«Αποθρασύνθηκε το οργανωμένο έγκλημα στην Κύπρο», βροντοφωνάζουν τα μέσα ενημέρωσης μετά τη δολοφονία του Δημοσθένους – τίτλοι που, ομολογουμένως, προκαλούν εκείνο που στην εγκληματολογική επιστήμη ονομάζεται “ηθικός πανικός”. Από υποθέσεις ξεπλύματος χρήματος έως εκτελέσεις, η ρητορική περί “μαφίας” καλλιεργεί την εντύπωση ότι το νησί εξελίσσεται σε προνομιακό πεδίο δράσης εγκληματικών δικτύων, εγχώριων ή διασυνοριακώνν. Πίσω, όμως, από τη ρητορική αυτή της απειλής, αναδύεται ένα εύλογο ερώτημα: τι σημαίνει στην πραγματικότητα οργανωμένο έγκλημα;
Η απάντηση δεν είναι προφανής. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως αλλά συχνά χωρίς ακρίβεια, με το περιεχόμενό του να μεταβάλλεται αναλόγως αν προσεγγίζεται νομικά, με θεσμική αυστηρότητα, ή δημοσιογραφικά, ως κοινωνικό αφήγημα.
Η νομική θεμελίωση του όρου αντλείται από διεθνείς συμβάσεις και εθνικές νομοθεσίες που επιδιώκουν να θέσουν σαφή κριτήρια. Ο πλέον καθιερωμένος ορισμός περιλαμβάνεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διασυνοριακού Οργανωμένου Εγκλήματος (Palermo Convention, 2000), η οποία ορίζει: «Οργανωμένη εγκληματική ομάδα σημαίνει μια δομημένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων, που υφίσταται για ορισμένο χρονικό διάστημα και ενεργεί συντονισμένα με σκοπό τη διάπραξη ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων, προς άμεση ή έμμεση απόκτηση οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους.»
Παρόμοια προσέγγιση υιοθέτησε και η INTERPOL στο Συμπόσιο της Λυών (1998): «Οργανωμένο έγκλημα είναι κάθε επιχείρηση ή ομάδα ατόμων που εμπλέκεται σε διαρκή παράνομη δραστηριότητα, με πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση κερδών, ανεξαρτήτως εθνικών συνόρων.»
Από τους ορισμούς αυτούς προκύπτει ότι, για να χαρακτηριστεί μια δραστηριότητα ως οργανωμένο έγκλημα, πρέπει να συντρέχουν τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία: ομαδικότητα, διάρκεια, συντονισμός και οικονομικό κίνητρο. Δεν πρόκειται για παρορμητικές ή ευκαιριακές πράξεις, αλλά για προσχεδιασμένες επιχειρήσεις με σαφές πλάνο και υπολογισμένο ρίσκο. Η προσέγγιση αυτή, δε, διαφοροποιείται αισθητά από την αμερικανική ερμηνεία του organized crime, όπου ο όρος λειτουργεί ως ομπρέλα για κάθε εγκληματικό συνασπισμό – από συνδικάτα έως καρτέλ – χωρίς απαραίτητα την ίδια έμφαση στη διάρκεια ή στη θεσμική του οργάνωση.
Πέρα όμως από τους νόμους του κράτους, το οργανωμένο έγκλημα διέπεται και από τους “νόμους της αγοράς”. Η ζήτηση για παράνομα αγαθά και υπηρεσίες δημιουργεί την αντίστοιχη προσφορά: ναρκωτικά, όπλα, εμπορία ανθρώπων, αλλά και – πιο σκοτεινά – συμβόλαια θανάτου. Η ίδια λογική της αγοράς διέπει και το πεδίο της εγκληματικότητας: αναζήτηση κέρδους, εξάλειψη ανταγωνισμού, μονοπωλιακός έλεγχος και διαρκής προσαρμογή στις “ανάγκες” της παρανομίας.
Η πρόσφατη δολοφονία κατ’ ανάθεση συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της εμπορευματοποιημένης βίας. Τα “συμβόλαια θανάτου” αποτελούν συμφωνίες με οικονομική ανταπόδοση, όπου η ανθρώπινη ζωή αποτιμάται ως συναλλακτικό μέγεθος. Η ύπαρξη τέτοιων “φυτωρίων βίας” δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα της βαθύτερης διάβρωσης θεσμών και κοινωνικών αντιστάσεων.
Στον σύγχρονο κόσμο το οργανωμένο έγκλημα έχει μεταβληθεί σε ένα πολυκεντρικό, δικτυωμένο μόρφωμα ικανό για αυτοανασύνθεση. Η Europol (2021) το περιέγραψε εύστοχα ως «Λερναία Ύδρα»: κάθε πλήγμα σε έναν κόμβο γεννά νέους. Η οριστική εξάρθρωση φαντάζει, έτσι, όλο και πιο δύσκολη. Το έγκλημα δεν αποτελεί πλέον “κράτος εν κράτει” αλλά παράλληλο σύστημα ισχύος, ευέλικτο, διαβρωτικό και βαθιά ενσωματωμένο εκεί όπου οι θεσμοί εμφανίζουν ρωγμές.