Ο χώρος που μέχρι πριν λίγα χρόνια φιλοξενούσε το αεροδρόμιο της Αθήνας, μετατρέπεται -με επένδυση 8 δις- σε ένα τεράστιο πάρκο με διάφορες αναπτύξεις και χρήσεις. Μία από αυτές, είναι και το εμπορικό κομμάτι με την επωνυμία Riviera Galleria, σχεδιασμένη από τον διεθνούς φήμης Ιάπωνα αρχιτέκτονα Κένγκο Κούμα.

Η προνομιακή θέση του τεμαχίου που φιλοξενούσε το αεροδρόμιο της Αθήνας, το γνωστό Ελληνικό, παύει να είναι ένας εγκαταλελειμμένος χώρος. Φιλοδοξία της Lamda Development, που ανέλαβε την ανάπλαση του χώρου, είναι η μετατροπή του σε αθηναϊκή Ριβιέρα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εν εξελίξει αστική ανάπλαση στην Ευρώπη, σε ένα τεμάχιο γης 2.000.000 τ.μ. Μέρος της αποτελεί και η Riviera Galleria, ένας προορισμός 23.000 τ.μ. για αγορές και αναψυχή κατά μήκος του παραλιακού μετώπου, πάνω από τη μαρίνα του Αγίου Κοσμά, με θέα τον Σαρωνικό.

Το παράξενο, αλλά και ενδιαφέρον ταυτόχρονα, είναι πως τον σχεδιασμό του εν λόγω εμπορικού τμήματος έχει αναλάβει ο Κένγκο Κούμα, ένας αρχιτέκτονας του οποίου βασικό γνώρισμα στην μέχρι τώρα πορεία, είναι η «αποδόμηση» των κτιρίων. Στο θεμελιώδες κείμενό του «Anti-Object: The Dissolution and Disintegration of Architecture» (Αντι-Αντικείμενο: Η διάλυση και διάσπαση της Αρχιτεκτονικής) που γράφτηκε το 2008, επικρίνει την υπερβολική «αντικειμενοποίηση» που διαπερνά τη δυτική αρχιτεκτονική και μας εμποδίζει να «δημιουργήσουμε μια υγιή σχέση με τον έξω κόσμο», όπως αναφέρει. Ταυτόχρονα όμως, προτείνει «μια εναλλακτική μορφή αρχιτεκτονικής που σέβεται το περιβάλλον αντί να κυριαρχεί πάνω του» εξηγώντας πως δική του μέθοδος είναι να αποφεύγει τις ηρωικές χειρονομίες, «γιατί φτάνεις σε ένα σημείο όπου οι ηρωισμοί σκοτώνουν την ομορφιά».

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εμπλοκή του Κούμα στον σχεδιασμό της Riviera Galleria αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον: πως θα καταφέρει ένας «αντιεμπορικός» αρχιτέκτονας να σχεδιάσει ένα κατ΄εξοχήν εμπορικό κτίριο χωρίς να ξεφεύγει από τις βασικές αρχές του;

Στις παρουσιάσεις που έχουν γίνει, το έργο χαρακτηρίζεται ως μια μάλλον χαμηλόφωνη, αρχιτεκτονικά, χειρονομία, ένα οριζόντιο κτίσμα με απλές γραμμές και με σημείο αναφοράς το κυματιστό του στέγαστρο, εμπνευσμένο από τα κύματα της θάλασσας και τα πανιά των ιστιοπλοϊκών. «Θέλαμε να αναδείξουμε το δυναμισμό των κυμάτων», εξήγησε ο επί κεφαλής του έργου Άρης Καφαντάρης. «Γνωρίζουμε ότι σε ένα χαμηλό και επίμηκες κτίριο που εκτείνεται οριζοντίως, η ογκοπλασία του κτιρίου τείνει να καταλήγει επίπεδη και μονότονη. Θέλαμε λοιπόν να δώσουμε την αίσθηση της κίνησης στο λευκό ημιδιαφανές στέγαστρο και να εκφράσουμε μέσω της κυματιστής γεωμετρίας την αίσθηση του ανέμου που φυσάει. Φροντίσαμε επίσης να διασπάσουμε το κτίριο όσο το δυνατόν περισσότερο και να δημιουργήσουμε διαμπερή περάσματα και μια ποικιλία στεγασμένων και ημι-στεγασμένων χώρων που είναι ανοιχτοί προς τη θέα της θάλασσας ή των βουνών προς το μητροπολιτικό πάρκο».

Όσον αφορά τα υλικά, παρόλο που η εικόνα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την πέτρα, το ξύλο ήταν και παραμένει εξαιρετικά σημαντικό για τον πολιτισμό του τόπου. «Το πρότυπο και το αρχιτεκτονικό προηγούμενο των μαρμάρινων ναών της αρχαιότητας ήταν οι ξύλινοι ναοί, από τους οποίους εξελίχθηκε η γλώσσα της κλασικής αρχιτεκτονικής. Εδώ, στο δικό μας έργο, εφαρμόζουμε το ξύλο ως στήριγμα για τον καμβά του στεγάστρου: ένα ξύλινο κύμα που κινείται παράλληλα με ένα ημιδιαφανές σύννεφο που φιλτράρει και διαχέει τον αττικό ήλιο» προσθέτει ο αρχιτέκτονας.

Το έργο είναι προγραμματισμένο να ξεκινήσει μέσα στη χρονιά και να ολοκληρωθεί μέχρι το 2025. Η όλη ανάπλαση περιλαμβάνει οικιστικές αναπτύξεις, ξενοδοχειακές μονάδες, εμπορικές δραστηριότητες, χώρους οικογενειακής απασχόλησης και διασκέδασης, μουσεία, κέντρα πολιτισμού, κέντρα υγείας και ευεξίας, αθλητικές εγκαταστάσεις και χώρους αναψυχής, καθώς και ένα πάρκο εκπαίδευσης, έρευνας και επιχειρηματικότητας. Προβλέπεται επίσης η πλήρης διαμόρφωση της υπάρχουσας μαρίνας καθώς και η αναβάθμιση και ανάδειξη ολόκληρου του παραλιακού μετώπου, με στόχο την επανατοποθέτηση της Αθήνας ως ενός εκ των σημαντικών τουριστικών προορισμών.