Υπάρχουν πολλοί νέοι στην Κύπρο, ηλικίας 15-29 ετών, που απoφεύγουν ή δεν επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, ούτε να παρακολουθήσουν κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Σύμφωνα με χθεσινά στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό αυτών των Κυπρίων νέων έφθασε το 12,9% το 2024, λίγο μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 11%.
Συνήθως οι νέοι αυτοί στηρίζονται σε επιδόματα για να τα βγάλουν πέρα και η απώλεια φόρων από την απουσία τους από την αγορά εργασίας επιβαρύνει τις χώρες της ΕΕ με ετήσιο κόστος 153 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σημαντικό είναι, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, το χάσμα που παρατηρείται στις χώρες της Ένωσης για το ποσοστό των νέων που δεν ενσωματώνονται στην αγορά εργασίας ή δεν εντάσσονται σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Τα άτομα αυτά είναι γνωστά ως NEET (Not in Education, Employment or Training) και το μεγαλύτερο ποσοστό (19,4%) παρουσιάζεται στη Ρουμανία και το χαμηλότερο (4,9%) στην Ολλανδία.
Το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό (15,2%) καταγράφεται στην Ιταλία και ακολουθούν η Λιθουανία 14,7%, η Ελλάδα 14,2%, μετά η Κύπρος 12,9%, η Βουλγαρία 12,7%, η Γαλλία 12,5%, η Ισπανία 12%, η Εσθονία 11%, Ουγγαρία 10,9%, Φιλανδία 10%, Βέλγιο και Λουξεμβούργο 9,9%, Πολωνία 9,4%, Αυστρία 9,2%, Γερμανία 8,5%, Δανία 8%, Σλοβενία 7,6%, Μάλτα 7,2%, Σουηδία 6,3%.
Για αυτή την ηλικιακή ομάδα, η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό των νέων NEET να είναι μικρότερο από 9% έως το 2030 και αρκετές χώρες, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, έχουν ήδη επιτύχει τον στόχο του 2030. Επισημαίνεται για αυτή την κατηγορία ότι το ποσοστό των νέων εκτός απασχόλησης/εκπαίδευσης/κατάρτισης είναι ένας δείκτης που μετρά το ποσοστό μιας ομάδας πληθυσμού που δεν εργάζεται και δεν συμμετέχει σε περαιτέρω εκπαίδευση ή κατάρτιση. Αυτά τα άτομα μπορούν να υποδιαιρεθούν σε άνεργους και σε άτομα που θεωρούνται εκτός εργατικού δυναμικού (με άλλα λόγια, δεν έχουν εργασία και δεν αναζητούν ενεργά εργασία).
Το συνολικό ποσοστό των NEETs μειώθηκε στην ΕΕ κατά -4,7 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2014 και 2024. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η μεγαλύτερη μείωση στα ποσοστά μέσα σε δέκα χρόνια σημειώθηκε στην Ελλάδα (-12,5 π.μ.), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (-11,3 π.μ.), την Κροατία (-11,1 π.μ.), την Ιταλία (-11,0 π.μ.) και την Ιρλανδία (-10,2 π.μ.). Υπήρχαν επίσης δύο χώρες που παρουσίασαν αυξήσεις στα ποσοστά NEET από το 2014: η Λιθουανία (+1,8 ποσοστιαίες μονάδες) και το Λουξεμβούργο (+3,4 ποσοστιαίες μονάδες).
Η Δανία κατέγραψε τα ίδια ποσοστά NEET και στα δύο υπό εξέταση έτη. Τα ποσοστά στις χώρες της ΕΕ για άτομα ηλικίας 15-29 ετών που απoφεύγουν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, ούτε παρακολουθούν κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης και έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης κυμαίνονταν από 5,9% στην Ιρλανδία έως 34,4% στη Ρουμανία το 2024.
Εξετάζοντας πιο προσεκτικά αυτά τα στοιχεία, 10 χώρες είχαν υψηλότερα ποσοστά NEET από τον μέσο όρο της ΕΕ και αυτές οι χώρες ήταν: Αυστρία (12,9%), Ιταλία (13,3%), Σλοβακία και Κύπρος (και οι δύο 14,0%), Ουγγαρία (14,2%), Γαλλία (14,4%), Λιθουανία (15,8%), Ισπανία (16,2%), Βουλγαρία (16,5%) και Ρουμανία (34,4%).
Πιο δύσκολη η μετάβαση
Η Eurostat στην ανάλυσή της αναφέρει ότι «με την πάροδο του χρόνου, η μετάβαση από την εκπαίδευση στην εργασία έχει γίνει πιο περίπλοκη. Σήμερα, οι νέοι αλλάζουν εργασία πιο συχνά και χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να σταθεροποιηθούν στην αγορά εργασίας, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Έχει γίνει πιο συνηθισμένο για τους φοιτητές της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να εργάζονται με μερική απασχόληση ή εποχιακά για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους».
Επιπλέον σημειώνεται πως «έχει γίνει επίσης πιο συνηθισμένο για τους νέους εργαζόμενους να επιστρέφουν στην εκπαίδευση ή την κατάρτιση για να βελτιώσουν τα προσόντα τους. Ως αποτέλεσμα αυτού, η μετάβαση από την εκπαίδευση στην εργασία έχει γίνει λιγότερο σαφής, με ένα αυξανόμενο ποσοστό φοιτητών που εργάζονται και ένα αυξανόμενο ποσοστό ατόμων που εργάζονται και σπουδάζουν».