Η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse Market Research, που διεξήχθη για λογαριασμό του Δημοκρατικού Συναγερμού, κατέγραψε αρκετά και ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με το πολιτικό σκηνικό και τη στάση της κοινωνίας στη δεδομένη χρονική συγκυρία. Οι αναλύσεις και τα ρεπορτάζ εστίασαν στην ερμηνεία των ευρημάτων που αφορούσαν τον Δημοκρατικό Συναγερμό, για λογαριασμό της ηγεσίας του οποίου πραγματοποιήθηκε η έρευνα, ωστόσο η έρευνα καταγράφει και πολλά άλλα σημαντικά στοιχεία που μας δίνουν μία γενικότερη εικόνα για τον τρόπο αντίληψης της πολιτικής πραγματικότητας από την ίδια την κοινωνία.

Το γενικό συμπέρασμα που διαφαίνεται είναι η συνολικότερη απορρύθμιση του πολιτικού συστήματος και η μεταβολή του κομματικού χάρτη. Για πρώτη φορά παρατηρείται σημαντική οριζόντια συρρίκνωση όλων των λεγόμενων παραδοσιακών κομμάτων, είτε ανήκουν στον κυβερνητικό συνασπισμό είτε στην αντιπολίτευση. Πρόκειται για μια επισήμανση ιδιαίτερης σημασίας, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές αναγνώσεις που δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα.

Ενδεικτικά, ορισμένοι εστίασαν στη συρρίκνωση των ποσοστών των συμπολιτευόμενων κομμάτων. ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ΔΗΠΑ βρίσκονται πλέον ενώπιον υπαρξιακών διλημμάτων. Το μεν πρώτο είναι πιθανόν να περιοριστεί σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ τα άλλα δύο θα δώσουν σκληρή μάχη για να πετύχουν το εκλογικό μέτρο που θα τους εξασφαλίσει είσοδο στη Βουλή με δύο έδρες. Οποιοδήποτε υψηλότερο ποσοστό θα συνιστά μεγάλη επιτυχία.

Η μείωση των ποσοστών τους μπορεί εύλογα να αποδοθεί, εν μέρει, και στη στήριξή τους προς την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη, η οποία καταγράφει χαμηλά ποσοστά δημοφιλίας και παρουσιάζει εικόνα λιγότερο θετική, σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και παρά την μικρή άνοδο της δημοφιλίας του Νίκου Χριστοδουλίδη την οποία κατέγραψε η συγκεκριμένη έρευνα.

Εύλογα εδώ τίθεται το ερώτημα: γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν καταγράφουν αντίστροφη πορεία; Με αυτά τα δεδομένα, δεν θα έπρεπε ο Δημοκρατικός Συναγερμός να σημειώνει άνοδο, από τη στιγμή που δεν φέρει πλέον τη φθορά της εξουσίας των δέκα χρόνων διακυβέρνησης Αναστασιάδη; Πόσο μάλλον το ΑΚΕΛ, το οποίο βρίσκεται εδώ και 12 χρόνια στην αντιπολίτευση, ασκώντας έντονη κριτική τόσο στην παρούσα όσο και στην προηγούμενη διακυβέρνηση – από το Κυπριακό και τα σκάνδαλα, μέχρι τη διαφθορά, την ακρίβεια, τις κυβερνητικές πολιτικές και άλλα κρίσιμα ζητήματα.

Γιατί λοιπόν το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν αυξάνει τα ποσοστά του, αλλά καταγράφει μια σταθερή καθοδική πορεία; Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για το Κίνημα Οικολόγων.

Αντιθέτως, παρατηρείται άνοδος του ΕΛΑΜ αφενός και, αφετέρου, η εμφάνιση νέων κομματικών σχηματισμών – κυρίως του ΑΛΜΑ και σε μικρότερο βαθμό του Volt – που φαίνεται να αποκτούν δυναμική παρουσίας στο πολιτικό σκηνικό. Στην περίπτωση του Κινήματος ΑΛΜΑ, μάλιστα, διαφαίνεται μία τάση, τη δεδομένη στιγμή, για ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου μαζί με το ΕΛΑΜ στον νέο κομματικό χάρτη.

Η τάση αυτή απαιτεί βαθύτερη πολιτική ανάλυση, καθώς αναδεικνύει την επικράτηση θυμού και απογοήτευσης σε τμήμα της κοινωνίας απέναντι σε ό,τι θεωρείται «συστημικό». Τα ίδια χαρακτηριστικά που οδήγησαν στις ευρωεκλογές 70.000 ψηφοφόρους να επιλέξουν τον Φειδία, φαίνεται πως εξακολουθούν να καθορίζουν την ψήφο μέρους του εκλογικού σώματος.

Μερίδα των πολιτών επιθυμεί να εκφράσει αντίθεση σε ό,τι ορίζεται ως «πολιτικά ορθό», δηλώνοντας πρόθυμη να ψηφίσει ακόμη και ένα κόμμα που δεν έχει εγγραφεί επισήμως, δεν διαθέτει καταστατικό ούτε πολιτικό πρόγραμμα. Το γεγονός αυτό επισημαίνεται όχι επικριτικά προς το ΑΛΜΑ ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα, αλλά ως ένδειξη ότι, για μερίδα της κοινωνίας, κυρίαρχο κριτήριο αποτελεί η αντίθεση στα λεγόμενα παραδοσιακά κόμματα.

Στην περίπτωση του ΕΛΑΜ, δεν μπορούν να ισχύουν τα ίδια, καθώς πλέον δεν θεωρείται αντισυστημικό κόμμα. Ευνοείται, ωστόσο, από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ΔΗΣΥ, την απογοήτευση μέρους των δεξιών ψηφοφόρων, το μεταναστευτικό, αλλά και τη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση για στροφή προς την ακροδεξιά.