Τον περασμένο Νοέμβριο ανακοινώθηκαν από την Κυβέρνηση αρκετά έργα, δράσεις και κονδύλια που προέκυψαν από τις μελέτες του Εθνικού Σχεδιασμού Ανάπτυξης των Ορεινών Κοινοτήτων (ΕΣΑΟΚ), τα οποία θα υλοποιηθούν σε βάθος δεκαετίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όλη προσέγγιση είναι προς την ορθή κατεύθυνση και ότι ο σχετικός αναπτυξιακός σχεδιασμός θα βοηθήσει τις κοινότητες του Τροόδους.
Διαφαίνεται ότι το ΕΣΑΟΚ δεν προωθείται (στο παρόν τουλάχιστον στάδιο) ως «Σχέδιο Ανάπτυξης» με βάση τον Νόμο Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Ν.90/1972), αλλά ως «Πρόγραμμα Ανάπτυξης». Ως τέτοιο υπόκειται στις πρόνοιες του Νόμου για την Εκτίμηση των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από ορισμένα Σχέδια και/ή Προγράμματα (Ν.102(Ι)/2005) και θα πρέπει να περάσει από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου νόμου. Πέραν αυτού και επειδή δεν δημοσιοποιήθηκαν οι λεπτομέρειες των σχετικών μελετών δεν είναι γνωστό κατά πόσο στους διάφορους προγραμματισμούς έχουν συμπεριληφθεί και ορισμένες κρίσιμες για την ευρύτερη περιοχή δράσεις και έργα. Εν αναμονή λοιπόν των λεπτομερειών των μελετών, παρατίθενται πιο κάτω τρία μέτρα που πιστεύεται ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν αποφασιστικά τους ορεινούς οικισμούς του Τροόδους.
Διοικητική αναδιοργάνωση
Στο υλικό που δημοσιοποιήθηκε εντοπίζεται πρόταση αναδιοργάνωσης των 112 κοινοτήτων της περιοχής μελέτης σε 11-12 νέες διοικητικές περιοχές, γεγονός που συνάδει με την προωθούμενη διοικητική αναδιοργάνωση των τοπικών Αρχών με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη πρόταση δεν εντάχθηκε στις πρόσφατες ανακοινωθείσες προτάσεις του υπουργείου Εσωτερικών, οι οποίες και περιορίστηκαν σε αστικές και περιαστικές περιοχές.
Και όμως η ένταξη και ορεινών κοινοτήτων στην πρώτη φάση της αναδιοργάνωσης θα είχε θετικό αντίκτυπο στην όλη προσπάθεια διότι: α) θα ενισχυόταν το αίσθημα αλληλεγγύης που τόσο ανάγκη έχουν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, β) οι ορεινές κοινότητες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη συνεργασίας από τις αστικές περιοχές, αφού οι παρεχόμενες υπηρεσίες στις ορεινές κοινότητες είναι σήμερα υποτυπώδεις, γ) κάποιες αγροτικές κοινότητες ζήτησαν ήδη από μόνες τους να ενταχθούν από την αρχή στην προωθούμενη διοικητική αναδιοργάνωση, και δ) διότι η συμπλεγματοποίηση των υπό συζήτηση κοινοτήτων θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις μεγάλες αστικές τοπικές Αρχές (που είναι ακόμα διστακτικές λόγω κομματικών, οικονομικών κ.ά. αμφιβολιών) να συνεργαστούν στενότερα.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα εφάρμοσε, με σχετικούς νόμους, δύο διοικητικές αναδιαρθώσεις, το 1997 με το «Σχέδιο Καποδίστριας» και το 2010 με το «Πρόγραμμα Καλλικράτης». Αυτές αφορούσαν ταυτόχρονη εφαρμογή σε ολόκληρη την επικράτειά της και παρά τις αναμενόμενες δυσκολίες τα κατάφερε.
Περιφερειακός δρόμος Τροόδους
Οι προτάσεις βελτίωσης και αναβάθμισης του οδικού δικτύου στην περιοχή του Τροόδους, για το οποίο ανακοινώθηκαν αρκετά κονδύλια, φαίνεται ότι περιορίζονται στους κλασικούς σχεδιασμούς και δεσμεύσεις του Τμήματος Δημοσίων Έργων, που έγιναν στο παρελθόν (και μπορεί να πάνε πίσω δεκαετίες) και οι οποίοι βασικά αφορούν ακτινωτούς δρόμους από τα μεγάλα αστικά κέντρα και την περιφέρεια της οροσειράς προς συγκεκριμένες κωμοπόλεις ή μικρές ομάδες κοινοτήτων του Τροόδους.
Αυτό όμως που πραγματικά χρειαζόταν ήταν μια γενική επαναξιολόγηση και μια συνθετική ιεράρχηση και προγραμματισμός του οδικού δικτύου ολόκληρης της οροσειράς του Τροόδους (που εκτείνεται και πέραν των 112 ορεινών κοινοτήτων), ο οποίος θα φανέρωνε τις κρίσιμες ανάγκες βελτίωσης του οδικού δικτύου στη βάση των θεσμοθετημένων δεικτών απόδοσης και απόσβεσης, αλλά και του κοινωνικού και πολλαπλασιαστικού οφέλους που μπορεί να προκύψει για το σύνολο των οικισμών του Τροόδους. Στα πλαίσια αυτά εκείνο που φαίνεται ότι απουσιάζει από το οδικό δικτύο στην οροσειρά του Τροόδους είναι ένας βασικός συνδετικός δρόμος, ο οποίος δεν θα λειτουργεί ως υπεραστικός, αλλά ως δρόμος συνεργασίας μεταξύ των περισσότερων κοινοτήτων και ως περιφερειακός-συλλεκτήριος και δρόμος διανομής της κυκλοφορικής κίνησης, τόσο μεταξύ των κοινοτήτων όσο και μεταξύ του Τροόδους και των μεγάλων αστικών κέντρων. Οι απόψεις αυτές καταγράφηκαν στον Φιλελεύθερο (ημερ. 5.9.2000) σε άρθρο μου με τίτλο «Προσπελασιμότητα των οικισμών Τροόδους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Περιβαλλοντικές γειτονιές» σφήνα στο μπετόν
Ο περιφερειακός δρόμος Τροόδους (δύο βασικών λωρίδων, με επιλεκτικά σημεία στάσης και θέασης) θα υποβοηθούσε όλες σχεδόν τις κοινότητες της ευρύτερης περιοχής, αφού θα λειτουργούσε και ως «τουριστικός» δρόμος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου φιλοπεριβαλλοντικού δρόμου δεν είναι ούτε ο αναγκαίος σχεδιασμός (που έτσι και αλλιώς δεν είναι και τόσο δύσκολος, αφού στην ουσία αφορά: α) τη διασύνδεση υφιστάμενων οδικών τμημάτων σε μια περιμετρική ζώνη πέριξ της οροσειράς του Τροόδους, σε υψόμετρο μεταξύ 700 και 1.300 μέτρων περίπου και τα οποία καλύπτουν ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό του επιδιωκόμενου περιφερειακού δρόμου, και β) τη μικρή αναβάθμιση επιλεγμένων κρίσιμων οδικών συμβολών ή άλλων επισφαλών τμημάτων), αλλά ούτε και η έντονη τοπογραφία, αφού όπως σημειώθηκε στην ουσία ο δρόμος ακολουθεί υφιστάμενα δίκτυα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη συνειδητοποίηση της ανάγκης υλοποίησης ενός τέτοιου περιφερειακού δρόμου (που αποτελεί στην ουσία και το τελευταίο τμήμα του βασικού οδικού δικτύου που υπολείπεται η χώρα) σχετίζεται με το κατά πόσο υπάρχει διάθεση για μια γενική και ειλικρινή επαναξιολόγηση των υφιστάμενων σχεδιασμών και προγραμματισμών, καθώς και παραδοχή ότι σε κάποιους παλαιότερους σχεδιασμούς (που για διάφορους λόγους επικεντρώνονταν και αφορούσαν συγκεκριμένες κωμοπόλεις ή μικρές ομάδες κοινοτήτων) απουσίαζε η ευρύτερη διαπεριφερειακή και χωροταξική κλίμακα και θεώρηση, γεγονός που αφαιρούσε τη δυνατότητα επιμερισμού του οφέλους σε πολύ περισσότερες κοινότητες.
Νέο μοντέλο ορεινού τουριστικού χωριού
To αναξιοποίητο οικοδομικό απόθεμα της περιοχής των κοινοτήτων του Τροόδους είναι τεράστιο και θα πρέπει να αφορά αρκετές δεκάδες χιλιάδες οικιστικές κυρίως μονάδες διαφόρων επιπέδων ποιοτικής κατάστασης και στατικότητας. Σημαντικό ποσοστό του αποθέματος αυτού χρειάζεται βελτιώσεις για να καταστεί βιώσιμο, ενώ ένα επίσης μεγάλο ποσοστό (παραδοσιακών κτισμάτων ή κτισμάτων συνοδείας ή και άλλων τυπικών οικοδομών) θα μπορούσε με αρκετά συγκαταβατικό κόστος να βελτιωθεί και να τύχει αξιοποίησης τόσο για οικιστικούς όσο και για τουριστικούς σκοπούς.
Το θέμα της επαναχρησιμοποίησης παρόμοιου μεγέθους οικοδομικών αποθεμάτων δεν είναι πρωτόγνωρο. Εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία σε άλλες περιοχές του ευρωπαϊκού (και όχι μόνο) χώρου, συμπεριλαμβανομένων των Ιταλίας, Ισπανίας και Ελλάδας, όπου εγκαταλειμμένες γειτονιές ή και ολόκληροι οικισμοί έτυχαν ενιαίων ανακαινίσεων και αναπαλαιώσεων με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε ελκυστικά τουριστικά (κυρίως) συμπλέγματα. Το βασικό στοιχείο που απαιτείται για να καταστούν δυνατές τέτοιας έκτασης προσεγγίσεις είναι η αναπροσαρμογή του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου του ΚΟΤ (που στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά μια μικρή προσθήκη).
Δυστυχώς, παρόλες τις προσπάθειες του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως που χρονολογούνται, οι μικροβελτιώσεις αυτές δεν έγιναν ακόμα. Πιο συγκεκριμένα, το ζητούμενο είναι η θεσμοθέτηση ενός νέου μοντέλου τουριστικού χωριού, του «ορεινού τουριστικού χωριού», που θα διαφέρει από το κλασικό «τουριστικό χωριό» (το οποίο αφορά ένα και μόνο ενιαίο γήπεδο ανάπτυξης, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε ορεινές πολεοδομικές ζώνες ανάπτυξης με μικρά, στην πλειονότητά τους, τεμάχια γης).
Το «ορεινό τουριστικό χωριό» θα αναπτύσσεται όχι σε ένα ενιαίο τεμάχιο αλλά σε ένα σύνολο μικρών δομημένων ή αδόμητων γειτονικών τεμαχίων γης μεταξύ των οποίων θα μπορούν να παρεμβάλλονται μικρά τμήματα του οδικού δικτύου (τοπικοί δρόμοι, μονοπάτια, πεζόδρομοι κ.λπ.). Το σύνολο όμως των γειτονικών αυτών κτισμάτων θα λειτουργεί ως ενιαίο τουριστικό συγκρότημα, αφού στα παραπλήσια τεμάχια θα αναπτύσσονται οι διάφορες λειτουργίες του, η υποδοχή, οι χώροι εστίασης, οι διάφορες υπηρεσίες, τα δωμάτια φιλοξενίας κ.ά. Η πρωτοτυπία και ευελιξία του συγκεκριμένου μοντέλου είναι ότι επιτρέπει μελλοντικές προσθήκες νέων γειτονικών κτισμάτων με πρόσθετα δωμάτια ή υπηρεσίες, αφού σε μια δυναμική προοπτική νέοι ιδιοκτήτες αναμένεται ότι θα συνεργαστούν με διάφορους τρόπους με το αρχικό συγκρότημα, είτε θα ενθαρρυνθούν για να φτιάξουν τα δικά τους «ορεινά τουριστικά χωριά». Με μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο μπορεί εύκολα κάποιος να δει πληθώρα τέτοιων ορεινών χωριών που βρίσκονταν υπό μαρασμό και αναβίωσαν με βάση το πιο πάνω μοντέλο. Κορυφαίο παράδειγμα το χωριό Corippo της Ελβετίας που μετατράπηκε ολόκληρο σε ένα ενιαίο τουριστικό συγκρότημα.
Ελπίζεται πως τα πιο πάνω θα συμβάλουν στους σχεδιασμούς που αφορούν την οροσειρά του Τροόδους.