Στη σύγχρονη εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, οι δικηγόροι καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ανάγκη για δημόσια παρουσία και στη διατήρηση της δεοντολογικής τους ακεραιότητας.

Η μετάβαση από τον παραδοσιακό δικηγόρο στον σύγχρονο επαγγελματία που διαχειρίζεται ψηφιακό προφίλ μπορεί να δημιουργήσει διάφορα εύλογα ερωτήματα, όπως μέχρι πού μπορεί να φτάσει η επικοινωνία με το κοινό χωρίς να αγγίζει τα όρια της απαγορευμένης προβολής; Mπορεί η ανάγκη για ενημέρωση του κοινού συχνά να συγκρούεται με τον κίνδυνο της εμπορευματοποίησης της δικηγορικής υπηρεσίας και πότε η ενημέρωση μετατρέπεται σε αυτοπροβολή και πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η ισορροπία;

Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου έχει θεσπιστεί με τον Περί Δικηγόρων Νόμου (ΚΕΦ.2), τους περί Δεοντολογίας των Δικηγορών Κανονισμούς, οι οποίοι θέτουν το γενικό πλαίσιο ότι οι δικηγόροι δύνανται να ενημερώνουν για τις υπηρεσίες τους, υπό την προϋπόθεση ότι το πράττουν με ευπρέπεια, ακρίβεια και σεβασμό προς τον θεσμικό τους ρόλο.

Αθέμιτη πρακτική

Τεχνικές μάρκετινγκ που θυμίζουν εμπορική διαφήμιση, όπως υπερβολικές υποσχέσεις επιτυχίας, επιθετική προώθηση ή σύγκριση με άλλους συναδέλφους, συνιστούν αθέμιτη πρακτική και αντιβαίνουν στην επαγγελματική δεοντολογία.

Ως εκ τούτου, όπως ρητά αναγράφεται στους προαναφερόμενους κανόνες και συγκεκριμένα στο Άρθρο 19.2(α) «οποιαδήποτε διαφήμιση ή δημοσιότητα δικηγόρου ή δικηγορικού οίκου δεν πρέπει να είναι ανακριβής, αναληθής, παραπλανητική, ή να δίδει την εντύπωση της αυτοεξύμνησης».

Ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγόρων στην Κύπρο, θέτει το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να κινείται κάθε δικηγόρος. Οι ρυθμίσεις αυτές επιτρέπουν μεν τη γνωστοποίηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ενός δικηγόρου, αλλά επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια και η σοβαρότητα του λειτουργήματος.

Παραπλανητικές ή υπερβολικές δηλώσεις, χρήση επιθετικής ή συναισθηματικά φορτισμένης διαφήμισης, υποσχέσεις για σίγουρη επιτυχία, ή ανάμειξη τρίτων (π.χ. πρακτόρων) με σκοπό την προσέλκυση πελατών, γνωστή και ως “client hunting”, απαγορεύονται ρητά και θεωρούνται πειθαρχικά παραπτώματα. Οι απαγορεύσεις αυτές εφαρμόζονται αυστηρά, καθώς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου σε αρκετές περιπτώσεις έχει επιβάλλει κυρώσεις σε δικηγόρους που προέβησαν σε δημόσια προβολή εκτός των δεοντολογικών ορίων.

Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Κατευθυντήριες Γραμμές του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE) ενισχύουν την ίδια προσέγγιση, επισημαίνοντας πως κάθε μορφή προβολής πρέπει να υπηρετεί τη σοβαρότητα του λειτουργήματος και όχι την προσωπική ματαιοδοξία ή τον ανταγωνισμό με καθαρά εμπορικά κριτήρια.

Η συγκριτική ανάλυση με πρακτικές που εφαρμόζονται σε πιο φιλελεύθερα νομικά συστήματα, όπως εκείνο του Ηνωμένου Βασιλείου, αναδεικνύει την ανάγκη για μέτρο και πλαισίωση κάθε δημόσιας δραστηριότητας, ακόμη και όταν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο προώθησης ενημερωτικού περιεχομένου ή νομικών υπηρεσιών μέσω διαδικτύου. Επομένως, η δεοντολογική ευθύνη δεν αφορά μόνο την πρόθεση του δικηγόρου αλλά και το αποτέλεσμα της δημόσιας παρουσίας του, τόσο απέναντι στους συναδέλφους όσο και προς το κοινό.

Η ψηφιακή διάσταση

Στη σημερινή εποχή, στο επάγγελμα του δικηγόρου, όπως και σε πολλά άλλα επαγγέλματα, το στοιχείο της ψηφιακής διάστασης έχει γίνει πλέον αρκετά έντονο, καθώς η ραγδαία εξάπλωση των ψηφιακών μέσων έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα.

Δικηγορικά γραφεία επενδύουν πλέον σε ιστοσελίδες, blogs και κοινωνικά δίκτυα (LinkedIn, Facebook, Instagram), προκειμένου να παρουσιάσουν τις υπηρεσίες και την τεχνογνωσία τους. Αυτή η προβολή μπορεί να είναι θεμιτή, εφόσον τηρεί τις βασικές αρχές διαφάνειας, αντικειμενικότητας και αξιοπρέπειας.

Παραμένει, ωστόσο, απαραίτητο να αποφεύγονται οι υπερβολές και οι δηλώσεις που μπορεί να παραπλανήσουν το κοινό ως προς τα αποτελέσματα ή τις ικανότητες του δικηγόρου. Παράλληλα, το φαινόμενο του «προσωπικού brand» αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία στον νομικό χώρο, με πολλούς νέους δικηγόρους να επενδύουν στην εικόνα τους μέσω επαγγελματικών φωτογραφήσεων, χορηγούμενων αναρτήσεων και παρουσίας σε «lifestyle» μέσα.

Ωστόσο, αυτή η τάση ενέχει προφανείς κινδύνους, καθώς μπορεί να απομακρύνει τον δικηγόρο από την ουσία του λειτουργήματός του, μετατρέποντάς τον σε «πάροχο υπηρεσιών» με εμπορικά κριτήρια, κάτι που επηρεάζει την αντίληψη του κοινού για τον ρόλο του.

Από την άλλη πλευρά, το νομικό επάγγελμα δεν μπορεί να λειτουργήσει στο κενό, αφού ο έντονος ανταγωνισμός, η ψηφιακή επικοινωνία και οι αυξανόμενες απαιτήσεις των πελατών καθιστούν επιβεβλημένη τη στοχευμένη δημόσια παρουσία. Το ζητούμενο είναι η προβολή να παραμείνει ελεγχόμενη, μετρημένη και ευθυγραμμισμένη με τις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος όπως αξιοπρέπεια, ανεξαρτησία, εχεμύθεια, καθώς και σεβασμός προς τους υπόλοιπους συναδέλφους.

Περιεχόμενο ουσίας και ειλικρίνεια

Συνοψίζοντας, η γραμμή μεταξύ ενημέρωσης και διαφήμισης δεν είναι πάντοτε σαφής και, συνεπώς, δεν είναι το μέσο που καθορίζει την παραβίαση των κανόνων, αλλά η πρόθεση και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται.

Ένας δικηγόρος που επιθυμεί να διατηρήσει το κύρος του, χωρίς να μείνει αόρατος, πρέπει να επενδύσει σε περιεχόμενο ουσίας, να επικοινωνεί με ειλικρίνεια και να παραμένει πιστός στον ρόλο του ως λειτουργού της Δικαιοσύνης. Η προβολή δεν θα πρέπει να αποτελεί εχθρό ή εμπόδιο στην εξέλιξη του δικηγορικού επαγγέλματος, και όταν γίνεται με σεβασμό στις αρχές του επαγγέλματος, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού προς το δικηγορικό επάγγελμα, στους δικηγόρους, οι οποίοι θεωρούνται και πρέπει να είναι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.

*Senior Legal Advisor I, KPMG Law, Theodorides, Georgiou, Iacovou & CO LLC