Είχα πάντα την αίσθηση ότι οι άνθρωποι των χωριών είναι διαφορετικοί. Πιο αυθεντικοί, πιο μαχητικοί, ζυμωμένοι με το χώμα, που παλεύουν να το κάνουν να καρπίσει. Σε βλέπουν στα μάτια και σε μετρούν, δεν φοβούνται όποιον και να έχουν μπροστά τους. Θυμίζουν πλατάνια παλληκάρια, ελιές βαθύριζες, σοφές, μπροστά σε μας τους ανθρώπους της πόλης, που φυλλορροούμε με το πρώτο φύσημα του ανέμου.
Ταυτόχρονα με τη σοβαρότητα και τη στιβαρότητά τους, έχουν και μια ανάλαφρη διάθεση για γέλιο, διασκέδαση, χωρατό, αντικρίζοντας την εύθυμη πλευρά της ζωής. Στο λεπτό μπορούν να σε κάνουν να κλάψεις από τα γέλια με τις ιστορίες και το χιούμορ τους.
Στο επίκεντρο της ζωής αυτών των ανθρώπων, αν το ψάξεις, ήταν η οικογένεια. Ένα βαθύ δέσιμο των μελών της. Η αγία οικογένεια. Δεν την αγγίζεις. Το ’νιωθες στις ιστορίες τους, στις περιγραφές τους, στις τελετουργίες τους. Και στο κέντρο αυτής της οικογένειας μια μάνα ακούραστη, μια μάνα βράχος, μια μάνα που αγωνίζεται να αναστήσει τη γη μαζί με τα παιδιά της. Μια μάνα που δεν δασκάλευε κανένα, αλλά αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα εργατικότητας, δυναμικότητας και πείσματος. Αυτή τη μάνα μου θύμισε η ιστορία της Ηλέκτρας. Μιας από τις πολλές άξιες γυναίκες που είχαν τα χωριά της Κύπρου σε παλιότερες εποχές. Ιδιαίτερα τα χωριά της Κερύνειας, όπου οι άνθρωποι έχουν την τραχύτητα των βουνών, αλλά και την απαλότητα της θάλασσας.
Η Ηλέκτρα ήταν από τον Άγιο Αμβρόσιο. Το όνομά της το είχε πάρει από τον πατέρα της, που αν και είχε πάει μόνο στο δημοτικό, διάβασε την τραγωδία του Σοφοκλή και αποφάσισε να βγάλει την κόρη του Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει καλά καλά. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη στα χωριά μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, και εκείνος αποφάσισε να φύγει για την Αυστραλία το 1924, όταν αυτή ήταν τεσσάρων χρονών. Αργότερα, το 1942, ο πατέρας της θα ήταν ανάμεσα στα θύματα του Β΄ παγκοσμίου, μετά τον βομβαρδισμό της Αυστραλίας από τους Ιάπωνες.
Μεγάλωσε ουσιαστικά με τη μητέρα της και τα άλλα δύο αδέλφια της, και έπρεπε να δουλεύουν από παιδιά στα χωράφια για να ζήσουν. Αυτό συνέχισε να κάνει και όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε. Να φροντίζει τα χωράφια και τα περβόλια, να οργώνει με τα βόδια και το άροτρο, να περιποιείται τα ζωντανά, και ταυτόχρονα να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, ζύμωμα, φούρνισμα, πλύσιμο…
Έκανε οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. «Θυμόμαστε τη μάνα μας να κοιμάται πάντα μετά τα μεσάνυχτα και να σηκώνεται με το φως της μέρας» μας είπε ο γιος της Σάββας. Στα παιδιά δεν επιτρεπόταν το δεν μπορώ, δεν με κόφτει, δεν ξέρω. Όλοι έπρεπε να ξέρουν και να νοιάζονται και να βοηθούν στο σπίτι, ανάλογα με τις δυνατότητές του ο καθένας. Ο άντρας της Αντρέας Κυρατζής ήταν σκαρπάρης, αλλά δούλευε και αυτός στα χωράφια και φρόντιζε τα ζώα. Στη συνέχεια αγόρασε φορτηγό και έκανε μεταφορές ταυτόχρονα με τις αγροτικές εργασίες. Δεν βρήκαν τίποτε έτοιμο η Ηλέκτρα και ο Αντρέας. Όλα τα αγόρασαν σιγά σιγά, με τους κόπους τους.
Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες είχε και την πιο μεγάλη δοκιμασία η μάνα. Έχασε το μεγάλο της παιδί, που πνίγηκε εφτά χρόνων σε μια δεξαμενή. «Με μαύρα τη θυμόμαστε τη μάνα μας, με μαύρα τη θάψαμε» λέει ο γιος της Κώστας. Ακούμπησε στην πίστη της και παρόλο τον πόνο της συνέχισε να εργάζεται για να μεγαλώσει τα άλλα της παιδιά. «Η μάνα μου, αν ήταν στον στρατό, θα ήταν αρχιστράτηγος, τόσο οργανωτική, έξυπνη και δυναμική γυναίκα ήταν», συμπληρώνει ο Κώστας. Αγόρασε χωράφια και τα έκανε περβόλια με χρυσομηλιές, ελιές και χαρουπιές. Παρά το ότι είχαν οκτώ παιδιά, βοήθησαν με τον άντρα της στον αγώνα της ΕΟΚΑ όπως μπορούσαν.
Όταν έγιναν πρόσφυγες, το 1974, ήταν 54 χρονών, και μετά από το Δασάκι της Άχνας και την Ξυλοτύμπου εγκαταστάθηκαν στην Κοφίνου, σε ένα τουρκοκυπριακό σπίτι. Είχαν φέρει με το φορτηγό λίγες αίγες και λίγους σάκους σιτάρι, και με αυτά άρχισαν να πολλαπλασιάζουν τα ζώα, να κάνουν χαλούμια, να σπέρνουν και να καλλιεργούν.
«Ήταν κοινωνικός άνθρωπος», μας είπε ο Κώστας. Ακόμα και με τις πέτρες θα συντύχαννε. Όπου και να την έπαιρνες, σε μια βδομάδα θα ήξερε όλο τον κόσμο. Κάθε Κυριακή το σπίτι της ήταν τόπος συνάντησης όλης της οικογένειας.
Θρησκευόμενη. Δεν φοβόταν τον θάνατο. Τα τελευταία χρόνια, όποιο χωριανό έβλεπε του έλεγε «Να έρθεις στην κηδεία μου, όχι να μην έρθεις. Θα έχω λεωφορείο πληρωμένο για να έρθετε», έλεγε σε όλους. Και πράγματι, στην κηδεία της, που έγινε στην Αγία Βαρβάρα στο Καϊμακλί, ήρθαν πάρα πολλοί Αγιαμβροσίτες. Η περιγραφή αυτής της κηδείας από κάποιον φίλο ήταν η αφορμή για αυτή την αφήγηση. Μου θύμισε αρχαία τραγωδία. Ένα τελετουργικό φόρος τιμής στη μάνα που αγωνίστηκε σκληρά και με την αξιοσύνη της ανάστησε τη γη και τα παιδιά της. Μια μάνα που έκανε παιδιά που αγάπησαν τη γη του Αγίου Αμβροσίου.
Αφού δεν μπορούσαν να τη θάψουν στο αγαπημένο χωριό της, σκέφτηκαν να την αποχαιρετίσουν με το χώμα που αγάπησε. Να τη σκεπάσουν με το χώμα που μόχθησε. Τα παιδιά της πήγαν στα κατεχόμενα και έφεραν ένα τενεκέ χώμα από τα χωράφια της. Καθώς γινόταν η ταφή, έριχναν χώμα στον τάφο και της φώναζαν «Μανά, τούτον το χώμα έν’ που τον Πλατιμάτην», «Μανά, τούτον το χώμα έν’ που το Ρόντζηλο, που ήταν τα περβόλια με τις χρυσομηλιές σου». «Μανά, τούτον το χώμα έν’ που τους κόπους σου στη Βότα». «Μανά, τούτον το χώμα έν’ που την Καψάλα με τις τερατσιές και τις ελιές σου». «Μανά, τούτον έν΄ που την Καννούρα, το περβόλι σου». «Μανά τούτον έν’ που τον Γιουρούκκη, που έχει τις ελιές σου». «Μανά, τούτον έν’ που τον Βούρκαρη»…
Αυτή ήταν η Ηλέκτρα. Μια μάνα που έδωσε πολλές μάχες στη ζωή της και έκανε πολλά κατορθώματα. Ηρωίδα του μόχθου, του αγώνα της ζωής. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι των χωριών της Κύπρου. Με αγάπη και αφοσίωση στη γη τους. Ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον γιο της, που ήταν κοινοτάρχης του Αγίου Αμβροσίου στην προσφυγιά: «Πόσα αξίζαν τα χωράφια σας τότε;» Αυτός του απάντησε όπως θα του απαντούσε και η Ηλέκτρα: «Τα χωράφια είναι όπως τα παιδιά μας. Άμα χάσει τα παιδιά του κάποιος, ρωτάς τον πόσα άξιζαν;»
Σημ.: Ευχαριστώ τα παιδιά της Ηλέκτρας Κυρατζή, Σάββα Ξιουρή και Κώστα Κυρατζή που μου μίλησαν για τη μητέρα τους καθώς και τον Ανδρέα Χριστοφή που μου πρωτοαφηγήθηκε την ιστορία της κηδείας της Ηλέκτρας.