Είτε τονίσεις το «δεν», είτε το «βαριέσαι», η φράση έχει σαφή ερμηνεία. Το «ΔΕΝ βαριέσαι», σημαίνει ότι συμβαίνουν πολλά, δεν πλήττεις ποτέ, μπορεί να κουράζεσαι, αλλά τουλάχιστον είσαι ζωντανός και έχεις πολλές επιλογές. Δεν σου αρέσει το ένα, γυρνάς την πλάτη και πας στο άλλο.

Με τον τόνο στο «βαριέσαι», αλλάζει το πράγμα. Δε ΒΑΡΙΕΣΑΙ; …, με ένα αμυδρό ερωτηματικό στο τέλος η λέξη. Το ερωτηματικό στην Ελλάδα, αφήνει πάντα πολλά πράγματα ανοικτά. Σε εκκρεμότητα, που μπορεί να διαρκέσει … αιώνες. Αυτό, ίσως να είναι και ψυχοθεραπευτικό. Το αφήνεις στην άκρη.

Όσοι θυμάστε το παρακάτω τραγούδι του Κώστα Χατζή, σίγουρα το καταλαβαίνετε:

Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον καίει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα
Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέ -, βρε δε βαριέσαι αδερφέ

Δηλαδή, οι τρεις φίλοι το βλέπουν το πρόβλημα, το καταλαβαίνουν, αλλά δεν το αφήνουν να τους πάρει από κάτω. Ακόμα κι όταν φτάσουν τα πράγματα σε ακραία κατάσταση. Που, χειρότερη δεν υπάρχει:

Κάποιος στην άκρη του γκρεμού
κοιτάει το τέλος τ’ ουρανού
μονάχος του πεθαίνει
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στο στήθος του πηγαίνει
Κι εμείς οι άλλοι, μα το ναι
κάνουμε πάρτι ρεφενέ
Βρε δε βαριέ, βρε δε βαριέσαι αδερφέ.

Πέρα από την δραματικότητα του πράγματος – εμείς οι Έλληνες είμαστε «μανούλες» στο να φέρνουμε, να σπέρνουμε, αλλά και να … ωραιοποιούμε μια καταστροφή.
Έχετε προσέξει αλήθεια πόσα ελληνικά τραγούδια έχουν χαρούμενο σκοπό, αλλά τα λόγια σου φέρνουν κλάμα και απελπισία;
Χαρακτηριστική περίπτωση, ένα παλιό τραγουδάκι με σκοπό ένα χαρούμενο βαλσάκι, που ο στίχος του λέει: «Κι η βαρκούλα γύρισε μόνη, δίχως μέσα τον ψαρά!…».
Πνίγηκε προφανώς ο ψαράς! Αλλά το καΐκι ακόμα αρμενίζει. Το τραγούδι το ερμηνεύει ο Τώνης Μαρούδας, αν θέλετε να το ψάξετε.
Το «δε βαριέσαι», μου προέκυψε χθες, συζητώντας σε πολιτικά στέκια των Αθηνών με στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που ετοιμάζονται το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, για την έκτακτη συνεδρία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τον τωρινό πρόεδρό τους, Νίκο Ανδρουλάκη.
Ο ίδιος, προ ημερών, είπε ότι στην ΚΕ θα ληφθούν αποφάσεις για «την συνέχεια της προσπάθειας», με συγκεκριμένα μέτρα και στόχους. Όποιος υπονομεύσει αυτήν την προσπάθεια, πρόσθεσε, «θα διαγραφεί».
Αυτομάτως, με αυτόν τον τρόπο, ο: Ανδρουλάκης εξαγρίωσε εκείνη τη πτέρυγα του κόμματος, που τον θεωρεί λίγο, και επιπλέον, δεν βρίσκει σοβαρό το επιχείρημα ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μην έπιασε τον στόχο του στις ευρωεκλογές (δηλαδή να περάσει τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελακη και να γίνει 2ο κόμμα), «αλλά είναι η μόνη παράταξη που αύξησε τα ποσοστά της».
Για μένα τώρα, αυτό το επιχείρημα που ακούω και λένε συνέχεια στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. τις τελευταίες μέρες εδώ στην Ελλάδα είναι ότι αυξήσαμε το ποσοστό μας, ανεβήκαμε από το 8% που ήμασταν όταν αρχίσαμε την ανάκαμψη, και σιγά-σιγά έχουμε φτάσει στο 13%, και ανεβαίνουμε.
Ένα λεπτό! Ένα λεπτό! Για να το πάρουμε αλλιώς ρε παιδιά, να μην τρελαθούμε εντελώς κιόλας εδώ πέρα:
Για παράδειγμα, εγώ θέλω να μπω στην Ιατρική Αθηνών – την δυσκολότερη πανεπιστημιακή σχολή που υπάρχει στην Ελλάδα. Την πρώτη φορά που έγραψα στις εξετάσεις, πήρα βαθμό 12. Την επόμενη χρονιά, διάβασα περισσότερο. Όπως το ΠΑΣΟΚ, αύξησα την βαθμολογία μου στο 13 (με άριστα το 20). Ξανάδωσα και 3η φορά. Στο μεταξύ, οι παλιοί συμμαθητές μου που μπήκαν με την πρώτη, ήταν κιόλας στο 3ο έτος. Αύξησα τον βαθμό μου στο 14, αλλά πάλι έμεινα εκτός.
Προφανώς!. Δεν μπαίνεις στην Ιατρική Αθηνών με 14, ακόμα κι αν ανέβηκες εκεί από το 12. Θέλεις από 19 και πάνω.
Επομένως; Απλό. Μην το πολυσκαλίζουμε: Διάλεξε άλλη σχολή!
… έναν καφενέ!