας την πόλη από το ένδοξο, ούτως ή άλλως, παρελθόν της. Ο χαρακτηρισμός «Βερολίνο της τέχνης», αν και δεν είναι υποτιμητικός, δημιουργεί ωστόσο μία υπόταξη εις βάρος του ιδιαιτέρως φωτεινού αθηναϊκού genius loci. Ο χρόνος θα δείξει.
-Ο πλανήτης αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα όπως η κλιματική κρίση, οι πόλεμοι, η οικονομική κρίση. Σε ποιο βαθμό οι καλλιτέχνες μπορούν να παρέμβουν με τα έργα τους σ’ αυτά τα κρίσιμα θέματα; Η καλλιτεχνική πράξη είναι μεταξύ πολλών άλλων και πράξη υποψιασμού. Παράγει έναν πλούτο οπτικών γωνιών που οδηγούν στην αντίληψη της οικουμενικότητας αναφορικά στην ανθρώπινη φύση, τις υπαρξιακές της διερωτήσεις, τις υποθέσεις επιβίωσης, συνύπαρξης, ανταλλαγής ή κατάκτησης. Με τον μεταφορικό ή τον παραβολικό της τρόπο είναι εύλογο να δημιουργεί μοντέλα επινόησης, ένα πλαίσιο δηλαδή συνειδητοποίησης τόσο των προβλημάτων, όσο και των εκδοχών επίλυσής τους.

-Πιστεύετε ότι οι νέες τεχνολογίες μπορεί να έχουν μια γόνιμη επίδραση στην τέχνη; Διαχρονικά η εμφάνιση κάθε τεχνολογίας συνέβαλε συμπληρωματικά έως αποφασιστικά στην τέχνη, κάποιες φορές μάλιστα, στο απώτατο παρελθόν, ταυτιζόταν με την ουσία της. Τα πρώτα εργαλεία, ο τροχός, αργότερα οι μηχανές, είναι «τέχνεργα» που συνδέουν τις έννοιες «τέχνη» και «τεχνική» και ας μην ξεχνάμε πως τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν έργα τέχνης/τεχνολογικά θαύματα. Αν αναφερθούμε στον πρόσφατο πολιτισμό της εικόνας – η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, το βίντεο, οι παρεμβάσεις στην κινούμενη εικόνα κτλ είναι τρόποι που ευνόησαν τη δημιουργική διαδικασία, πολλαπλασιάζοντας τον βαθμό της αισθητηριακής πρόσληψης και αντίληψης των ανθρώπων. Ωστόσο η τέχνη προϋποθέτει μία σύνθετη και διευρυμένη καλλιέργεια μεταξύ όλων των τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας, ώστε να αναζωογονείται η «εργασία» του μυαλού.
-Το ίντερνετ έχει φέρει το κοινό πιο κοντά στην τέχνη και τους καλλιτέχνες; Αναμφίβολα το ίντερνετ ενημερώνει, ελαχιστοποιώντας τους χρόνους ή τη χωρική απόσταση. Ταυτόχρονα, παρέχει ποικίλο πληροφοριακό υλικό για κάθε δραστηριότητα, προσφέροντας έτσι άμεση πρόσβαση σε καθετί, την ίδια στιγμή που παράγεται και παρουσιάζεται. Μεταφέρει άμεσα τη δυναμική της συλλογικής μνήμης και διευκολύνει την πρόσληψη από διαφορετικές νοοτροπίες και ιδεολογίες. Είναι φυσικό λοιπόν και η πρόσβαση σε γεγονότα και ζητήματα τέχνης να αποκτά μία πρώτου τύπου εγγύτητα. Η εμβάθυνση ωστόσο στον δημιουργικό τομέα απαιτεί πιο σύνθετη ενασχόληση, που αφορά και τους τρόπους διαχείρισης της ιντερνετικής πληροφόρησης και μεταφοράς ή ανταλλαγής στοιχείων.
-Ταξιδεύετε συχνά για να δείτε εκθέσεις σε μουσεία και γκαλερί; Είναι κάτι που άλλοτε προέκυπτε πολύ πιο συχνά, ενώ τώρα λειτουργεί πιο στοχευμένα. Οι επιλογές γίνονται με πιο αυστηρά κριτήρια.
-Θυμάστε ένα έργο που σας έχει συγκινήσει ιδιαίτερα; Αυτή η ερώτηση φαίνεται να απαιτεί μία αυθόρμητη ομολογία αποκάλυψης ή πίστης. Αν μιλάτε για εικαστικό έργο, θα μπορούσα να αναφέρω μία βιωματική εμπειρία που είχα, στην πρώτη επίσκεψή μου στο Λούβρο όταν ήμουν περίπου 12 χρονών. Στην παλιά είσοδο του μουσείου, καθώς ανέβαινε κανείς τη μεγάλη σκάλα προς τον όροφο, η Νίκη της Σαμοθράκης ήταν καθηλωτική, μου είχε κόψει την ανάσα έτσι όπως πρόβαλε από ψηλά σαν να προσγειωνόταν δυναμικά ένας ακέφαλος φτερωτός θεός. Παρόμοιο οπτικό κλονισμό ψυχικής τάξης αισθάνθηκα πολλές φορές, θα μπορούσα να αναφέρω το μοναδικό φως που ένιωσα από μικρού μεγέθους ειδώλια απώτερων εποχών και διαφορετικών πολιτισμών, όπως και από εμβληματικά μουσειακά έργα, ακόμη και από προτάσεις πρωτοετών φοιτητών μου. Η συγκίνηση ποικίλλει κάθε φορά, έχει αποχρώσεις και συμβάλλει σε αυτό η εκάστοτε συγκυρία. Πάντως είναι σίγουρα πολύ τιμητική, τόσο για αυτόν που την αισθάνεται όσο και για την αιτία που την προκαλεί. Εξάλλου ο συγκινησιακός αυτοματισμός που προκύπτει από ένα έργο τέχνης αποτελεί ίσως το αδιαφιλονίκητο κριτήριο και για τη διαχρονική του αξία. Είναι τότε που μιλάμε για έργο «all time classic» και «all time contemporary» ταυτόχρονα, κάτι που αφορά την δημιουργική προσπάθεια πέραν χρόνου.
-Η τέχνη έχει αλλάξει την κοσμοθεωρία σας για την ζωή; Η τέχνη, ως δημιουργική διαδικασία και πράξη σε διαρκή ανανέωση, είναι σύμφυτη με τη ζωή και θα έλεγα πως η αντίληψη που έχει κανείς για την τέχνη συμπίπτει εν πολλοίς με την αντίληψή του για τη ζωή. Κάθε μορφής τέχνη, ασκώντας την πρακτικά ή θεωρητικά, επιφέρει στο φαινόμενο ζωή μία «διάνοιξη», κάτι σαν ένα χωροχρονικό πλαίσιο που συνεχώς επινοείται. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι τη θεώρησή μου για τη ζωή, με τις έννοιες ηθική και αισθητική να ταυτίζονται.
Ελεύθερα, 16.7.2023