Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε

ν’ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου

και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο

……………………………………………………………..

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίδει τη ζωή;

(Γιώργου Σεφέρη «Το ναυάγιο της Κίχλης»)

Χαώδης άβυσσος το τίμημα που πληρώνουμε, ως παγκόσμιος κοινωνία, στην τεχνοκρατία των ισχυρών. Η κατάρρευση των ηθικών αξιών αήθης, αμοραλιστική… Οι πληγές ανήκουστες, τα παιδικά ψυχικά τραύματα, ανείπωτα, οδυρόμενος, καθημερινός, αιμορραγών γολγοθάς…

Ένα παιδί λαβωμένο στο σώμα και στην ψυχή κείτεται καταμεσής της γης. Προς τα πού να ατενίσει το αμήχανο βλέμμα, προς τα πού να καταθέσει τα θρύψαλα της τρωθείσης ψυχής… Πιο πέρα… Η αγνότητα, η αθωότητα, το ανέμελο κοριτσάκι, το μυρωμένο για τη ζωή, υφαρπάζεται δολίως υπό του Άδου, θύμα της πολυειδούς εγκληματικότητας, της αδιστάκτου και ωμής πολεμικής αντιπαλότητας.

Η καταρρέουσα κοινωνία ευτελίζεται απέναντι στο ευγενές ήθος, στο αγωνιστικό εύρος της νιότης, εποχών αλλοτινών, νοσταλγικών, αδυνατώντας να νιώσει τα χαρίσματα της νεανικής αθωότητας και να κοινωνήσει «μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας και ελευθερίας».

Ο παιδικός θρήνος πνίγεται στον ορυμαγδό των κυμάτων. Και τότε είναι που απεχθάνεσαι, βδελύττεσαι, αηδιάζεις «την ποιότητα»! του ανθρώπου, του επαληθεύσαντος, με την πάροδο των αιώνων, το χαρακτηρισμό του ως πολύτροπου, πολυμήχανου κατασκευάσματος.

Καυχησιολογούμε για τις τεχνοκρατικές κατακτήσεις. Άραγε μπορεί η υβριστική τεχνοκρατία να αντισταθμίσει την ιταμότητα, την αυθάδεια, την άτεγκτο, την αδίστακτο κυνικότητα των ιδιοτελών σκοπιμοτήτων, των οικονομικών και των στρατηγικών συμφερόντων;

Στεγανοποιήσαμε τον ανθρωπισμό, το πνεύμα δεν οξυγονούται πια με τα αγγίγματα της ψυχής του βιβλίου. Στεγνώσαμε τη νιότη, την ευαισθησία της ψυχής, τη μαγεία του πνεύματος, «στον ηλεκτρονικό υπολογιστή», «τον κωφεύοντα», τον ασυγκίνητο στους κραδασμούς της καρδιάς, το συμφιλιωμένο με τη πληκτική, ανιαρή μοναξιά, την άγουσα σε βαρύθυμο κατάθλιψη.

Παιδεία δεν είναι να κάμεις το νέο πολυγνώστη, αλλά να του δίνεις τα μάτια που είναι σύμφυτα με την ψυχή. Η παιδεία τα στρέφει εκεί που αρμόζει. Η γνώση είναι ο πρόναος, ο οδηγών στο άβατο του ναού της αρετής.

Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ομολογεί την ανθρώπινη αυτοαναίρεση. Ο άνθρωπος γεννιέται με ηθικά όπλα τη φρόνηση και την αρετή. Χωρίς την οσιότητα της αρετής, «άνευ αρετής», είναι το πιο ανόσιο, ανήθικο και το πιο άγριο από τα έμβια δημιουργήματα του φυσικού κόσμου (Αριστοτέλους «Πολιτικά» Α-Β).

Οι σύγχρονοι καιροί, και πάλιν «ανόσιοι και αγριώτατοι», την ώρα που οι παιδικές ψυχές «απανθρακώνονται» ψυχικά και σωματικά, θύματα της «αναπτυσσόμενης»! πολεμικής τεχνοκρατίας του επεκτατισμού, του εκτοπισμού, θύματα της ρητορικής αλαζονείας των ισχυρών. Η εθνική συνείδηση των μικρών λαών ευαισθητοποιείται και διακρίνεται σε πολεμικές συγκρούσεις. Γεγονός ιστορικό οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913).

Ο Θουκυδίδης αποκαθιστά την ιστορική τάξη: «Έγραψα την ιστορία μου, για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων, και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού, για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Βιβλίο Ι, κεφ.22).

Ο ιστορικός καυτηριάζοντας την απαιδευσία, την ανακολουθία και την ανευθυνότητα των πολλών, συμπυκνώνει όλες αυτές «τις αρετές»! του πλήθους… σε μια μειωτική λέξη, «όμιλος», δηλαδή όχλος.

Ο άνθρωπος, το ένσαρκο βίωμα του ανθρωπισμού, αλλά και της βδελυρής εγκληματικότητας, κατατείνει να παρεκκλίνει, αλόγιστα, και από τη θεμελιακή, πολιτισμική του αποστολή, αποφράσσοντας τη ζωογόνο τροφοδοσία του παρόντος και του μέλλοντος. Η εσχάτη πλάνη είναι η εξαργύρωση της αρμονίας ψυχής και πνεύματος και της θεόπνευστου, θεοδωρήτου ομορφιάς του φυσικού κόσμου, με τον ακόσμητο, το φθοροποιό υλισμό.    

Η δημοκρατία αδυνατεί να ανθίσταται σε μια διαιωνιζόμενη πολιτεία των φαύλων: Τη ματαιοδοξία του αδίστακτου πλουτισμού, τη βία, το οικονομικό έγκλημα, την ανίατο σήψη, την κεκαλυμμένη ευπρεπώς εκπόρνευση. Ο αντίλογος κατευναστικός! Μην εξανίστασθε! Τα ίδια φαινόμενα στιγματίζουν και την παγκόσμιο κοινωνία!… Κι ας είναι αμελητέα, ας παραβλέπεται η ημισέληνος, η θρασέως ερυθραίνουσα, η μιαίνουσα, η μολύνουσα το θαλασσοφίλητο ορίζοντα της Κερύνειας.

Μια ιστορική αναδρομή συνιστά αφυπνιστικό, οξύ, κι ανηλεές, μορφωτικό ράπισμα!… Ο στόλος της τσαρικής Ρωσίας επιφέρει σημαντικό πλήγμα στον τουρκικό, στο λιμάνι της Σινώπης, (Κριμαϊκός πόλεμος, 1853-1856). Οι Αγγλογάλλοι επεμβαίνουν και διασφαλίζουν το άτρωτο «δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας»… Η συνθήκη των Παρισίων, 30 Μαρτίου 1856, επισφραγίζει τη λήξη του πολέμου, πανηγυρικά για την Τουρκία!…

Στον κόσμο του υποσυνειδήτου, των αναμνήσεων, βρίσκονται στοχασμοί, ατελέσφοροι, κουρσεμένα όνειρα, και έξαφνα έρχονται στο συνειδητό και μας πληγώνουν. Τα αφήσαμε να περάσουν, πλανεμένοι από την εφήμερη, πρόσκαιρη, υλική ευζωία, παραβλέποντες το παροδικό, «το στιγμιαίο» του βιολογικού κύκλου.

«Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι

μέσα από τα δάχτυλα μου

χωρίς να πιω ούτε μια στάλα».

«Γιατί πέρασαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια

μας, που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε…»

(Γιώργου Σεφέρη, «Μυθιστόρημα», ποιήματα, Ι.Η’. Κ.Β.’)

Είναι η ώρα της ταύτισής μας με τον ποιητή, της ομόθυμης, της ομόψυχης, εθνικής αναπόλησης. Αείζωες, αλύτρωτες, κι αυτάδελφες πατρίδες, Σμύρνη, Κερύνεια, οι πόλεμοι, οι ανελέητοι ξεριζωμοί, οι βαρβαρικοί διωγμοί, τα σπίτια, γλυκύπικροι απόηχοι των παιδικών χρόνων:

«Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια

που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι

και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου».

(Γιώργου Σεφέρη, «Μυθιστόρημα, ποίημα Ι.Η’.)

Ό,τι διέρχεται μόνο από τα κανάλια της ψυχρής, τετραγωνισμένης λογικής, ό,τι δεν αναζωογονείται με τα νάματα του Έρωτα της ψυχής, ό,τι δε μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων του αγαθού, είναι καταδικασμένο στην παρακμή, στον άπνοο, ηθικό θάνατο. Θλίβεται η παιδική αθωότητα, ευλογία πανάγαθη της θεομητορικής μεγαλοσύνης. Κι εμείς! η ώριμος, περισπούδαστος ανθρωπότητα, απομείναμε σκιαγραφήματα του ωραίου, του αληθινού.

Και τούτη την καίρια ώρα της απομυθοποίησης της χρυσοστόλιστης, μιτροφορούσης, κι επιτηδευμένης «θρησκευτικότητας»! οδοιπορούμε με τους νέους, στην ανίερο, στην ανόσιο έρημο, εναποθέτοντας τις ελπίδες της κραταίωσης, της ενδυνάμωσης της πίστεως, στην καθοδηγούσα παραίνεση του Χρήστου Γιανναρά.

«Τον Θεό θα Τον βρεις μονάχος σου…».

Ιωάννης Ν. Παπανεάρχου, Φιλόλογος

Απόφοιτος του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας