Μέσα από τις στάχτες μιας από τις φονικότερες πυρκαγιές των τελευταίων ετών στην Κύπρο, γεννήθηκε ένα τραγούδι που μετατρέπει τον πόνο, την απώλεια και την οργή σε στίχο – μια κραυγή μνήμης και ευθύνης. Ο Χάρης Παπαντωνίου μιλά στο philenews για τη συγκλονιστική εμπειρία που βίωσε μέσα στην πύρινη λαίλαπα που έπληξε την επαρχία Λεμεσού και το τραγούδι που γεννήθηκε από αυτή την καταστροφή. Ένα τραγούδι που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές και δίνει φωνή στον σπαραγμό των πυρόπληκτων.

«Βιώσαμε τον εφιάλτη», λέει ο Χάρης, ο οποίος άφησε πίσω του την οικογένειά του για να μεταβεί στην περιοχή του Βούναρου στον Ύψωνα, όπου κτίζει το νέο του σπίτι για να το σώσει. Τα ξημερώματα της Πέμπτης η φωτιά είχε φτάσει κοντά στο σπίτι του.

«Από το απόγευμα της Τετάρτης, βλέπαμε τη φωτιά να πλησιάζει. Μαραζώναμε, γιατί χάνονταν τα βουνά, οι τόποι μας… και κυρίως για τα δύο θύματα. Οι γείτονες μας ενημέρωσαν ότι η φωτιά έφτασε κοντά στο σπίτι που χτίζουμε. Έτρεξα εκεί αμέσως. Ξενύχτησα με το λάστιχο στο χέρι, περιμένοντας. Ήρθαν να μας πουν να εκκενώσουμε την περιοχή, αλλά αρνήθηκα. Δεν μπορούσα να το αφήσω», περιγράφει.

Οι στιγμές ήταν δραματικές. Ο Χάρης, μαζί με γείτονες και φιλικά πρόσωπα, προσπάθησαν να σώσουν τις κατοικίες της περιοχής, την ώρα που οι καπνοί τους είχαν ήδη περικυκλώσει.

«Πνιγόμουν από τους καπνούς. Κατάφερα να κοιμηθώ για λίγο στο πάτωμα, πάνω στα κεραμικά, όταν ξημέρωσε για τα καλά. Το σπίτι είναι ακόμη ακατοίκητο. Τα ζήσαμε όλα από πρώτο χέρι», αφηγείται.

Το μεσημέρι της Πέμπτης υπήρξε αναζωπύρωση, και τότε ξεκίνησε ξανά ο φόβος της φωτιάς. Παρά την εξάντληση, το ίδιο βράδυ κάθισε στη βεράντα του σπιτιού του. Εκεί, με ένα χαρτί και ένα στυλό, άρχισε να καταγράφει τα συναισθήματά του. Έτσι γεννήθηκε το τραγούδι «Η Κύπρος Καίγεται» — ένας φόρος τιμής σε όσους έζησαν την τραγωδία, σε όσους έτρεξαν να σώσουν ζωές και περιουσίες, αλλά και σε εκείνους που δεν πρόλαβαν.

«Δεν είναι ένα τραγούδι που στοχοποιεί κάποια κυβέρνηση ή το κράτος. Φυσικά και έγιναν λάθη, όμως όλες οι κυβερνήσεις έχουν μερίδιο ευθύνης. Οι στίχοι εκφράζουν τον απλό πολίτη, τον πόνο του, την απώλεια. Μέσα σε λίγες ώρες χάθηκαν δύο ζωές, σπίτια, αναμνήσεις… τα πάντα», τονίζει.

Στίχοι:

Η Κύπρος Καίγεται

Ξεκίνησε απ’ τη Μαλιά, μεσημεριάτικος εφιάλτης,

 απ’ τα χέρια εμπρηστή, άλλαξε ο χάρτης.

Η μέρα ήτανε ζεστή, φυσούσε αέρας μανιασμένος,

ο ήλιος άλλαξε χρώμα, με αίμα κόκκινο βαμμένος.

Όμοδος, Σούνι, Λόφου, Κυβίδες, Πάχνα, Βάσα,

χωριά που γίναν φυλακές, κόσμος γύρω χωρίς ανάσα.

Καήκαν δέντρα αιώνων γης, που ρίζωσαν στα βάθη,

και ζώα πολλά χαθήκανε, από πολιτικών τα λάθη.

Καήκαν ζωές, καήκαν φωνές, χαθήκαν δυο ανθρώποι,

 που έτρεχαν για να σωθούν, καθώς κατέρρεαν οι τόποι.

Το κράτος μας με ψέματα, θέλει να δείχνει έτοιμο πάντα,

 μα τους άφησε να καίγονται, να ουρλιάζουν στη χαράδρα.

Πολλοί κοιμούνται αλλού ξανά, ξεσπίτωτοι για μέρες,

οι στάχτες γράφουν ιστορίες, και πίκρες δίχως βέρες.

Δεν ήρθαν γρήγορα οι βοές, των ξένων η βοήθεια,

μα έφτασαν όταν όλα πια, γίναν καπνός κι ερείπια.

Καήκαν χωριά, καήκαν καρδιές, τόσα βουνά χαθήκαν,

και πάνω στης Κύπρου τις πλαγιές, αποκαΐδια βρήκαν.

Μα οι Κύπριοι πονάν σιωπηλά, και λύτρωση ζητάνε,

κι έχουν μείνει μοναχοί, στις στάχτες να μετράνε.

Για όσους φύγαν στις φωτιές, δε θα σωπάσει η χώρα,

θα ψιθυρίζει η κάθε γη, τ’ όνομά τους τώρα.

Κι απ’ τα αποκαΐδια βαθιά, σε σένα που πονάς,

θα γίνω φύλλο σιωπηλό, στο δέντρο που ζητάς.