Είναι που έχουν το θράσος της άγνοιας και της αμετροέπειας τόσοι πολλοί σήμερα να κρίνουν την ΕΟΚΑ. Και να καταθέτουν δήθεν ακαδημαϊκά ερωτήματα για να μολύνουν την αγνότητα και την ουσία του. Μήπως ήταν ιστορικό λάθος ο αγώνας; Μήπως, οι αγωνιστές θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τις διεθνείς συγκυρίες;

Είναι, μάλλον, που ούτε αυτό τον αγώνα, τόσο μακρινό από τα σημερινά μας κατορθώματα, δεν είμαστε άξιοι να σεβαστούμε και να τον αφήσουμε, τουλάχιστον, στην ιστορική του σημασία. Όπως δεν σεβόμαστε τίποτε σήμερα, ούτε τον εαυτό μας, και τον ξεφτιλίζουμε.

Πάντως, κάθε φορά που η επέτειος επιβάλλει έστω και την ελάχιστη υπόμνηση, ντρεπόμαστε για το δηλητήριο. Αυτό των στρατευμένων ιστοριογράφων, των αφελών, που παριστάνουν τους μορφωμένους επί πτυχίω, που ξεσκόλισαν από τα σεμινάρια των πρεσβειών για να μην ντρέπονται όταν υποβάλλουν στο λαό, από τις μαλακές πολυθρόνες των οφικίων τους, τη διαστρέβλωση και τη διαβολή.

Για έναν αγώνα που όμοιος του δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Όπου, πάνω – κάτω, 200 μόλις αντάρτες έκαναν ένα ολόκληρο λαό επαναστάτη. Να συμμετέχει όλος ο λαός σε μια μάχη, που ήξερε ότι ήταν άνιση, αλλά ήταν αδιανόητο να πιστέψει ότι ήταν χαμένη. Γιατί ήταν μάχη για ελευθερία, δεν ήταν για υποδούλωση, όπως είναι η σημερινή.

«Με την ΕΟΚΑ η Κύπρος ολόκληρη μετετράπη σε μέγα ναό, όπου ετελείτο η λειτουργία της ελευθερίας. Δεν πολεμούσαν μόνο οι αγωνιστές που κρατούσαν τα όπλα. Πολεμούσε όλος ο λαός με τη ψυχή του (…) Τις νύχτες αόρατα παιδικά χέρια γέμιζαν τους τοίχους με ελληνικές φωνές: “Ελλάς, ελευθερία, ένωσις” κι οι δρόμοι χιόνιζαν φυλλάδια…».

Το γράφει ο Μενέλαος Χριστοδούλου, ένας από τους πιο  σπουδαίους μας γλωσσολόγους και ερευνητές, στη σειρά «κείμενα κειμήλια» των εκδόσεων Αιγαίον. Τι να τους πεις, λοιπόν, τους βαλτούς συκοφάντες της ιστορίας, όταν διερωτούνται γιατί δεν έλαβε υπόψη τις διεθνείς συγκυρίες, ένα παιδί, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης,  που όταν τον ρώτησε ο εγκάθετος των Βρετανών τι έχει να πει πριν τον στείλει στην αγχόνη, έλεγε αλύγιστος: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερία του. Τίποτα άλλο».

Μα, είναι δυνατό; Πού βρήκε τέτοια δύναμη ο Ευαγόρας; Ή, ένα παιδί, 22 χρόνων, ο Ανδρέας Παναγίδης, να γράφει στη γυναίκα του και στα τρία παιδιά του, μέσα από τη φυλακή: «Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι». Δεν είναι απίστευτο; Πόση αξιοπρέπεια και σθένος πρέπει να έχει ένας 22χρονος για να κάτσει να γράφει στα παιδιά του να γίνουν καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι, μόλις έμαθε πως θα απαγχονιστεί; Δεν έτρεμε το χέρι του; Δεν λύγισε η ψυχή του;

Σήμερα, λοιπόν; Σήμερα, που οι μορφωμένοι με τα δοκτοράτα, οι οποίοι ξέρουν να υπολογίζουν τις διεθνείς συγκυρίες, και δεν θα πέθαιναν για χάρη μιας μεγάλης ιδέας αλλά για χάρη μιας βολικής πολυθρόνας, πώς κατάντησαν τη χώρα; Και πώς κατάντησαν οι ίδιοι να υμνούν τους σουλτάνους και την κατοχή τους, διότι στο διεθνές περιβάλλον αυτοί είναι ισχυροί κι εμείς αδύνατοι και δεν δικαιούμαστε ελευθερία και δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα.

Τότε θα έλεγαν να κάτσουμε στα βραστά μας και να αφήσουμε ήσυχους τους Βρετανούς που είναι ισχυροί και μια χαρά περνούμε μαζί τους ˙ διότι έχασαν το Σουέζ, δεν ήθελαν να χάσουν και την Κύπρο. Όπως μας λένε και σήμερα. Ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να δεχτούμε την τουρκική κυριαρχία, να νομιμοποιήσουμε την αδικία, να κάνουμε την κατοχική Τουρκία αφέντη μας, για να ανοίξουν κι οι δουλειές, να πέσει εδώ χρήμα με τη σέσουλα.

Τότε, μας λένε, ήταν άλλες εποχές. Αλλά και τότε, οι ίδιοι τα ίδια θα έλεγαν. Είτε για τους Εγγλέζους, είτε για τους Τούρκους αφέντες. Γιατί η πίστη στην ελευθερία, τη δημοκρατία και το δίκαιο είναι τρόπος ζωής, δεν είναι θέμα πολιτικής ορθότητας.