Σήμερα, θα σκαλίσω τ’ απομεινάρια του επερχόμενου τουριστικού μας ανοίγματος…

Τα θέρετρα του σκι συνέβαλαν τα μέγιστα στην ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού σε όλη την Ευρώπη, είπε σε συνέντευξή της στη βρετανική Guardian αυτή τη βδομάδα η Δρ. Άντρεα Άμον, Γερμανίδα ιατρός και τώρα Διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (ECDC).. 

Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι η επιστροφή των σκιέρ στις χώρες τους από τα χιονοδρομικά κέντρα των Άλπεων, ιδίως στην Ιταλία και στην Αυστρία, κατά την πρώτη εβδομάδα του περασμένου Μαρτίου, ήταν η αποφασιστική στιγμή της εξάπλωσης του Covid-19. Εκείνη την στιγμή, πρόσθεσε, είδαμε  ραγδαία και απότομη άνοδο του αριθμού των κρουσμάτων παντού.

Στα κέντρα αυτά υπάρχει πάντα πολύς κόσμος και ο συνωστισμός είναι μεγάλος, ιδίως στα τελεφερίκ που μεταφέρουν τους σκιέρ από και προς τις πίστες. Δεν υπάρχουν δηλαδή πιο ιδανικές συνθήκες για να απλωθεί παντού ο ιός, είπε η κ. Άμον. Και υπέδειξε ιδιαίτερα ως «πηγή του κακού» το χιονοδρομικό κέντρο κοντά στο χωριό του Ίσκαλ στην Αυστρία, απ’ όπου ιχνηλατήθηκαν και ταυτοποιήθηκαν 1800 κρούσματα εκείνη τη περίοδο. 

Αρκετά από τα περιστατικά αυτά εντοπίστηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές της Αγγλίας, όπου και συνεχίστηκε με πολύ ταχείς ρυθμούς η εξάπλωση της νόσου. Κι ενώ στην Αυστρία οι αρχές πρόλαβαν και επέβαλαν αμέσως αυστηρό λοκντάουν, στην Αγγλία όπως ξέρουμε ο Τζόνσον σχοινοβατούσε ακόμα μεταξύ θεωρίας της «ανοσίας της αγέλης», και της έντονης αντίδρασης του μεγαλύτερου μέρους της επιστημονικής κοινότητας. 

Η είδηση αυτή για τον χειμερινό τουρισμό της αρχής του χρόνου, γεννά σε όλους ανησυχία και για την πατροπαράδοτη τουριστική ιεροτελεστία του θέρους, όπου οι Ευρωπαίοι, που είναι και οι μεγάλοι πελάτες μας, κατεβαίνουν από τα ορεινά θέρετρα του σκι στους δικούς μας παραθαλάσσιους παράδεισους. 

Οι συνθήκες είναι διαφορετικές βεβαίως από εκείνες στις αρχές Μαρτίου. Έχουν πεθάνει πάρα πολλοί, και όσοι έχουμε επιζήσει το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό και στην έγκυρη λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων. Ήδη, οι αριθμοί και η εξέλιξη της νόσου μας επιτρέπουν να χαλαρώσουμε, και το κάνουμε κιόλας. 

Ο τουρισμός όμως, που είναι και η μεγαλύτερη πηγή εισοδήματός μας, είναι άλλης διάστασης πρόβλημα, που δεν μπορεί να λυθεί με την ίδια ευκολία που ανοίξαμε τις οικοδομές, τα κομμωτήρια, τις εκκλησίες, τις οργανωμένες παραλίες και τις ταβέρνες σε ανοικτούς χώρους.

Εδώ, μιλάμε για νέα μαζική εισβολή, έστω και ελεγχόμενη. Κάποιοι, οι περισσότεροι, θα έρθουν από χώρες που, βάσει συγκεκριμένων δεδομένων έχουμε χαρακτηρίσει ως ερχόμενοι από «πιο ασφαλείς χώρες». Και κάποιοι άλλοι θα περάσουν μια ελεγκτική διαδικασία, που θα κρίνει τελικά εάν μας κάνουν ή όχι, για να τους αφήσουμε να μπουν σε αεροπλάνα (γεμάτα μάλιστα) και να έρθουν. Κάτι σαν βίζα υγείας, δηλαδή. Που ίσως να είναι απαραίτητη – δεν ξέρω όμως αν και πόσο σωστή είναι τελικά, από πολλές απόψεις. 

Δεν έχω ιδέα επίσης πόσους τουρίστες περιμένουμε να έρθουν. Πενήντα χιλιάδες; Εκατό; Διακόσιοι; Όπως και να έχει, υπό τις συνθήκες που ζούμε, θα είναι πολλοί. Μακάρι όλα να πάνε καλά, και να μην έχουμε επανάληψη του φαινομένου των σκιέρ των Άλπεων, με τους παραθεριστές της Κύπρου και της Ελλάδας, και να περάσουμε σε δεύτερο κύμα, που ίσως να είναι και πιο σκληρό.

Διότι τότε πραγματικά θα αισθανθώ πολύ ηλίθιος (για να μη πω τη γνωστή λέξη), που στερήθηκα τόσα πράγματα επί σχεδόν 3 μήνες, την ελευθερία μου, τους δικούς μου, τις συνήθειές μου, ακόμα και κάποιο εισόδημά μου, για να τη βγάλουμε καθαρή σε πρώτη φάση, και τώρα, επειδή κρίνουμε ότι για οικονομικούς λόγους πρέπει να ανοίξουμε και να ανοιχτούμε, ίσως κινδυνέψουμε να μπούμε σε νέες, χειρότερες περιπέτειες.

Μακάρι να μη συμβεί αυτό. Και μακάρι να ακούσω σκληρό εξάψαλμο από εκείνους που ξέρω ότι μ’ αυτά που λέω δεν συμφωνούν. Θα πω «συγγνώμη», και θα καλέσω όλους τους φίλους μου στο εξωτερικό να επισκεφθούν την Ελλάδα και την Κύπρο… 

ΥΓ.: Όπως και νάχει, ας δώσουν επιτέλους, οι ξενοδόχοι, μεγαλύτερη σημασία και φροντίδα στον εγχώριο τουρισμό που, ιδίως στην Κύπρο, τον χάνουν όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. 
 

(*) Κάθε Κυριακή στη στήλη, επικεντρώνεται σε πράγματα που ίσως παραβλέψαμε, υποτιμήσαμε ή κρίναμε ότι αξίζει να ξαναδούμε με άλλη ματιά.