Όταν κάποιος έχει αντίθετη άποψη ή αμφισβητεί τα λεγόμενα και τις πράξεις της επίσημης ή άρχουσας πλευράς, τότε είναι διασπορέας fake news ή εκούσιας παραπληροφόρησης ή συνωμοσιολογίας όπως πλέον συνηθίζουν να βαπτίζονται στην εποχή μας και, μπαίνουν στα μαύρα κατάστιχα της…

Στο διά ταύτα με το αφήγημα του «σωτήρα»! «Η πραγματική ζημιά απέχει παρασάγγας» από το ρεπορτάζ του CNN που επιβεβαίωσαν οι New York Times, το MSNBC, το ABC, η Washington Post και διάφοροι άλλοι, ότι «βασικά στοιχεία του πυρηνικού προγράμματος παραμένουν άθικτα». Για την ιστορία, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λίβιτ επιβεβαίωσε την ύπαρξη της αξιολόγησης αυτής, αμφισβητώντας όμως τα ευρήματα.

Αποτέλεσμα, ο πλανητάρχης Τραμπ να παραληρήσει κατακεραυνώνοντας όσους δημοσίευσαν την εκτίμηση. Για την ακρίβεια, ξεσπάθωσε εναντίον όσων δεν… συντάχθηκαν με το αφήγημα που ο ίδιος ήθελε να περάσει σε όλον τον πλανήτη και ιδιαίτερα κατά της ρεπόρτερ του CNN Νατάσας Μπερτράν, η οποία αποκάλυψε την έκθεση της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας (DIA) των ΗΠΑ. Σε ποστ του ζήτησε την κεφαλή της επί πίνακι, «Να την απολύσουν και να την πετάξουν έξω σαν σκυλί». «Απολύστε την Νατάσα!».

Ποια είναι η Νατάσα

Η Νατάσα Μπερτράν ασχολείται με το Πεντάγωνο και καλύπτει θέματα εθνικής ασφάλειας. Έχει πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες και την φιλοσοφία και έχε εργαστεί στο Business Insider, το Atlantic, το MSNBC και το Politico.

Μεταξύ άλλων, έχει αποκαλύψει την ιστορία ότι περισσότεροι από 50 αξιωματούχοι της CIA υπέγραψαν επιστολή στην οποία δήλωναν ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα που φέρεται να γράφτηκαν από τον Χάντερ Μπάιντεν (γιο του Τζο Μπάιντεν) «είχαν όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά μιας ρωσικής επιχείρησης πληροφοριών». Επίσης, βραβεύτηκε το 2023 με Emmy για την κάλυψη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το 2024 έκανε το repeat για την κάλυψη του πολέμου στη Γάζα.

Η λύση είναι η φίμωση

Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Τραμπ φαίνεται να ενοχλήθηκε σφόδρα από τη διαρροή διαβαθμισμένων πληροφοριών και παίρνει τα μέτρα του. Ο Λευκός Οίκος σκοπεύει να περιορίσει την κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών προς το Κογκρέσο, σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο της κυβέρνησης, ο οποίος δεν είχε εξουσιοδότηση να μιλήσει δημόσια για το θέμα και τοποθετήθηκε υπό τον όρο της ανωνυμίας.

Καταστράφηκαν ή όχι

τα πυρηνικά του Ιράν;

Ακόμα και σ’ αυτό το απλό ερώτημα η παραφιλολογία με μπόλικη σάλτσα προπαγανδό-πάρλας εκατέρωθεν οργιάζει. Τι έχει καταστραφεί από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς;

Οι πυρηνικές εγκαταστάσεις και γενικότερα το πυρηνικό πρόγραμμα; Ή μήπως διασώθηκε το πρόγραμμα και απλά θα επιβραδύνει την κατασκευή –αν όντως ευσταθούν οι διαδόσεις- πυρηνικών όπλων;

Στις ΗΠΑ πάντως, αμερικανικά μέσα ενημέρωσης (CNN, New York Times και ο βρετανικός Guardian), επικαλούμενα τις πηγές τους για την αποτίμηση της επιχείρησης κάνουν λόγο για μερική καταστροφή των εγκαταστάσεων και πώς αυτό που πέτυχαν είναι η καθυστέρηση του προγράμματος για μερικούς μήνες.

Στην εποχή της υπερπληροφόρησης, είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από την προπαγάνδα, ιδίως όταν πρόκειται για ζητήματα τόσο κρίσιμα όσο το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Το πρόσφατο κύμα πληροφοριών –ή μάλλον αντικρουόμενων πληροφοριών– που ακολούθησε τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, άφησε περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντήσεις. Καταστράφηκαν όντως οι ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις ή απλώς υπήρξε μια προσωρινή επιβράδυνση;

Σύμφωνα με δυτικά μέσα ενημέρωσης, όπως το CNN, οι New York Times και ο Guardian, οι ΗΠΑ πέτυχαν «μερική καταστροφή» ορισμένων εγκαταστάσεων, οδηγώντας σε μια πιθανή καθυστέρηση του προγράμματος κατά μερικούς μήνες. Ωστόσο, ούτε αυτοί οι ισχυρισμοί μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα αξιόπιστοι, καθώς προέρχονται από διαρροές και «πηγές» που η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου αποδίδει σε πολιτική στόχευση. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε στρατιωτική επιχείρηση συνοδεύεται από ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό μέτωπο: εκείνο της ενημέρωσης – ή, καλύτερα, της χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Η ιρανική πλευρά, από την άλλη, διαψεύδει τις καταστροφές ή τις παρουσιάζει ως «ασήμαντες». Η αντίδραση αυτή είναι εξίσου προβλέψιμη, καθώς στο παιχνίδι της διεθνούς επιρροής, η εικόνα ανθεκτικότητας μετράει σχεδόν όσο και η στρατιωτική ισχύς. Δεν θα παραδεχτεί εύκολα ένα καθεστώς ότι δέχτηκε σοβαρό πλήγμα στο «ιερό δισκοπότηρο» του στρατηγικού του οράματος.

Η ουσία, ωστόσο, δεν βρίσκεται στο αν χτυπήθηκαν συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, αλλά στο τι σηματοδοτεί αυτή η επιχείρηση. Η Ουάσιγκτον –είτε ως μονομερής παίκτης είτε με συναινέσεις στο παρασκήνιο– έστειλε σαφές μήνυμα: η πρόοδος του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος δεν πρόκειται να μείνει αναπάντητη. Αλλά, την ίδια στιγμή, η ίδια η φύση των χτυπημάτων –που σύμφωνα με αναλύσεις δεν στόχευαν σε πλήρη εξάλειψη του προγράμματος αλλά σε επιβράδυνση– φανερώνει έναν άλλον στόχο: τη διατήρηση της έντασης σε «διαχειρίσιμο» επίπεδο.

Αν όντως οι ΗΠΑ ήθελαν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το πρόγραμμα, θα το είχαν επιχειρήσει με πολύ μεγαλύτερη δύναμη και ενδεχομένως μέσω παρατεταμένης στρατιωτικής εκστρατείας. Δουλειά στο χέρι τους. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε ίσως φανερώνει είτε στρατηγικό δισταγμό είτε συνειδητή επιλογή να κρατηθεί το Ιράν «υπό πίεση», χωρίς να ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή του ολοκληρωτικού πολέμου.

Εν κατακλείδι, δεν είναι ξεκάθαρο αν οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Το πιθανότερο είναι πως το τραυμάτισαν, χωρίς να το εξοντώσουν. Κι αυτό φαίνεται να επιδιώκει η Δύση: όχι την άμεση εξάλειψη της απειλής, αλλά την επιτήρηση και τον έλεγχο της δυναμικής της. Το ερώτημα είναι πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει αυτό το «παιχνίδι υπομονής», πριν μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη σύγκρουση, η οποία θα μπορούσε να φτάσει στα πρόθυρα ενός παγκοσμίου πολέμου ή μιας παγκόσμιας καταστροφής.

Άλλο αφορμή και άλλο η αιτία

Από μια άλλη οπτική γωνία, όλα αυτά περί πυρηνικών μπορούν να θεωρηθούν και η αφορμή μέσα από υποκινούμενες εικασίες και υποψίες για το αιτιατό. Την αλλαγή του καθεστώτος. Όχι βέβαια επειδή είναι θεοκρατικό και καταπιεστικό. Αυτό είναι για τους αδαείς. Απλά, γιατί δεν συμβαδίζει με τα δυτικά συμφέροντα. Το είδαμε πριν από περίπου 20 χρόνια με το Ιράκ, αλλά, το δηλώνουν απροκάλυπτα πλέον Αμερικανοί και Ισραηλινοί, παρά την τελευταία δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι δεν θέλει αλλαγή.