Με μια εμπεριστατωμένη ανακοίνωση –που δεν συνηθίζει να το πράττει– η Νομική Υπηρεσία εξήγγειλε χθες τις αποφάσεις της για τυχόν ευθύνες σε σχέση με το θανατηφόρο τροχαίο του 2012.

Με σκεπτικό όπως αυτό που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση των 15 αστυνομικών που εμπλέκονταν στις έρευνες για τα θύματα του κατά συρροή δολοφόνου, η Νομική Υπηρεσία (ΝΥ) αποφάσισε πως για έναν εξεταστή αστυνομικό δικαιολογείται η ποινική του δίωξη, για άλλους αστυνομικούς να εξεταστεί το ενδεχόμενο πειθαρχικής δίωξης, ενώ για τον οδηγό που συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του θύματος, παρά την ευθύνη που του αποδίδεται, αποφασίστηκε να μην διωχθεί. Σημειώνεται ότι η απόφαση αυτή διαφοροποιήθηκε από τις εισηγήσεις των ανακριτών και των εισαγγελέων που τη μελέτησαν.

Από τα όσα αναφέρει η ΝΥ εξάγεται το συμπέρασμα, που ο «Φ» είχε καταγράψει, ότι δεν εντοπίστηκε η οδηγός που ήταν η αιτία να προκληθεί το θανατηφόρο, ούτε βεβαίως επιβεβαιώθηκαν όλα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας μέσω ενώ parody account για εμπλοκή επωνύμων για κουκούλωμα της υπόθεσης. Όπως αναφέρει η ΝΥ, μετά την επανεξέταση από την Αστυνομία του θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2012, με θύμα τον Ανδρέα Λοΐζου, 17 ετών, τέως από τη Μουτταγιάκα Λεμεσού, ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία. Αντικείμενο μελέτης έχοντας πλέον υπόψη όλο το μαρτυρικό υλικό, συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας που περισυνελέγη στο στάδιο της επανεξέτασης, αποτέλεσαν δύο ζητήματα: 

(α) Κατά πόσον ενδείκνυται η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα, στη βάση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, που αφορά στην πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

(β) Κατά πόσον ανακριτές που μετείχαν στη διερεύνηση του θανατηφόρου δυστυχήματος ενδείκνυται να κατηγορηθούν για το αδίκημα του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), που ποινικοποιεί την εσκεμμένη παραμέληση καθήκοντος από δημόσιο λειτουργό.

Τεκμηριωμένες εισηγήσεις, αναφέρεται, επί των ως άνω κατέδειξαν, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, πληρούνταν τα κριτήρια για την απόφαση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, επισημαίνει η ΝΥ, με το οποίο συγκρούστηκε το μοτοποδήλατο του αποβιώσαντα, ενώ είχε επαρκή ορατότητα και αντιλήφθηκε ότι άγνωστο αυτοκίνητο εισήλθε στη δική του λωρίδα, παρέλειψε να λάβει εγκαίρως οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα, π.χ. εφαρμογή φρένων ή να οδηγήσει νωρίτερα προς τα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του. Προφανώς, σε τούτο συνέτεινε και η κατανάλωση αλκοόλης, καθ’ ότι, κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, καταδείχθηκε ότι σε κάθε ουσιώδη χρόνο ο οδηγός του αυτοκινήτου υπολογίζεται ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης πέραν του επιτρεπτού ορίου, με την αναμενόμενη συμπτωματολογία.

Σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσε στην κατάθεσή του ο οδηγός του αυτοκινήτου, ο ίδιος ανέμενε να δει πρώτα την αντίδραση του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου και μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι το άγνωστο αυτοκίνητο συνέχιζε στην ίδια πορεία, προέβη σε απότομους ελιγμούς, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, να προσκρούσει στον δεξιό τοίχο της σήραγγας και ακολούθως να συγκρουστεί με το μοτοποδήλατο, στο οποίο επέβαινε ο αποβιώσας με ακόμα έναν επιβάτη. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με μαρτυρία, η άγνωστη οδηγός προσπέρασε τα δύο μοτοποδήλατα και επανήλθε στη λωρίδα της δικής της κυκλοφορίας, και δεν υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Η σύγκρουση του οδηγού του αυτοκινήτου με το μοτοποδήλατο επεσυνέβη μετά που το άγνωστο αυτοκίνητο εισήλθε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας.

«Λαμβάνοντας όμως, ενδεικτικά και μόνο, υπόψη:

(α) Την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον χρόνο που επεσυνέβη το δυστύχημα, γεγονός που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και άπτεται πολλών άλλων παραμέτρων, με σοβαρό ενδεχόμενο την ύπαρξη απόφασης Δικαστηρίου για κατάχρηση διαδικασίας, παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη ως επίσης και παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος για την έγκαιρη διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου, βλ. Χαραλαμπίδη v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ330, Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2ΑΑΔ 294.

(β) Τη μη εξασφάλιση οποιασδήποτε ουσιώδους νέας μαρτυρίας, η οποία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί κατά τον τότε χρόνο.

(γ) Την πεποίθηση που εύλογα δημιουργήθηκε στον οδηγό του οχήματος στα τόσα χρόνια που διέρρευσαν του δυστυχήματος ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποινική δίωξη, ως η τότε εισήγηση της Αστυνομίας και η απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας.

(δ) Τη μεταβολή των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του οδηγού του οχήματος στον χρόνο που μεσολάβησε,

καταλήγουμε ότι δεν ενδείκνυται η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του οδηγού σήμερα. Η ως άνω απόφαση δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση αστικών δικαιωμάτων, σε τυχόν εν εξελίξει διαδικασίες, για σκοπούς αποζημιώσεων.

Σε σχέση με τις εξετάσεις προς εντοπισμό της άγνωστης οδηγού, φαίνεται ότι δεν έγιναν όλες οι ενδεδειγμένες ενέργειες κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο. Δυστυχώς, ούτε και κατά την επανεξέταση, και παρ’ όλες τις εξετάσεις που έγιναν, δεν προέκυψε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να οδηγεί στην ταυτότητα της άγνωστης οδηγού».

Συνειδητή παράλειψη ανακριτή

Σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις των ανακριτών και άλλων υπεύθυνων αστυνομικών κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο, αναφέρει η Νομική Υπηρεσία, «έχει μελετηθεί το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της εσκεμμένης παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος από δημόσιο λειτουργό (άρθρο 134 Π.Κ.), το οποίο, στην ουσία, καθορίζει ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο, μεταξύ άλλων, την εσκεμμένη παραμέληση καθήκοντος.

Σημειώνουμε ότι από το μαρτυρικό υλικό, πλην μίας περίπτωσης που θα αναφερθούμε και θα επεξηγήσουμε στη συνέχεια, δεν διαπιστώθηκε εσκεμμένη παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον όσων συμμετείχαν στη διερεύνηση του δυστυχήματος ή προωθούσαν τον αστυνομικό φάκελο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Ωστόσο, σε μία περίπτωση, εξάγονται συμπεράσματα σε σχέση με τη γνώση ενός εκ των ανακριτών για την αναγκαιότητα να προβεί σε συγκεκριμένες ουσιώδεις ενέργειες και ταυτόχρονα, διαπιστώνεται συνειδητή παράλειψή του να προβεί σε αυτές.

Η συνέπεια των παραλείψεων επηρέασε την κρίση ως προς το θέμα της ενδεχόμενης ευθύνης για το δυστύχημα και θεωρούμε ότι ενδέχεται να στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 134 Π.Κ. Μας προβλημάτισε», προσθέτει η ΝΥ, «ο χρόνος που διέρρευσε για τυχόν προώθηση ποινικής υπόθεσης για το αδίκημα του άρθρου 134 Π.Κ.

Θεωρούμε ότι διαφοροποιείται η απόφαση αυτή από την απόφαση για μη προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου, εφόσον, στην παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι επαγγελματίες και υπεύθυνοι ανακριτές, οι οποίοι καθορίζουν την πορεία των ερευνών και γνωρίζουν ποιες ενέργειες επιβάλλεται να γίνουν, αναμένεται ότι θα εκτελούν το καθήκον τους με συνείδηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Στην προκείμενη περίπτωση είναι λόγω της ισχυριζόμενης παραμέλησης εκτέλεσης υπηρεσιακού καθήκοντος που οδηγήθηκε η όλη υπόθεση σε λανθασμένη κατεύθυνση».