Το αστυνομικό ρεπορτάζ ελκύει πάντα το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά τις τελευταίες μέρες οι συνάδελφοι εργάζονται υπερωρίες: φόνοι, απόπειρες, τροχαία, ελαττωματικοί αερόσακοι, εγκληματικότητα, συμπλοκές, οχλαγωγία, ποινικές διώξεις, κυκλώματα κ.π.ά. Απ’ όλα έχει ο μπαξές.

Σ’ αυτά μπορούμε πλέον να προσθέσουμε και την απειλή του Δήμου Λευκωσίας ότι θα επιστρατεύσει την αστυνομία για να εκδιώξει από τον Δημοτικό Κήπο, όχι διαρρήκτες ή παραβάτες, αλλά εικαστικούς. Μάλιστα, σωστά το διαβάζετε. Ανθρώπους της τέχνης, το «έγκλημα» των οποίων είναι ότι διεκδικούν δημιουργικά έναν δημόσιο χώρο.

Η Λευκωσία είναι πρωτεύουσα, μεγαλύτερη πόλη, διοικητικό κέντρο και επίσης, σε μεγάλο βαθμό, επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής της ελεύθερης Κύπρου. Εντούτοις, αυτό δεν λέει τίποτα. Η πόλη εξακολουθεί να δίνει την αίσθηση ότι δεν διακρίνεται για την αίσθηση πολιτιστικής συνοχής ή μιας τολμηρής και οραματικής πολιτικής για τον τομέα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έξωση του Συνδέσμου Εικαστικών Καλλιτεχνών από τον χώρο του Φυτωρίου φαντάζει ως μια ακόμη πράξη πολιτικής μυωπίας, αδιαφορίας και ευτελισμού. Στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί στη χειρότερη μπορεί να είναι από πράξη εισοδηματικής στόχευσης, μέχρι εκδικητικότητας.

Το Φυτώριο είναι– κυριολεκτικά και μεταφορικά– μια όαση. Ο Σύνδεσμος, εδώ και χρόνια, έχει μετατρέψει τον χώρο του σε ενεργό πνευματικό κόμβο δημιουργίας και λόγου. Εκθέσεις, παρουσιάσεις, παραστάσεις, φεστιβάλ, συναντήσεις, συζητήσεις. Δεν είναι απλώς ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων, αλλά ένας πόλος πολιτικού προβληματισμου, κριτικής, αντιλόγου, παρέμβασης. Είναι ένα δημόσιο πνευματικό έργο, ακριβώς εκεί όπου η δημοτική αρχή φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον δημόσιο χώρο μόνο ως «περιουσία» προς αξιοποίηση. Είναι μια ζωντανή πλατφόρμα συζήτησης, αντίστασης και συμμετοχικότητας στην καρδιά της πόλης, αλλά και ταυτόχρονα σε μια περιοχή μάλλον παραμελημένη και υποβαθμισμένη.

Μια ανάσα πολιτισμού μέσα σ’ ένα περιβάλλον του οποίου η ζωντάνια, αν εξαιρέσουμε το Δημοτικό Θέατρο, εκφράζεται από το παρακείμενο μπαρ. Οι κήποι της Λευκωσίας, σκοτεινοί και βουβοί τα βράδια, βρίσκουν ζωή σε εκδηλώσεις που άπτονται της πολιτιστικής και πνευματικής ζωής, δηλαδή της πραγματικής ζωής. Μέσα στο κλίμα αυτό, το βλέμμα της δημαρχίας δεν φτάνει πέρα από το κέρδος και την ιδιοκτησία.

Το κτήριο του Φυτωρίου, σαφώς και ανήκει στον Δήμο. Οι εικαστικοί, ωστόσο, δεν είναι καταληψίες. Τους παραχωρήθηκε νόμιμα πριν από 15 χρόνια από το τότε δημοτικό συμβούλιο. Όχι όπως είναι σήμερα, αλλά ως ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο που χρειάστηκε να αναστηλωθεί με έξοδα δεκάδων χιλιάδων ευρώ και επίβλεψη του ίδιου του Συνδέσμου Εικαστικών Καλλιτεχνών, που βασίστηκε κυρίως σε ιδιωτικές χορηγίες.

Αλλά από πότε η κυριότητα αποτελεί επιχείρημα για πολιτιστική εκκαθάριση, απλά επειδή το νέο Δημοτικό Συμβούλιο έχει άλλες βλέψεις; Πόσο στοιχίζει, τελικά, στους διαχειριστές της Λευκωσίας η συνύπαρξη με την τέχνη; Και πότε θα παραδεχτούν ευθέως ότι τη θεωρούν βαρίδι και ενοχλητικό θόρυβο μέσα στο σχέδιο μιας «ήσυχης» πόλης χωρίς απαιτήσεις, χωρίς ιδεολογία, χωρίς ρωγμές;

Σήμερα, χωρίς ούτε καν κάποιο πρόσχημα, αφού είναι θολό ακόμη το τοπίο σχετικά με τα έργα αναβάθμισης του Κήπου, επιχειρείται αυτός ο ζωντανός πυρήνας να εξοβελιστεί από τον χώρο του και μάλιστα χωρίς να του προσφέρεται κάποιος εναλλακτικός χώρος για τη μεταστέγαση των δράσεών του ή έστω για την ασφαλή φύλαξη του αρχείου του. Εντούτοις, σεβασμός στον πολιτισμό σημαίνει να τον προστατεύεις έμπρακτα. Δεν σημαίνει να απομακρύνεις ένα σωματείο με σημαντική προσφορά με πρακτικές και ύφος λες και είναι καταχραστής του χώρου, χωρίς να του δίνεις εναλλακτική.

Το Φυτώριο, ο χώρος και το σωματείο, δεν είναι εμπόδιο στην ανάπλαση. Είναι το πιο ζωντανό κύτταρο που θα μπορούσε να βοηθήσει στο να αποκτήσει η ανάπλαση πραγματικό νόημα. Γιατί το να μεταμορφωθεί ο Δημόσιος Κήπος σε έναν ακόμα «εξευγενισμένο» χώρο, μοντέρνα φωτισμένο και με καινούρια παγκάκια, δεν λέει και πολλά αν ένας πυρήνας του πολιτισμού, που ήδη τον κατοικεί, εκδιωχθεί. Το ζήτημα είναι αν αναμένουμε από μια δημοτική αρχή να μετράει το κάθε τετραγωνικό ως κόστος ευκαιρίας για ιδιωτική επένδυση ή να υπερασπίζεται τη δημόσια πνευματική ζωή.

Έχει η πρωτεύουσα την πολυτέλεια να χάσει μία τέτοια εστία πολιτισμού; Την πολυτέλεια να γκρεμίζει τα ελάχιστα που έχουν δημιουργηθεί με ιδρώτα, συλλογικότητα και επιμονή; Να πετάει έξω όσους κρατούν τη φλόγα ζωντανή, για να προλειάνει το έδαφος για ακόμη ένα αναψυκτήριο ή ένα bistro; Μήπως αυτή είναι η νέα αντίληψη περί πολιτισμού; Αφήνω την απάντηση στην κρίση του καθενός. Πάντως, η αναβάθμιση των δημόσιων χώρων δεν μπορεί να είναι ασύμβατη με τον πολιτισμό. Αντιθέτως, λέω εγώ.

Ο Σύνδεσμος που εδρεύει εκεί και που ο Δήμος θέλει να μετατρέψει αυτόν τον ενεστώτα του «εδρεύει» σε παρατατικό, έχει το «κουσούρι» να ενοχλεί με κάποιες καίριες δημόσιες παρεμβάσεις για διάφορα ζητήματα πολιτιστικής διαχείρισης, όπως λ.χ. το νομοσχέδιο για το Μητρώο Καλλιτεχνών (τι νέα από εκείνο το μέτωπο, αλήθεια;), το 1%, οι ασάφειες και οι παθογένειες στις πολιτιστικές επιχορηγήσεις ή η πολιτική του Υφυπουργείου για τις Μπιενάλε. Άσχετα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με αυτές, είναι σημαντικό ότι τις κάνει κι αυτό δεν συμβαίνει συχνά σε ό,τι αφορά οργανωμένα σύνολα καλλιτεχνών.

Αυτό, λοιπόν, είναι ένα ακόμη επεισόδιο στην τραγική κωμωδία της πολιτιστικής πραγματικότητας στην Κύπρο. Όπου η καλλιτεχνική ζωή δεν αντιμετωπίζεται ως δημόσιο αγαθό, αλλά ως ενόχληση για τις αρχές ή, ακόμη χειρότερα, ως αναξιοποίητη ευκαιρία κέρδους. Αλήθεια, γιατί αυτή η σπουδή να αδειάσει ο χώρος; Γιατί τόση πίεση χωρίς λύσεις; Μήπως γιατί το Φυτώριο δεν είναι αρκούντως «βολικό»; Ενοχλεί που αρθρώνει δημόσιο λόγο;

Προφανώς, δεν αναμένουμε κάποια παρέμβαση από το Υφυπουργείο Πολιτισμού σ’ αυτό το «λουκέτο». Για τους ιθύνοντές του κι αν δεν ήταν ενοχλητική η λειτουργία ενός Συνδέσμου που δεν φοβάται να διαφωνήσει, να προτείνει, να διεκδικήσει. Ο Σύνδεσμος, βέβαια, σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσει να λειτουργεί και να παρεμβαίνει, όσες «εξώσεις» κι αν υποστεί. Αυτοί, όμως, που δεν προστατεύουν τις δομές που προάγουν τον διάλογο και την ανεξαρτησία στην τέχνη θα το βρουν μπροστά τους.

Η πολιτιστική πολιτική δεν χτίζεται με εξώσεις, αλλά με θεσμικά κατοχυρωμένο διάλογο, με προγραμματισμό, με σχέσεις εμπιστοσύνης και μακροπρόθεσμης συνεργασίας. Γιατί το να «φυτεύεις» πολιτισμό σε μια πόλη είναι το δύσκολο. Απαιτεί χρόνο, επιμονή, σχέσεις εμπιστοσύνης. Απαιτεί ανθρώπους που δεν σκέφτονται ποιο είναι το business plan κάθε εκδήλωσης, αλλά ποια είναι η αξία της για το κοινό. Το εύκολο είναι να ξεριζώνεις.

Ελεύθερα, 13.7.2025