Στη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής στη Βενετία είχε και η Κύπρος περίπτερο και στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε κι ένα βιβλίο «τζαι εχρηματοδοτήθηκε που το υφυπουργείο Πολιτισμού».
Οι συντελεστές είχαν τη φαεινή ιδέα να εκδοθεί το βιβλίο «στα ελληνοκυπριακά τζαι στα τουρκοκυπριακά τζαι όι στην κοινή ελληνική ή τουρκική» (έτσι τα γράφουν στο βιβλίο!). Κι αυτό, εξηγούν, «έγινε για να γυρίσει η συζήτηση πίσω στη γλώσσα των κοινοτήτων». Δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούν ότι θα γυρίσει η συζήτηση στη γλώσσα, αλλά συνέχισα να διαβάζω και τελικά γύρισε ο νους μου ανάποδα με όσα γράφουν. Και κυρίως διότι όλες αυτές τις εξυπνάδες που γράφουν σε πνεύμα δήθεν κουλτούρας και προοδευτικότητας, τις χρηματοδότησε το υφυπουργείο Πολιτισμού, δηλαδή ο φορολογούμενος πολίτης και διανέμεται στο εξωτερικό (γραμμένο και στην αγγλική) για να φωτιστούν και οι ξένοι.
Επειδή το θέμα τους ήταν το κτίσιμο δόμων από πέτρα, πετροδομή (κατά την κοινή ελληνική), ανίχνευσαν, λένε, τους ρυθμούς του χτισίματος δόμων, «μιας αρχαίας κοινοτικής πρακτικής δόμησης από πέτρα, χωρίς συνδετικόν υλικόν». Στο βιβλίο δεν διαβάσαμε καμιά ανίχνευση της πρακτικής, μόνο την απόλυτη πολιτικοποίηση του πολιτισμού και μάλιστα με προκλητικό τρόπο. Λες και στην κυπριακή διάλεκτο δικαιούνται να διαγράψουν όχι μόνο την κατοχή, αλλά ακόμα και τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης λατόμευσης του Πενταδάκτυλου, γεγονός που προσπαθεί να αποτρέψει η κυβέρνηση και που το Γραφείο της Επιτρόπου Περιβάλλοντος καταγγέλλει εδώ και χρόνια.
«Η οικονομία των εξορύξεων με τους εντατικοποιημένους ρυθμούς», γράφουν, «αναταράσσει τζαι μεταβάλλει τούτα τα τοπία που ήταν κάποτε εξαιρετικά εύφορα τζαι στες θκυο πλευρές του νησιού. Τζαι οι θκυο πλευρές της πολιτικής σύρραξης επιμένουν να ακολουθούν την δική τους ξεχωριστήν διχοτομικήν, στενόμυαλην, πολιτικά ναρκισσιστικήν πολιτικήν, με την δικαιολογίαν της παγοποιημένης γραμμής κατάπαυσης του πυρός».
Ξαναδιαβάστε το παρακαλώ. Η πολιτική σύρραξη είναι η εισβολή και η κατοχή της πατρίδας μας! Και η διχοτομική (και άλλα γλαφυρά) πολιτική, και στις δύο πλευρές! Και συνεχίζουν: «Οι θκυο ξεχωριστές οικονομίες της εξόρυξης εν αποτέλεσμαν -η κάθε μια με τον δικόν της τρόπον- της πολεμικής σύγκρουσης που ξέσπασεν πριν μισόν αιώνα, το 1974…».
Η πολεμική σύγκρουση είναι οι σφαγές, οι βιασμοί, ο εκτοπισμός, η καταστροφή πολιτιστικών και θρησκευτικών μνημείων, η λεηλασία και φυσικά, το πλιάτσικο που κορυφώνεται σήμερα! Όλα αυτά διαγράφονται και το μόνο που ενδιαφέρει το υφυπουργείο Πολιτισμού (ναι, το υφυπουργείο έχει την ευθύνη διότι αυτό χρηματοδότησε αυτές τις αμπελοφιλοσοφίες) είναι να ενημερώσει ότι το αποτέλεσμα της «πολεμικής σύγκρουσης» είναι η εξόρυξη τζιαι στες θκυο πλευρές της πολιτικής σύρραξης.
Τζιαι (το γράφουν τζαι) στες θκυο πλευρές, «της μιας που εν τυπικά αναγνωρισμένη, ενώ η άλλη όι». Τυπικά αναγνωρισμένη, δηλαδή με τυπικό τρόπο, και όχι επί της ουσίας, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία με νύχια και δόντια προσπαθεί η ηγεσία να ενισχύσει, να μην επιτρέψει στον εισβολέα να την ακυρώσει, και η οποία αναγνωρίζεται διεθνώς ως το νόμιμο κράτος σε όλη την επικράτεια του νησιού. Ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που την δέχτηκε ως μέλος με τις κατεχόμενες περιοχές να θεωρούνται εδάφη της που δεν ελέγχονται προσωρινά από το νόμιμο κράτος.
Μιλάμε για το νόμιμο κράτος που βρίσκεται απέναντι στο παράνομο και αγωνίζεται να επιβιώσει αλλά για το υφυπουργείο Πολιτισμού είναι οι θκυο πλευρές ίσες κι όμοιες, απλώς η μία είναι τυπικά αναγνωρισμένη. Ενώ η άλλη όι! Ακόμα και το «ενώ», με τον τρόπο που χρησιμοποιείται εδώ εκφράζει την αντίθεση του συγγραφέα. Η μία πλευρά είναι τυπικά αναγνωρισμένη, ενώ η άλλη όχι. Θα έπρεπε δηλαδή να είναι είτε και οι δύο πλευρές αναγνωρισμένες, είτε να μην είναι καμία αναγνωρισμένη.
Πέρα, λοιπόν, από την πολιτική επιλογή (πολιτική κάνουν και όχι φιλολογία ή τέχνη) να γραφτεί το βιβλίο στην κυπριακή διάλεκτο, υπάρχουν κι ένα σωρό ανακρίβειες και αδιανόητες στρεβλώσεις, όλες σε βάρος του θύματος της εισβολής και της κατοχής. Χρηματοδοτημένες από την κυβέρνηση! Αυτό δεν είναι πολιτισμός, είναι το άκρον άωτον της πολιτικής απάτης.