Έντονους προβληματισμούς γεννά στην Ευρώπη η νίκη της αρχηγού της νεοφασιστικής παράταξης «Αδέλφια της Ιταλίας», Τζόρτζια Μελόνι, στις εκλογές της Ιταλίας. «Είμαι η Τζόρτζια. Είμαι γυναίκα, μητέρα, Ιταλίδα, Χριστιανή». Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει τον εαυτό της η εν δυνάμει πρωθυπουργός. Ωστόσο κάποιες γυναίκες της Ιταλίας δεν χαίρονται και τόσο για τη νίκη της. Ο λόγος, οι ακραίες και συντηρητικές θέσεις της. Για το τι σημαίνει αλλά και πώς θα επηρεάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση η νίκη του κεντροδεξιού συνασπισμού , μιλήσαν στο philenews, οι Κύπριοι Ευρωβουλευτές.
Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, αναφέρει Ευρωβουλευτής ΔΗΣΥ & ΕΛΚ, Λουκάς Φουρλάς, σημειώνοντας πως το φαινόμενο απορρέει από την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό, την μεταναστευτική κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία του οποίου τις συνέπειες πληρώνει ολόκληρη η Ευρώπη με αποτέλεσμα την στροφή των ψηφοφόρων προς αυτή την κατεύθυνση.
«Σε περιόδους κρίσεων και ευρύτερης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας η Ακροδεξιά ευδοκιμεί. Ας μην ξεχνάμε και το παρελθόν όταν Μουσολίνι και Χίτλερ αξιοποίησαν τα δεδομένα για να επιβάλουν τα αυταρχικά τους καθεστώτα», τονίζει.
Αυτό που επίσης εντείνει την ανησυχία όλων των φιλοευρωπαιων, συνεχίζει ο Ευρωβουλευτής, είναι και η στάση των ακροδεξιών ηγετών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ευρωσκεπτικισμός που τους διακατέχει. Η ευρωπαϊκή ένωση οφείλει να συνεργαστεί με οποιαδήποτε κυβέρνηση εφόσον της δόθηκε η λαϊκή εντολή, ωστόσο οφείλει ταυτόχρονα να διασφαλίσει και την συνεκτικότητα της, υπογραμμίζει ο κ. Φουρλάς.
Σύμφωνα με τον Ευρωβουλευτή, φαινόμενα τύπου Όρμπαν δίχασαν την Ευρώπη και έπληξαν την αξιοπιστία της στα μάτια των Ευρωπαίων. Ωστόσο, επισημαίνει πως δεν πρέπει να βιαστούμε να εξάγουμε το απόλυτο συμπέρασμα πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δυσλειτουργεί. «Οι Ευρωπαίοι μπορούν να νιώθουν περήφανοι για την ελευθερία, την δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου αλλά και για τόσα άλλα επιτεύγματα της Ένωσης που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές μας καθημερινά».
Όπως σημειώνει, η άνοδος των ακροδεξιών κυβερνήσεων γεννά ανησυχίες στην Ένωση όσο αφορά την συνεργασία, την χάραξη πολιτικών και την σύμπλευση που θα υπάρχει από εδώ και πέρα και συνεπώς κατά πόσο η Ιταλία θα τηρήσει την ίδια στάση με την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Η Ένωση δεν μπορεί να αντέξει άλλη αμφισβήτηση εκ των έσω, καταλήγει ο Λουκάς Φουρλάς.
Με τη σειρά του ο ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιώργος Γεωργιού, επισημαίνει πως η άνοδος της ακροδεξιάς στην εξουσία της Ιταλίας προκαλεί ανησυχία στις προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης και σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί τη δημοκρατία και την ειρήνη. «Όχι στον κ. Βέμπερ που επισκεπτόμενος, πρόσφατα, την ιταλική πρωτεύουσα δεν έδειξε να ανησυχεί από το ενδεχόμενο μιας δεξιάς διακυβέρνησης ακόμη και από την Μελόνι».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο κ. Γεωργίου εκφράζει την άποψη πως η Τζόρτζια Μελόνι, αρχηγός ενός νεοφασιστικού κόμματος που νοσταλγεί τον Μουσολίνι, όχι μόνο δεν είναι αντισυστημική, όπως παρουσιάζει εαυτόν, αλλά αναμένεται να κλιμακώσει τις αντεργατικές πολιτικές, να οξύνει τις ανισότητες και να εντείνει τον ρατσισμό. «Μπορεί η ακροδεξιά στην Ιταλία να εκμεταλλεύτηκε τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη χώρα, με τις ευλογίες και της ΕΕ, για να κυριαρχήσει, αλλά θα πορευτεί στον ίδιο πολιτικό δρόμο».
Όπως είναι γνωστό, σημειώνει ο ευρωβουλευτής, η Μελόνι έχει δεσμευθεί ότι θα συνεχίσει τους βασικούς άξονες της πολιτικής του Ντράγκι: «θα εξακολουθήσει να στέλνει όπλα στην Ουκρανία, θα συνεχίζει να στηρίζει, πλήρως, τα σχέδια του ΝΑΤΟ και δεν θα εφαρμόσει κοινωνική πολιτική για κοινωνική ευημερία. Ήδη, εξήγγειλε πως πάνω από όλα θα θέσει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων».
Σύμφωνα με τον κ. Γεωργίου στο επίκεντρο της επίθεσής της, δε, θα βρεθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, των προσφύγων, των μεταναστών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αλλά και κάθε ανθρώπου που θα επιχειρήσει να ασκήσει κριτική στο νέο καθεστώς. «Γι’ αυτό άλλωστε και η νίκη του ακροδεξιού συνασπισμού οφείλεται, κυρίως, στην εξασφάλιση ψήφων από διάφορες δεξαμενές της ιταλικής Δεξιάς, που πείστηκαν από τον εθνικιστικό και ρατσιστικό λόγο της Μελόνι, με τον οποίο, εντέχνως, αποκρύπτει τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων που ταλανίζουν τον ιταλικό λαό».
«Καθόλου τυχαία, λοιπόν, ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας έχει πάρει τη Μελόνι υπό την προστασία του και εγγυάται στους ευρωπαίους ηγέτες την “αξιοπιστία” της και, δη, την προθυμία της για συνέχιση των νεοφιλελεύθερων, ευρωπαϊκών πολιτικών. Έτσι το διευθυντήριο των Βρυξελλών δεν ανησυχεί για τίποτα, καθώς η ακροδεξιά, για ακόμη μια φορά, λειτούργησε, ως εφεδρεία, του συστήματος εις βάρος των συμφερόντων και των αναγκών του λαού».
«Κάθε εκδοχή της ακροδεξιάς, όπου και αν δρα, ακόμη και εάν εμφανίζεται με το προσωπείο ενός μετριοπαθούς δεξιού ή “ανεξάρτητου”, αποτελεί μέγα κίνδυνο για τα συμφέροντα των λαών. Ως ΑΚΕΛ, αλλά και, ως ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, απευθύνουμε κάλεσμα σε όλους να δυναμώσουμε την αντίσταση στην ακροδεξιά, στον φασισμό και ρατσισμό, αλλά και στις αιτίες και τις πολιτικές που τα γεννούν και τα θρέφουν», καταλήγει ο κ. Γεωργίου.
Με τη σειρά του ο ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ, Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, παραπέμπει σε άρθρο του Γερμανού φιλόσοφου Θεοντόρ Αντόρνο, μέσα από το οποίο όπως αναφέρει, είχε προειδοποιήσει ότι η άνοδος της ακροδεξιάς συνδέεται άμεσα με τις αποτυχίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Όπως επισημαίνει ο κ. Κιζίλγιουρεκ, δεν είναι μόνο στην Ιταλία, αλλά πρόσφατα και στη Σουηδία και άλλες χώρες, που παρατηρούμε την άνοδο της ακροδεξιάς στην ΕΕ. «Αυτό έχει άμεσα να κάνει με το γεγονός ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους προς τους πολίτες».
Κληθείς να σχολιάσει την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ιταλία σημειώνει ότι, είναι γεγονός πως λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων χρόνων παραμερίστηκε η πολιτική ευαισθησία γύρω από την κοινωνική δικαιοσύνη και μεγάλωσαν οι κοινωνικές ανισότητες.
Ακριβώς πάνω σε αυτή τη δυσαρέσκεια των μαζών, συνεχίζει ο Ευρωβουλευτής, έρχεται η ακροδεξιά να κτίσει ένα «εθνο-λαϊκιστικό λόγο». Σύμφωνα με τον κ. Κιζίλγιουρεκ, στο αφήγημα της ακροδεξιάς, η μετανάστευση παρουσιάζεται ως απειλή προς την εθνική ταυτότητα, η έννοια της πατρίδας ερμηνεύεται με ρομαντικο-εθνικιστικούς όρους, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο αφήγημα της Μελόνι συναντάμε την τριάδα των «φασιστικών δικτατοριών ΠΑΤΡΙΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ».
“Είναι γεγονός, ότι στις χώρες που συμμετέχει στην κυβέρνηση η «εθνο-λαϊκιστική» δεξιά, υπονομεύονται οι ευρωπαϊκές βασικές αρχές και αξίες όπως η ισότητα των φύλων, το οικουμενικό δικαίωμα στο άσυλο, αλλά και η έννοια της «ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα»”.
«Εκ των πραγμάτων, τα ακροδεξιά κινήματα στρέφονται ενάντια στην ΕΕ. Με την ιδιαίτερη έμφαση που δίνουν στην εθνική κυριαρχία και την εθνική ταυτότητα, ουσιαστικά στρέφονται ενάντια στην έννοια του διαμοιρασμού κυριαρχίςας, που είναι και η ουσία της ΕΕ. Θεωρούν, λοιπόν, την ΕΕ ως απειλή κατά της κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας. Κοινό σημείο όλων των ακροδεξιών κινημάτων εντός της ΕΕ είναι ένα είδος ευρω-σκεπτικισμού που φτάνει μέχρι τα όρια της άρνησης. Δυστυχώς, σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ επικρατεί ευρω-σκεπτικισμός. Αυτή η εσωτερική απειλή δυσκολεύει τη λειτουργία της ΕΕ ως μια πολιτική οντότητα».
Παράλληλα ο Ευρωβουλευτής εκφράζει την άποψη πως στην παρούσα δύσκολη φάση που περνά η ένωση, χρειάζεται αναθεώρηση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Η κοινωνική δικαιοσύνη, σημειώνει πρέπει να προωθηθεί ως προτεραιότητα.
«Επίσης, για να καταστεί σημαντικός παίκτης στο παγκόσμιο σκηνικό η ΕΕ, πρέπει να ληφθούν μέτρα για μια κοινή και δυναμική εξωτερική πολιτική. Μια καινούρια προσέγγιση τόσο στην κοινωνική πολιτική, όσο και την εξωτερική πολιτική απαιτεί ριζική αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της ένωσης, και συνεπάγει και επιβάλλει την αλλαγή των θεμελιωδών Συνθηκών της ΕΕ. Βεβαίως, κάτι τέτοιο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη συγκατάθεση όλων των κρατών- μελών, πράγμα που φαίνεται αδύνατο με την άνοδο της ακροδεξιάς», καταλήγει.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην ΕΕ. Η μεταπολεμική δυτική Ευρώπη οικοδομήθηκε σε δύο πυλώνες εξουσίας, της Κεντροδεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας, με εναλλαγή των δύο αυτών πόλων στην εξουσία, η οποία εξασφάλιζε μια ισορροπία μεταξύ κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα και ιδεολογικές αφετηρίες», αναφέρει με τη σειρά του ο ευρωβουλευτής Κώστας Μαυρίδης (ΔΗΚΟ – S&D).
Κάνοντας αναφορά στην εποχή μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, επισημαίνει πως υπήρξε μια μετατόπιση του διπολικού συστήματος εξουσίας προς τον νεοφιλελευθερισμό, που σταδιακά εξελίχτηκε ενίοτε σε οριζόντια στροφή «πολιτικής ορθότητας» που αποδομούσε τις αξίες της συγκροτημένης δομημένης δυτικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με τον Κώστα Μαυρίδη, η επικράτηση της Τζόρτζια Μελόνι δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλώς ως επικράτηση του λαϊκισμού ή με τέτοιες υπεραπλουστεύσεις που βολεύουν τους πολιτικά υπεύθυνους στις Βρυξέλλες. «Πρόκειται για πολιτική αντίδραση απογοητευμένων και θυμωμένων πολιτών -που περιλαμβάνει μεν ακροδεξιούς και αντιευρωπαϊστές- που αποτελεί πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κύμα στην Ευρώπη με κοινό στοιχείο την οργή εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών».
Παραδοσιακά φιλελεύθερες κοινωνίες -Σουηδία, Γαλλία, Ιταλία- καθώς και άλλες συντηρητικές -Ουγγαρία, Πολωνία…- δεν γέμισαν ξαφνικά με εκατομμύρια φιλοναζιστές και μεταφασίστες, τονίζει ο ευρωβουλευτής. «Ανοικτές κοινωνίες με βαθιά ριζωμένα το στοιχεία της φιλοξενίας μεταναστών, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής προστασίας, δεν έγιναν ξαφνικά θύματα λαϊκισμού και συνθηματολογίας. Με τέτοιες επιφανειακές προσεγγίσεις είναι που το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα οδηγήθηκε σε αυτή την πολιτική δυσχέρεια».
Εκφράζει την άποψη πως, η επικράτηση της Μελόνι δεν πρόκειται να φέρει αναβίωση του φασισμού, ούτε θα οδηγήσει την ΕΕ στην κατάρρευση αφού το οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης έχει ισχυρούς δεσμούς.
Αναπόφευκτα όμως, σημειώνει ο κ. Μαυρίδης θα προκύψει προσαρμογή αφού πρόκειται περισσότερο για αντίδραση στην αποτυχία της ευρωπαϊκής ελίτ στις Βρυξέλλες να εναρμονίσει τις πολιτικές της με τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και να ανταποκριθεί σε εύλογες αγωνίες μεγάλου μέρους της κοινωνίας που οι Βρυξέλλες προσπερνούν αλαζονικά.
«Το πολιτικό Ισλάμ, με τις ακραίες αντιευρωπαϊκές επιδιώξεις του, τα χιλιάδες τζαμιά, η ασταμάτητη ροή κι εργαλειοποίηση των μεταναστών, η αδυναμία να προστατεύσουμε ως ΕΕ τα ευρωπαϊκά σύνορα, η ανάγκη προσαρμογής της ενεργειακής πολιτικής στις δυνατότητες των κρατών μελών αντί στις προτεραιότητες της Γερμανίας ή των ΗΠΑ, μαζί με άλλα τέτοια θέματα για τα οποία ο Πρόεδρος Μακρόν επέμενε με τόλμη να αναδεικνύει την ώρα που η Γερμανία έθετε προτεραιότητα τις εκλογές ή το φτηνό εργατικό δυναμικό παραγνωρίζοντας τους κινδύνους για την ΕΕ, είναι κυρίαρχα πολιτικά θέματα που απασχολούν τους πολίτες. Η προσέγγιση αξιωματούχων στις Βρυξέλλες για ραγδαία άνοδο του λαϊκισμού που η ΕΕ θα διαχειριστεί με τα εργαλεία της, προκαλεί περισσότερη απογοήτευση σε όσους πιστεύουμε στην ΕΕ ως κοινό σπίτι στη βάση των κοινών αξιών και συμφερόντων», καταλήγει ο κ. Μαυρίδης.
Η εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι σίγουρα δημιουργεί εύλογες ανησυχίες τη στιγμή που η Ευρώπη βρίσκεται σε «πόλεμο», τονίζει ο ευρωβουλευτής της Ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, Δημήτρης Παπαδάκης. «Σε έναν ενεργειακό πόλεμο, σε ένα πόλεμο κατά του πληθωρισμού ο όποιος έχει επιταθεί και λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της εισβολής της Ρωσίας. Σε αυτή τη δύσκολη χρονική συγκυρία για την Ευρώπη, χρειάζονται πολιτικές οι οποίες δεν θα υποσκάπτουν τις αποφάσεις για να υπάρξει προοπτική εξόδου από την ευρύτερη κρίση η οποία επικρατεί», αναφέρει ο Ευρωβουλευτής.
Οφείλουμε να τονίσουμε, συνεχίζει ο Ευρωβουλευτής, ότι σε πραγματικούς ψήφους, η συμμαχία της κυρίας Μελόνι δεν κέρδισε. Αντίθετα, είναι τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου τα οποία κατέγραψαν τις περισσότερες ψήφους, αναφέρει ο κ. Παπαδάκης, θέλοντας να υπογραμμίσει, «τις ευθύνες αυτών των κομμάτων τα οποία δεν συνεργάστηκαν ούτως ώστε να αποτραπεί η εκλογή της Μελόνι, λόγω του εκλογικού συστήματος της Ιταλίας».
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδάκη, αυτού του είδους οι πολιτικές, του εύκολου πολιτικού λόγου και του λαϊκισμού, βρίσκουν έδαφος σε στιγμές δύσκολες για τους λαούς της Ευρώπης οι οποίοι υποφέρουν λόγω της κρίσης η οποία έχει δημιουργηθεί ελέω των πιο πάνω γεγονότων.
Τέλος επισημαίνει πως, αυτές οι πολιτικές λοιπόν, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όχι με ευχολόγια, όχι με θεωρητικές διακηρύξεις αλλά με έμπρακτες πολιτικές όπου θα ελαφρύνουν το βάρος για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ο μοναδικός τρόπος είναι να δείξει η ηγεσία της Ευρώπης ότι είναι δίπλα στους πολίτες της και αγωνίζεται για να επιλύσει τα προβλήματα τους».