Ο Βάσος Χρίστου, πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974, γράφει για το ότι η Πολιτεία εδώ και 47 χρόνια δεν ενέκυψε για να απαλύνει – ως όφειλε– τα προβλήματα αυτών των λίγων που αντιστάθηκαν στον Τούρκο εισβολέα και πολέμησαν για την Κύπρο.
Ημέρα Μνήμης και τιμής αιχμαλώτων πολέμου του 1974 η 23 Απριλίου ημέρα του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, καθόλου τυχαία η μέρα που έχει επιλεγεί και έχει ψηφιστεί με νόμο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθότι το τροπάριο του Αγίου Γεωργίου ξεκινά με το («ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής…») τροπάριο που σιγοψάλλαμε στα μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών παρακαλώντας τον Άγιο Γεώργιο να μας βοηθήσει να απαλλαγούμε από την αιχμαλωσία και να επιστρέψουμε πίσω στα σπίτια μας και τους δικούς μας ζωντανοί. Αυτήν την ημέρα εμείς οι αιχμάλωτοι πολέμου θυμόμαστε και δεν ξεχνούμε τα βασανιστήρια τες κακουχίες και όσα έχουμε βιώσει κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας μας. Ο νους μας όμως είναι σε αυτούς πού δεν είχαν τη δική μας τύχη, στους αγνοούμενους, η πλειοψηφία των οποίων είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τους βάρβαρους Τούρκους εισβολείς αλλά και τους Τουρκοκύπριους. Αρκετοί από αυτούς εκτελέστηκαν εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια άλλων αιχμαλώτων, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πρώτων αιχμαλώτων που συνελήφθησαν εκεί στο Πέντε Μίλι τες πρώτες ώρες της εισβολής, τραγική η περίπτωση ενός από αυτούς που λίγο πριν ξεψυχήσει από τις δολοφονικές σφαίρες αναφώνησε («Θέλω να ζήσω… Θέλω να ζήσω γιατί αγαπώ πολλά την χαρτωμένη μου»), είναι και αυτοί που επέζησαν από το εκτελεστικό απόσπασμα βλέποντας τούς συντρόφους τους να πέφτουν νεκροί δίπλα τους, αφού προσποιήθηκαν τους νεκρούς κουβαλώντας μέχρι σήμερα τα σωματικά και ψυχικά τραύματα της αιχμαλωσίας.
Όλοι εμείς οι αιχμάλωτοι πολέμου που έχουμε βιώσει την απόλυτη βαρβαρότητα των Τούρκων παραμένουμε αδικαίωτοι και παραγνωρισμένοι. Σαράντα επτά χρόνια μετά, οι αιχμάλωτοι πολέμου, θύματα του πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής, διαβιούν αντιμέτωποι με σωρεία προβλημάτων ως αποτέλεσμα της κακομεταχείρισης τους στις τουρκικές φυλακές, ως αποτέλεσμα πληγών και τραυμάτων σωματικών και ψυχικών στα οποία η Πολιτεία δεν ενέκυψε για να τα απαλύνει – ως όφειλε – για τους λίγους οι οποίοι αντιστάθηκαν και πολέμησαν για την Κύπρο.
Ο Νόμος ο οποίος ψηφίστηκε το 2008 και προνοούσε κάποια ωφελήματα προς τους αιχμαλώτους πολέμου και τα εξαρτώμενα τους, καταχωνιάστηκε στα συρτάρια των αρμοδίων υπηρεσιών του κράτους και δεν εφαρμόστηκε για δέκα χρόνια με εξαίρεση τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που μας έχουν πετσοκόψει κατά καιρούς με αποκορύφωμα την εφαρμογή του ΓεΣΥ όπου μας υποχρεώνουν να πληρώνουμε φάρμακα και να γίνεται αποκοπή από τις συντάξεις μας 2,65% . Καμία επιείκεια για τους αιχμαλώτους πολέμου, από όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα όταν ψηφίστηκε ο νόμος από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ξεχνώντας όλοι ότι για να υπάρχει Βουλή και Κράτος σήμερα είναι γιατί υπήρξαν οι αιχμάλωτοι πολέμου, είναι γιατί υπήρξαν οι τραυματίες και οι ανάπηροι πολέμου, είναι γιατί υπήρξαν όλοι αυτοί πού έδωσαν άνισες μάχες με τον Τούρκο εισβολέα και το χειρότερο, αυτοί που έδωσαν ότι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τους την ζωή.
Σήμερα έχουμε απομείνει σύμφωνα με το τελευταίο επικαιροποιημένο μητρώο του Συνδέσμου μας μόνο 730 από τους 2.467 αιχμαλώτους κάθε ηλικίας , η Πολιτεία έχει υποχρέωση έστω και μετά από 47 χρόνια να μας αντιμετωπίσει σαν ανθρώπους με προβλήματα ψυχολογικά και πρόβλημα υγείας τα οποία είναι όλα κατάλοιπα της αιχμαλωσίας μας. Μετά την απόλυση μας από την αιχμαλωσία η Πολιτεία, εκτός από το ένα πιάτο φαγητό και ένα ζευγάρι ρούχα και παπούτσια, μας έδωσε και δύο λίρες που σήμερα αντιστοιχεί με 4-5 ευρώ, τόσο αξίζει και σήμερα μετά από 47 χρόνια το τιμητικό επίδομα που έχουν πάρει αρκετοί από εμάς 5 ευρώ, τόσο αντέχουν τα οικονομικά του κράτους απέναντι στην προσφορά μας προς την πατρίδα.