Ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της Ελλάδας, ο Γιώργος Χατζημιχάλης, μας ταξιδεύει στο εικαστικό του σύμπαν, στις ιδέες και σκέψεις που διαμόρφωσαν μεγάλες ενότητες έργων του, με αφορμή την αναδρομική έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη, η οποία καλύπτει μια διαδρομή 56 χρόνων.
Ένα φθινοπωρινό πρωινό, παρακολουθήσαμε τη διαδικασία του στησίματος της έκθεσης του Γιώργου Χατζημιχάλη, που απλώνεται σε όλους τους ορόφους του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς. Περιδιαβήκαμε τις αίθουσες ανάμεσα στους μαστόρους και ξεναγηθήκαμε από τον ίδιο σε κάποια εμβληματικά έργα του, που διαγράφουν την καλλιτεχνική διαδρομή 56 χρόνων. Ήταν δύσκολο να χωρέσουν ακόμα σ’ ένα μεγάλο μουσείο όπως το Μπενάκη, γι’ αυτό και η αναδρομική έκθεσή του, με τίτλο «Γιώργος Χατζημιχάλης. Έργα από το 1966 έως το 2022», θα παρουσιαστεί σε δυο μέρη.
Στην αρχή της συνάντησής μας ο καλλιτέχνης μας μίλησε για τη σύνδεσή του με την Κύπρο και τους ανθρώπους της.Θυμάται ήρθε για πρώτη φορά στη Λευκωσία ως φωτογράφος, μαζί με τον δημοσιογράφο Άλκη Κούρκουλα, με σκοπό να πάνε απέναντι στη Βηρυτό και να καλύψουν την πολιορκία της πόλης για το ΒΒC. «Μείναμε 4-5 μέρες στη Λευκωσία. Θυμάμαι που η κοπέλα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου μας είχε πει ότι το μόνο πράγμα που διέσωσε κατά την εισβολή από το σπίτι της, ήταν η εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη. Το βρίσκω τρομερά σημαντικό. Μετά από χρόνια, η σχέση μου με την Κύπρο αναπτύχθηκε μέσω του Κύριλλου Σαρρή και του Βάσου Φτωχόπουλου, και βεβαίως μέσα από τις συναυλίες που έκανε η γυναίκα μου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Έχω έρθει αρκετές φορές στην Κύπρο μαζί της. Επίσης συνδέομαι με τον Χαράλαμπο Μπακιρτζή, τέως διευθυντή του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης. Έχουμε κάνει ένα έργο μαζί με αφορμή την ανασκαφή του στη Σύναξη Μαρωνείας, και έχουμε μια μεγάλη συνεργασία για πολλά χρόνια».
-Αυτοπροσδιορίζεστε ως ζωγράφος, παρόλο που χρησιμοποιείτε και άλλα εικαστικά μέσα. Γιατί; Βλέπω τα πράγματα με τη ματιά του ζωγράφου και χρησιμοποιώ ως μέσο τη ζωγραφική, τη φωτογραφία, το βίντεο, τα κείμενα, τις εκτυπώσεις. Η ζωγραφική για μένα είναι ένα μέσο πολύ ελεύθερο, γιατί έχει το πλεονέκτημα να απεικονίζει πράγματα που δεν είναι ορατά, έξω από την πραγματικότητα, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει με άλλα μέσα.
-Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Μεγάλωσα σε ένα αστικό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας, γεννημένος το 1900 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και στην Αθήνα κατάφερε να γίνει ένας πολύ πετυχημένος έμπορος. Η σχέση μου με τις τέχνες ξεκίνησε πολύ νωρίς. Ο πατέρας μου, μου έδινε ένα χαρτζιλίκι για να αγοράζω βιβλία τέχνης από τον Ελευθερουδάκη. Πέθανε όταν ήμουν 14 χρονών και δεν θα ήθελε να γίνω ζωγράφος.
-Πώς επέδρασε στη ζωή και στο έργο σας ο θάνατός του; Σταμάτησα να πηγαίνω σχολείο, δεν έχω τελειώσει το Γυμνάσιο. Καθόμουν και ζωγράφιζα. Μετά την τρίτη Γυμνασίου πήγαινα σε σχολεία που δεν ήσουν υποχρεωμένος να τα παρακολουθείς. Τα έργα μου, του 1968-1969, είναι έργα της θλίψης και του κενού που ένιωθα από τον θάνατο του πατέρα μου. Είναι πολύ εξπρεσιονιστικά, επηρεασμένα πολύ από τη μαύρη περίοδο του Γκόγια κυρίως και από κάποιες σκηνές από έργα του Αϊζενστάιν. Αυτή η περίοδος κράτησε τέσσερα χρόνια.
-Και πώς βγήκατε από αυτήν; Όταν γνώρισα προσωπικά τον Άρη Κωνσταντινίδη, τη Ναταλία Μελά, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τους νέους Έλληνες ρεαλιστές, βγήκα από αυτό το κλίμα του πένθους και άρχισα να κάνω άλλα πράγματα. Ήμουν ένα παιδί 14 χρονών, ζούσα σε ένα διαμέρισμα και η σχέση μου με την τέχνη ήταν τα βιβλία. Η οικογένειά μου δεν είχε σχέση με τις τέχνες. Έτσι, μέσω συμμαθητών μου γνώρισα τον Άρη Κωνσταντινίδη, έναν από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες στην Ευρώπη. Συζητώντας μαζί του άνοιξε ο ορίζοντάς μου. Με τον Κυριάκο Κατζουράκη συζητούσαμε και δημιουργούσαμε μαζί μεταξοτυπίες στη Νέα Ιωνία. Βρέθηκα σ’ ένα πολιτικοποιημένο χώρο. Τελειώνοντας την πέμπτη Γυμνασίου, πήγα στο Λονδίνο και μπήκα πρωτοετής στο τμήμα Ζωγραφικής του Hammersmith School of Art and Buildings. Άλλαξα πολλές σχολές εκεί, ήταν η εποχή που η Ελλάδα είχε δικτατορία, ήταν μια τυφλή χώρα, και στο Λονδίνο ξεστραβώθηκα.
-Ποιες ήταν οι πρώτες σας επιρροές; Τα πρώτα έργα που έκανα στο Λονδίνο είχαν επιρροές από τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ και τους νέους Έλληνες ρεαλιστές με την πολιτικοποιημένη ζωγραφική τους. Ιδιαίτερα σημαντική για μένα ήταν η έκθεση στο Γκαίτε το 1970, στην οποία παρουσίασαν έργα τους ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Γιάννης Βαλαβανίδης, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Χρόνης Μπότσογλου και η Κλεοπάτρα Δίγκα, μια έκθεση με έντονο πολιτικό και αντιδικτατορικό χρώμα.
-Κάποια στιγμή η δουλειά σας άρχισε να γίνεται αυτοβιογραφική; Ναι, σταμάτησα να ασχολούμαι με την ερμηνεία του κόσμου και άρχισα να ασχολούμαι με την ερμηνεία του εαυτού μου. Η ζωγραφική ήταν ένα μέσο κατασκευής πραγμάτων και ιδεών.

-Ανατρέχοντας στο σύνολο της δουλειάς σας, υπάρχουν έργα που σήμερα δεν σας εκφράζουν; Όχι, ό,τι δεν αποδεχόμουν το πετούσα, την εποχή που το έκανα.
-Ένα από τα σημαντικά έργα σας είναι αυτό που δημιουργήσατε με αφετηρία το έργο «Βίος Παράλληλος του Απόστολου Δοξιάδη». Γιατί το ξεχωρίζετε; Αυτό το έργο δεν υπάρχει πια, έχει καταστραφεί, στην έκθεση θα υπάρχουν μόνο φωτογραφίες του. Το σημαντικό σ’ αυτό είναι ότι εκφράζει τη σκέψη μου για το τι είναι ζωγραφική. Μετά απ’ αυτό, τα έργα μου έχουν πάντα ως αφετηρία κάποιο κείμενο. Μπορεί να είναι ένα ποίημα του Εγγονόπουλου ή του Εμπειρίκου, μπορεί να είναι ένα δεδομένο του Αστεροσκοπείου. Τα έργα μου είναι ενότητες, δηλαδή δεν είναι απλώς ένα ζωγραφικό έργο. Ένα τελάρο από μόνο του δεν με ενδιαφέρει πιά. Αν θέλεις να περιγράψεις ένα θέμα, μια κατάσταση, πρέπει να βρεις τρόπους για να το δημιουργήσεις και με ζωγραφική και με άλλα μέσα. Τα περισσότερα έργα που εκτίθενται είναι μεγάλες ενότητες, υπάρχουν φωτογραφίες, αντίγραφα πορτρέτων ή παλιών μου έργων, και το κυρίως έργο που είναι ο άξονας της ενότητας. Στη δεύτερη έκθεση θα παρουσιάσω ένα έργο που είχα εκθέσει στο ΕΜΣΤ το 2011, με τίτλο «Ο Ζωγράφος ΑΚ – Ένα μυθιστόρημα».
-Επινοήσατε δηλαδή ένα, φανταστικό καλλιτέχνη; Ναι, τον ζωγράφο ΑΚ, ο οποίος είχε γεννηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Έδειξα όλη του τη ζωή μέσω της ζωγραφικής του, δηλαδή κάπου 300 έργα που ζωγράφισα, τα οποία όμως δεν θα έκανα εγώ ποτέ αλλά, θεωρητικά, αυτός. Αυτό το έργο αναφέρω ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο δουλεύω. Αφετηρία του έργου ήταν το ποίημα «Ενοικιάζεται» του Εγγονόπουλου.
-Πόσο καιρό σας παίρνει η έρευνα για κάθε ενότητα έργου σας; Μπορεί ένα έργο να το μελετάω και τρία χρόνια.

-Η ενότητα με τις σφραγίδες με εκατοντάδες φωτογραφίες Μικρασιατών προσφύγων πώς ξεκίνησε; Το προσφυγικό είναι από μόνο του ένα τεράστιο θέμα. Η ιδέα αρχίζει με το έργο μου «Ερμηνεία των απέναντι σημείων 1». Είναι ένας ζωγράφος ο οποίος έχει το καβαλέτο του στο ύπαιθρο και ζωγραφίζει αυτά που βλέπει απέναντι. Ο ζωγράφος είμαι εγώ και αυτά που έβλεπα απέναντι και ερμήνευα ήταν βιβλιογραφικά. Δεν ήτανε η φύση αλλά κείμενα ιστορικά, θεωρητικά, και κείμενα του προφορικού λόγου και της προφορικής παράδοσης. Τα απέναντι σημεία είναι μια περιγραφή της πόλης και της κοινωνίας του Αϊβαλιού όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Στο δεύτερο έργο περιγράφω τον ουρανό μιας χρονιάς με τα φεγγάρια, με βάση ένα κείμενο αρχαίου αστεροσκοπείου. Εκεί αποφάσισα να έχω και τους κατοίκους. Στο Κέντρο Μικρασιατικών Ερευνών πολλές από τις φωτογραφίες τους δεν είχαν αρνητικά. Έτσι, φωτογράφισα τις φωτογραφίες, έφτιαξα τα αρνητικά τους και ως αντίδωρο μου επέτρεψαν τη χρήση κάποιων φωτογραφιών. Από εκεί πήρα μικρές λεπτομέρειες προσώπων και έκανα αυτό το αρχείο των 1165 φωτογραφιών οι οποίες μετά έγιναν σφραγίδες. Συνήθως, μια φωτογραφία προσώπου σφραγίζεται για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα κάποιου εγγράφου. Εγώ αποφάσισα να κάνω σφραγίδες τα ίδια τα πρόσωπα, οι οποίες αρχειοθετήθηκαν και εκτυπώθηκαν σε πέντε μεγάλα μέρη.
-Στην έκθεση είδαμε ένα πορτρέτο του Βιετναμέζου στρατηγού Γκιαπ. Ποια είναι η ιστορία του έργου; Τον στραγητό Γκιαπ τον θαύμαζα από τότε που είχε προβληθεί στο σχολείο μου ένα προπαγανδιστικό ντοκιμαντέρ της CIA εναντίον του. Το 2009 πήγαμε με την Ελευθερία στο Ανόι και με τη βοήθεια του εκεί πρέσβη μας Πλάτωνα-Αλέξη Χατζημιχάλη (απλή συνωνυμία), παρέδωσα το πορτρέτο του στρατηγού στην οικογένειά του. Ήταν ο νικητής των Γάλλων στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου το 1954.

-Πολύς κόσμος έχει την εντύπωση ότι οι καλλιτέχνες έχουν ένα ταλέντο και τα έργα τους βγαίνουν εύκολα. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η διαδικασία της δημιουργίας; Είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη και μοναχική. Είναι αγχωτική, αισθάνεσαι πολύ συχνά ανασφαλής. Το έργο έχει την ταυτότητά του μέσα στο εργαστήριο, είναι σαν ένα παιδί που, όταν βγει στην κοινωνία και εκτεθεί, αποκτά αυτονομία. Πολλές φορές συζητώ τι σκέφτομαι με τον Κύριλλο Σαρρή. Η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών πάντα είναι δημιουργική. Για να κατασκευάσω ένα έργο έχω συνήθως ένα τετράδιο με σημειώσεις όπου γράφω πώς θα πλησιάσω αυτό που κάνω.
-Έχετε περάσει μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία σας. Πόσο σας έχει αλλάξει αυτή η εμπειρία; Με έχει κάνει πιο ενεργό. Μου έδωσε μεγάλη ενέργεια για να κάνω περισσότερα πράγματα.
-Γιατί ονομάσατε το εργαστήριό σας στον Κεραμεικό «Εργαστήριο σχεδίων και εικόνων σε κρίση»; Όλα μου τα εργαστήρια εδώ και πολλά χρόνια είχαν αυτό το όνομα. Το σχέδιο έχει την έννοια του πρότζεκτ. Θα μπορούσα να το είχα ονομάσει ιδεών αντί σχεδίων. Είναι σε κρίση επειδή η κοινωνία, η ανθρωπότητα, όλα είναι σε κρίση.
-Για ποιούς λόγους πιστεύετε ότι ο πλανήτης είναι σε κρίση; Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού έχει ένα τεράστιο ποσοστό του πλούτου. Αυτό το γεγονός δημιουργεί και τα θέματα που προκαλούν την κρίση στο κλίμα και το μεταναστευτικό. Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μεταναστευτικό κύμα γιατί το κλίμα, εκεί που ζούνε οι πρόσφυγες, είναι πια τέτοιο που δεν μπορούν να παράγουν για να ζήσουν. Δεν ξέρω μετά από πόσα χρόνια η γη του Θεσσαλικού κάμπου θα γίνει γόνιμη ξανά. Ένα μεγάλο κομμάτι της κλιματικής αλλαγής προέρχεται από την άρνηση να παρθούν πολύ δραστικές αποφάσεις για την προφύλαξη του κλίματος. Αυτό έχει να κάνει με τους όρους του πλούτου. Ο καπιταλισμός, ο οποίος παράγει πλούτο για ένα πολύ μικρό κομμάτι του πληθυσμού της γης, δεν θα τολμήσει ποτέ να μειώσει τις εκπομπές αερίων. Το δάσος του Αμαζονίου ξυλεύεται αγρίως είναι το δάσος από το οποίο ανέπνεε ο μισός πλανήτης και καταστρέφεται για να πουλούν ξύλα και να εκτρέφουν ζώα.
-Οι καλλιτέχνες μπορούν να επιδράσουν με το έργο τους στη σκέψη των ανθρώπων; Όχι. Μπορεί να επιδράσει ο κινηματογράφος, ίσως το θέατρο, αλλά οι εικαστικές τέχνες δεν μπορούν να επηρεάσουν απολύτως τίποτα. Ένας καλλιτέχνης που θέλει να πολιτικοποιηθεί σε σχέση με τα βασικά προβλήματα που υπάρχουν, θα ήταν καλό να γίνει ακτιβιστής.
-Οι καλλιτέχνες είναι και αυτοί θύματα της κρίσης; Φυσικά.
Για την έκθεσή σας χρειάστηκε να στηρίξετε εσείς οικονομικά τη διοργάνωση. Πώς το πετύχατε; Έφτιαξα μια μη κερδοσκοπική εταιρεία το 2013 και κάλεσα φίλους να γίνουν μικροί χορηγοί. Οι φίλοι έφεραν και άλλους και μαζευτήκαμε 120 άτομα. Η υποχρέωσή τους ήταν να δίνουν 84 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή 7 ευρώ το μήνα όσο κάνει ένα ουίσκι, σ’ ένα μπαρ τον μήνα. Πολλοί ανταποκρίθηκαν, άλλοι έδωσαν και περισσότερα. Ως αντίδωρο σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ζωγράφισα 120 κεραμικούς κουμπαράδες. Δεν είναι στο ίδιο στυλ ο καθένας γιατί εγώ δεν έχω στυλ ως ζωγράφος. Έδωσα και ένα πολλαπλό έργο ως αντίδωρο. Μετά φτιάξαμε ένα διαδικτυακό περιοδικό μόνο για τα μέλη, το οποίο έβγαινε κάθε 3 μήνες και πραγματεύεται θέματα θέατρου, ιστορίας της τέχνης, λογοτεχνίας. Το περιοδικό θα βγει σε βιβλίο και θα δοθεί στα μέλη αφού τελειώσει η έκθεση. Μαζέψαμε πολλά χρήματα, το 70% του κόστους της έκθεσης, και με αυτά είχαμε το δικαίωμα να ζητήσουμε χορηγίες. Πήραμε τρεις χορηγίες από το Ίδρυμα Νιάρχος, την εταιρεία Outset και το ΝΕΟΝ.

-Το κράτος πώς μπορεί να ενισχύσει την τέχνη; Για να γίνει μια έκθεση σ’ ένα μουσείο θα πρέπει να βρεθούν χορηγοί. Υπάρχει ένας νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όταν μια εταιρεία κάνει μια χορηγία, τα χρήματα καταχωρούνται στα έξοδά της και δεν φορολογούνται. Όμως υπάρχει μια διάταξη του υπουργείου Οικονομικών που τον καταργεί και δεν εφαρμόζεται. Για μια έκθεση χρειάζονται κατασκευές, μεταφορές, ασφάλειες, πληρώνεις τεχνικούς, είναι ένα τεράστιο κόστος. Αυτό το κόστος το κράτος το φορολογεί με 24% ΦΠΑ, δηλαδή το ¼ της χορηγίας πάει στο κράτος. Αυτή είναι η… μεγάλη αγάπη του κράτους για τις τέχνες.
-Πιστεύετε ότι έχει αναβαθμιστεί η θέση της Ελλάδας στη σύγχρονη παγκόσμια εικαστική σκηνή; Υπήρξαν στιγμές που η θέση της Ελλάδας στο εξωτερικό ήταν αρκετά ψηλά. Για παράδειγμα, την εποχή της δικτατορίας, ήταν ο Δανιήλ, ο Κεσσανλής στο Παρίσι και ο Κανιάρης στη Γερμανία οι οποίοι έκαναν πολύ σπουδαίο έργο. Νομίζω ότι μετά από αυτή τη γενιά, που είναι η δικιά μου γενιά, δεν αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη ή την Αμερική το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Κάτι αρκετά σημαντικό έγινε το 2014 με την Ντοκουμέντα.
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη. Το πρώτο μέρος της έκθεσης «Γιώργος Χατζημιχάλης. Έργα από το 1966 έως το 2022» παρουσιάζεται από τις 21 Σεπτεμβρίου ώς τις 5 Νοεμβρίου. Το δεύτερο μέρος θα παρουσιαστεί από τις 23/11/2023 ώς τις 14/1/2024.