Στις αντιδράσεις, στις επιφυλάξεις και στις διαμαρτυρίες προσκρούει οποιαδήποτε προσπάθεια καταβάλλεται για μεταρρυθμίσεις. Τις τελευταίες ημέρες υπάρχουν έντονες αντιδράσεις για τις μεταρρυθμίσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Νομοθεσίες οι οποίες, παρόλο που είχαν περάσει από χίλια μύρια κύματα, εγκρίθηκαν από τη Βουλή, αφού προηγουμένως είχε διεξαχθεί ο απαιτούμενος κοινωνικός διάλογος μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων.
Kαι οι δύο μεταρρυθμίσεις αποτελούσαν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των δόσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, μέσω του οποίου η χώρα θα λάβει μέχρι το 2026 συνολικό ποσό €1.2 δισ. Στην περίπτωση της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία θα εφαρμοστεί από την 1η Ιουλίου, τόσο τα κόμματα όσο και η νυν Κυβέρνηση γνώριζαν τις πρόνοιες της. Και αυτό καθώς η συζήτηση διήρκησε μεγάλο χρονικό διάστημα και οι περισσότερες αλλαγές που έγιναν ήταν μετά από συνεννόηση μεταξύ του Υπουργείου Εσωτερικών και των κομμάτων, στη Βουλή.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι παρόλο που τα νομοσχέδια ετοιμάστηκαν επί διακυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη, οι λειτουργοί που ασχολήθηκαν με τη μεταρρύθμιση δεν έχουν αλλάξει. Συνεπώς, όλοι γνώριζαν για τις πρόνοιες της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στο χέρι τους ήταν εάν επιθυμούσαν να προχωρήσουν και σε άλλες ή διορθώσεις.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται και για την εφαρμογή του νέου συστήματος αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο περιλαμβάνεται στη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η συζήτηση για τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση κράτησε πέραν των επτά χρόνων. Η πρώτη προσπάθεια έγινε τον Σεπτέμβριο του 2015, με την κατάθεση σειράς νομοσχέδιων στη Βουλή. Τότε, η Κυβέρνηση είχε ετοιμάσει τα νομοσχέδια βάσει των δεσμεύσεων που περιλαμβάνονταν στο μνημόνιο συναντίληψης που υπογράφτηκε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τρόικας για τα οριζόντια θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στη δημόσια υπηρεσία.
Στη συνέχεια, τα νομοσχέδια απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία των κομμάτων, με αποτέλεσμα μερικά χρόνια αργότερα η προηγούμενη Κυβέρνηση να καταθέσει νέα νομοθετήματα, στα οποία περιλαμβάνονταν και θέσεις των κομμάτων.
Τελικά, μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων τα νομοσχέδια εγκρίθηκαν τον Ιανουάριο του 2022. Παρόλο που η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν ήταν πλήρως ικανοποιημένη από την τελική μορφή που πήραν τα νομοσχέδια, τα οποία ουσιαστικά είχαν αποδυναμωθεί σε σχέση με τα αρχικά, καθώς δεν εξυπηρετούσαν τον αρχικό σκοπό της μεταρρύθμισης, ωστόσο, θεωρούσε πως ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός.
Ειδικά οι αλλαγές στο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων θεωρούνταν πως θα συνέβαλλαν στην αξιολόγηση των εργαζομένων σύμφωνα με τα προσόντα, την ακαδημαϊκή μόρφωση και την παραγωγικότητα τους και όχι βάσει και των γνωριμιών τους, της κομματικής τους προέλευση και του ρουσφετιού. Ή ισοπεδωτικά. Με την αξιολόγηση σχεδόν όλων ως εξαίρετων.
Προτού το νέο σύστημα τεθεί σε εφαρμογή υπήρχε περιθώριο σχεδόν ενός χρόνου για να κινηθούν όλες οι διαδικασίες αλλά και για να ενημερωθούν οι επηρεαζόμενοι. Δυστυχώς, παρά τις επιφυλάξεις που εκφράζονταν κατά καιρούς, αυτές δεν ήταν τόσο έντονες, ώστε να αλλάξουν κάποιες διαδικασίες.
Στο παρά πέντε της εφαρμογής του νέου συστήματος, άρχισαν εντονότερες διαμαρτυρίες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις διαφάνηκε πως δεν ακολουθήθηκαν οι ενδεδειγμένες διαδικασίες από τη δημόσια διοίκηση.
Τώρα δεν έχει σημασία ποιος έχει την ευθύνη. Σημασία έχει πως δημιουργήθηκε μια αναστάτωση, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν υπήρχε ένας πιο σωστός συντονισμός. Κάποιοι αποδίδουν τις διαμαρτυρίες στο γεγονός ότι ίσως κάποιοι επιθυμούν να παραμείνει το στρεβλό και ισοπεδωτικό προηγούμενο σύστημα αξιολόγησης, με το οποίο σχεδόν όλοι οι κυβερνητικοί αξιολογούνταν ως εξαίρετοι.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε όλοι πως δεν πρέπει να συντηρούνται οι κακές πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν τη δημόσια υπηρεσία στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Δεν θα πρέπει να μας τρομάζουν το νέο, οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις, αλλά θα πρέπει να μας τρομάζουν η ασυνεννοησία, η ανοργανωσιά, η ασυνέπεια και οι κακοί χειρισμοί. Θα ήταν καλό να αφήσουμε και τις δύο μεταρρυθμίσεις να εφαρμοστούν και στην πορεία, όταν εντοπιστούν και κατανοηθούν τα προβλήματα, να ακολουθήσουν οι απαιτούμενες αλλαγές.