Στα Λύμπια, όπου κατοικώ, δεν φτάνει στ’ αυτιά μου εκείνη η καταραμένη σειρήνα. Έχω να την ακούσω πολλά χρόνια. Είναι όμως θέμα λεπτών, από τη στιγμή που θα ανοίξω τα μάτια μου κάθε 20ή Ιουλίου, να μπω στο κλίμα της ημέρας. Θέλοντας και μη.

Έφτασε πάλι εκείνη η περίοδος του χρόνου. Η «μαύρη επέτειος», η «αποφράδα ημέρα», όπως την λέμε. Όσο πιο κλισέ, τόσο πιο ανώδυνο. Εκείνη που μοιάζει με τη Μέρα της Μαρμότας.

Ξανά και ξανά: θα κατακλυστούμε από εικόνες πολιτικών και αξιωματικών σε στάση προσοχής, καταθέσεις στεφάνων στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, με ανακοινώσεις καταδίκης, πλάνα αρχείου με αλεξιπτωτιστές, καπνούς και πρόσφυγες, με τα ζοφερά παρελκόμενα μιας καταστροφής, με τις διαφωνίες για το κατά πόσο αυτή ήταν ουρανοκατέβατη ή όχι, με δακρύβρεχτες ή περισπούδαστες αναρτήσεις και αναλύσεις ειδικών και μη στα σόσιαλ. Θα πήξουμε στις ξύλινες, απαράλλαχτες δηλώσεις και τοποθετήσεις, στους μηρυκασμούς της ίδιας τυποποιημένης ρητορικής.

24 χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από το μαύρο ‘74 όταν πρωτοήρθα στην Κύπρο. Το 1998 τα παραφερνάλια της εισβολής ήταν ήδη τετελεσμένα. Έμοιαζε σαν να είχε συμβεί σε μια προηγούμενη, ασπρόμαυρη σελίδα της ιστορίας. Σαν να είχε περάσει ένας αιώνας. Για όσους τα έζησαν, βέβαια, ήταν σαν να συνέβησαν λίγες μέρες πριν. Πέρασαν σαν αστραπή ακόμη 27 χρόνια, λίγο πιο έγχρωμα, πιο σπιντάτα, πιο κούφια. Ο αριθμητής αλλάζει ραγδαία. Ο παρονομαστής παραμένει ο ίδιος: ένα νησί κομμένο στα δύο, ένα πρόβλημα παγιωμένο, μια συμπλεγματική κοινωνία αμήχανη μπροστά στην εφιαλτική ακινησία.

51 χρόνια. Περάσαμε πια και το «χρυσό ιωβηλαίο». Και σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Στο αν ωρίμασαν οι συνθήκες για να ανοίξουν 1-2 οδοφράγματα ακόμη. Ούτε χιλιοστό μπροστά. Ένα αέναο στριφογύρισμα γύρω από το ίδιο σημείο. Χωρίς σχέδιο, χωρίς βούληση, χωρίς ουσία. Οι αυτόπτες μάρτυρες και πρωταγωνιστές των γεγονότων μάς αφήνουν σιγά- σιγά. Οι γενιές της βιωμένης μνήμης λιγοστεύουν. Ακόμη και οι τότε αγέννητοι έχουν ωριμάσει και συνεχίζουν με το ίδιο κληρονομημένο φορτίο στην πλάτη. Πορεύονται με το διαγενεακό τραύμα, που ρίχνει άφθονο νερό στον μύλο μιας ιδιάζουσας ταυτοτικής σχιζοφρένειας. Η «ιστορική μνήμη» πιο πολύ μοιάζει με μουσειακό έκθεμα παρά με εργαλείο κατανόησης.

O Κόλιν Στιούαρτ αποχωρεί τον Αύγουστο. Οι ειδικοί αντιπρόσωποι αλλάζουν, έρχονται και παρέρχονται, συνταξιοδοτούνται, πεθαίνουν. Το ίδιο και οι ΓΓ του ΟΗΕ. Ο Γκουτέρες είναι ο 6ος από τότε και σε 1,5 χρόνο θα έχουμε τον 7ο. Από αυτούς, μόνο ο Μπαν Κι Μουν βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Ο Κουέγιαρ, ο μακροβιότερος όλων, έφτασε τα 100 χρόνια, αλλά πέθανε κι αυτός το 2020. Το μόνο που έχει βρικολακιάσει είναι η ελπίδα και η εθελοτυφλία. Περιμένουμε απλά να συμβεί, να προκύψει συναστρία, να ωριμάσουν οι συνθήκες, ως δια μαγείας να πέσει η κατοχή σαν ώριμο φρούτο.

Περιμένουμε ένα θαύμα, ότι κάποια μέρα θα έρθει στους (πρώην) συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους μαζικά η επιφοίτηση και θα εξεγερθούν, θα ρίξουν αβρόχοις ποσί τα τετελεσμένα και η Τουρκία θα τους κοιτάζει σαστισμένη, θα εγκαταλείψει γεωπολιτικά συμφέροντα, για τα οποία έχει επενδύσει αίμα, χρόνο, χρήμα. Άλλων, αλλά και Τούρκων. Ελπίζουμε ότι ο ουρανός θα ανοίξει και θα πέσει επάνω μας η λύση έτοιμη, στρωμένη, ολοκληρωμένη, εθνικά συμφέρουσα και αμοιβαία αποδεκτή.

Έχουμε άλλη επιλογή; Το κακό συνέβη και οι υπαίτιοι που το διευκόλυναν όχι μόνο έμειναν ατιμώρητοι, αλλά οι ίδιοι και οι επίγονοί τους σήμερά μάς κουνούν και το δάχτυλο με ύφος αφ’ υψηλού, μοιράζοντας πατριωτόμετρα. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν πιάσει και πόστα στον κολοβό πολιτικοοικονομικό μηχανισμό με τον οποίο πορευόμαστε από το ’74 κι ένθεν.

Τι μας μένει; Να λέμε το «δεν ξεχνώ» σαν ξόρκι, για να το πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι. Για εσωτερική κατανάλωση. Για να ξορκίσουμε την ντροπή των δεμένων χεριών. Ένα «δεν ξεχνώ» που ακόμη και τώρα αναφέρεται σε εθνικούς ευσεβοποθισμούς κι όχι στη δικαίωση, στη συνύπαρξη, στην ειρήνη. Εδώ, να βράζουμε στο ζουμί μας, για λάθος χειρισμούς, για συμβιβασμούς που κάναμε όταν δεν έπρεπε κι αυτούς που δεν κάναμε όταν έπρεπε. Η κατοχή, η διχοτόμηση ρίζωσε πρώτα στο κεφάλι μας, έγινε μέρος της νοοτροπίας μας, της αισθητικής μας.

Σαν το ποντίκι στη φάκα, σαν τη μύγα στον ιστό της αράχνης, τιναζόμαστε σπασμωδικά γαντζωμένοι σε μια τελετουργική τυπολατρία και σε πολυφορεμένους φιλιππικούς, που ούτε το ΑΙ δεν θα καταδεχόταν να αναμασήσει. Καταφεύγουμε μόνο στο διεθνές δίκαιο και πιστεύουμε ότι θα το υπερασπιστούν για λογαριασμό μας ισχυροί λυκοσύμμαχοι που το έχουν κάνει ποδόμακτρο των αιματηρών συμφερόντων τους.

Λέμε ότι λειτουργούμε κατά γράμμα κι έτσι κραδαίνουμε απελπισμένα ένα κιτρινισμένο Σύνταγμα, που πρώτα εμείς κάναμε κουρελόχαρτο, ενίοτε με επίκληση στο δίκαιο της ανάγκης. Αν πηγαίναμε κατά γράμμα, Υπουργείο (Ελληνοχριστιανικής) Παιδείας δεν έπρεπε να υπάρχει. Τυπικά, η Εθνική Φρουρά είναι… παραστρατιωτική οργάνωση. Ο Υπουργός Άμυνας έπρεπε να είναι Τουρκοκύπριος, εφόσον τα Υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών κατέχουν Ελληνοκύπριοι. Εξ ου και την περίοδο 1964- 85 τα καθήκοντά του, για τους ίδιους λόγους, τελούσε ο Υπουργός Εσωτερικών. Τα δε Υφυπουργεία, ξεχάστε τα.

61 χρόνια. Τόσα, αν όχι και περισσότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργεί με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Ένα πολίτευμα με εσωτερικές αντιφάσεις. Και με πολλά παραθυράκια που οι επιτήδειοι βλέπουν ως ευκαιρίες. Με θεσμούς φτιαγμένους από αφαίρεση και όχι από σύνθεση. Με στεγνή, ενοχοποιητική και μονοδιάστατη ανάγνωση της Ιστορίας, που δεν οδηγεί στη συνειδητοποίηση, αλλά στη συλλογική παράλυση. Καθηλώνει την κοινωνία στη μοιρολατρία και αναστέλλει την όποια πολιτική ωρίμανση.

Όταν κοιτάς την Ιστορία μόνο μέσα από το πρίσμα της αυτοδικαίωσης, η μνήμη γίνεται εμπόδιο και όχι κίνητρο.

Ελεύθερα, 20.7.2025