«We will meet again» είναι ο τίτλος της νέας εικαστικής πρότασης της Βάσιας Αδάμου Βανέζη. Και εμείς την συναντούμε ξανά στο ατελιέ της στην Αθήνα αλλά και στην Art Seen στη Λευκωσία όπου παρουσιάζει έργα στα οποία πραγματεύεται θέματα της μνήμης, της απώλειας, του εκτοπισμού, του χρόνου και του εφήμερου της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Κύπρια εικαστικός Βάσια Αδάμου Βανέζη μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Αθήνας και Κύπρου. Το ατελιέ της στην Αθήνα, ένα λοφτ πάνω από μια διατηρητέα κατοικία του 1910 στην περιοχή  Γκύζη, είναι ένας χώρος μαγικός. Τη συναντήσαμε πρόσφατα σε ώρα δουλειάς, καθώς ετοίμαζε τα έργα της για την έκθεση που παρουσιάζει στην Art Seen, στη Λευκωσία. Από τον μικρό αλλά φωτεινό χώρο, αγναντεύεις την Αθήνα από ψηλά και το βλέμμα σου φτάνει μέχρι την Ακρόπολη. Εδώ είναι το καταφύγιό της, ένα εργαστήριο πειραματισμού και έμπνευσης, στο οποίο δουλεύει αρκετές ώρες την ημέρα. Ανάμεσα σε μεγάλους και μικρούς αργαλειούς, γραφομηχανές, καβαλέτα, μπογιές, ταπισερί, πειραματίζεται και παλεύει με τα υλικά και τις ιδέες της.

«Μπαίνω καθημερινά στο εργαστήριο, βρέξει χιονίσει. Αν έχω ένα έργο που δουλεύω εκείνο τον καιρό το συνεχίζω, αλλιώς αρχειοθετώ διάφορα πράγματα», λέει, καθώς μας ξεναγεί στο χώρο. «Μέσα από τη διαδικασία της παραμονής στον χώρο και της επίσκεψης σε παρελθοντικά έργα, μπορεί να πάρω ερεθίσματα για νέα έργα. Επίσης έχω ένα μεγάλο γραφείο με στοίβες από βιβλία για το έργο ξένων καλλιτεχνών, τα οποία μελετώ. Μια άλλη ενότητα της δουλειάς μου είναι η οπτική ποίηση. Έχω τρεις γραφομηχανές στην Ελληνική, Αγγλική και Γερμανική, για τα έργα που δουλεύω με αυτό το μέσο. Μπορεί όμως να χρησιμοποιήσω και τον υπολογιστή όπου δημιουργώ κάποιες συνθέσεις ηχοτοπίων. Δεν είναι ένας τεράστιος χώρος το ατελιέ μου, γι’ αυτό χρειάζεται μια τάξη ώστε να μπορώ να δουλεύω».

-Πώς επηρεάζει τη δουλειά σου το γεγονός ότι ζεις μεταξύ Αθήνας και Κύπρου; Όταν είχα πάει  στην Αθήνα για σπουδές το 1986, στην Κύπρο πολύ λίγα πράγματα γίνονταν στον χώρο της τέχνης. Ένας από τους λόγους που έμεινα ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν περισσότερα ερεθίσματα, μουσεία, γκαλερί. Βέβαια, τα τελευταία δέκα χρόνια γίνονται πολλά και στην Κύπρο στον χώρο της τέχνης, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα η οποία είναι και πολύ ενδιαφέρουσα και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Ζω ανάμεσα στις δυο χώρες και αυτό βοηθάει πολύ την εικαστική μου πρακτική.

-Σε αρκετές ενότητες του εικαστικού σου έργου εστιάζεις στο θέμα της μνήμης. Πώς το προσεγγίζεις; Με απασχολεί η προσωπική μνήμη, βασισμένη στη βιωματική εμπειρία, αλλά και η συλλογική μνήμη. Στα έργα μου εμφανίζεται με την τραυματική εμπειρία του πολέμου. Το 2017 παρουσίασα στο Φυτώριο στη Λευκωσία, και μετά  το 2019, στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, την έκθεση «Άγνωστη χώρα, η ανθρώπινη κατάσταση» σε επιμέλεια της Άννας Μυκονιάτη. Εκεί ουσιαστικά αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό αυτό το τραύμα της μνήμης. Ως επιζήσασα της τουρκικής εισβολής, αυτή η ανάμνηση έχει ένα βάρος. Μπορεί με τα χρόνια να απαλύνεται, αλλά σίγουρα δεν εξαλείφεται. Πλέον η οπτική που το βλέπω κάθε φορά ή ο τρόπος που μπορεί να ανασυρθεί μια ανάμνηση, μετουσιώνεται και γίνεται έργο.

-Είναι κάτι που το προσχεδιάζεις; Όχι, είναι κάτι που γίνεται αυθόρμητα και ασυνείδητα. Στην έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου είχα κρεμάσει ένα κόκκινο πουά φουστανάκι, το οποίο είναι το μόνο αντικείμενο που έχω από την προσφυγιά αλλά και από την παιδική μου ηλικία, και το μεταφέρω παντού. Ήμουν πέντε χρόνων όταν φύγαμε με τους γονείς μου από τη Λευκωσία όταν έγινε η Εισβολή. Αυτά τα αντικείμενα, τα ready mades, μεταμορφώνονται σε έργο. Στην πραγματικότητα είναι μια απόδειξη της ζωής μου που, όμως, όταν κοινοποιείται μέσω μιας έκθεσης, ερεθίζει τη συλλογική μνήμη του θεατή. Και εκεί, πάνω σ’ αυτό το έργο, συναντιέται η δική μου μνήμη με τη μνήμη του θεατή. Και σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζεται, έστω και αν δεν ήταν ένας κοινός πόλεμος.

-Μια άλλη παράμετρος του έργου σου αφορά το μεταναστευτικό. Ποια ήταν τα ερεθίσματα για να καταπιαστείς με αυτό το θέμα; Το σπίτι μου στην Αθήνα είναι κοντά στο Πεδίο του Άρεως, όπου έκανα καθημερινά περίπατο με το σκύλο μου. Μετά τον πόλεμο στη Συρία πολλοί άνθρωποι διέμεναν περιστασιακά μέσα στο πάρκο και δημιουργούσαν μικρές κατοικίες. Έβλεπα στρώματα και άλλα αντικείμενα που συνθέτουν ένα πρόχειρο σπίτι. Όλο αυτό με επηρέασε και υπήρχε μια ταύτιση στο θέμα του εκτοπισμού. Δεν μπορούσα, βέβαια, να διασχίζω το πάρκο και να κάνω ότι δεν με αφορά αυτή η ανθρώπινη τραγωδία μπροστά στα μάτια μου. Με απασχολούσε αυτή η «άγνωστη χώρα και η ανθρώπινη κατάσταση». Δηλαδή το πώς ένας άνθρωπος ο οποίος εκτοπίζεται γίνεται ο «κανένας», γίνεται κάποιος που χάνει την ιδιότητά του, το όνομά του. Όταν πάει σε μια άλλη χώρα είναι ο «μετανάστης», ο «πρόσφυγας», χάνει την ταυτότητά του, η εργασία του παύει να υφίσταται και γίνεται ο κανένας. Χάνεται το πρόσωπό του γιατί χάνεται και το όνομα που το αντικαθιστά η ιδιότητα του πρόσφυγα. Για μένα αυτό είναι συγκλονιστικό. Το είδαμε να συμβαίνει και με τους Σύρους πρόσφυγες αλλά και με τους Ουκρανούς.

-Πώς τροφοτοδούν το εικαστικό σου έργο η λογοτεχνία και η ποίηση; Τρέφω μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία και την ποίηση και χρησιμοποιώ τη γλώσσα στο έργο μου. Δημιουργώ γλωσσικές εγκαταστάσεις εδώ και αρκετά χρόνια, δηλαδή οπτική και γλυπτική ποίηση, εντάσσοντας τη γλώσσα, τις λέξεις στο έργο μου. Φτιάχνω artist books και επίσης διερευνώ τις δυνατότητες αποδόμησης και αναδόμησης της γλώσσας. Εκεί συναντώνται η λογοτεχνία και η εικαστική τέχνη. Είναι σε ένα μεταίχμιο όπου μπορώ να τα φέρω μαζί και να είναι ταυτόχρονα και εικαστικό και λογοτεχνικό το έργο. Αυτό συμβαίνει και με την οπτική ποίηση.

-Σ’ ένα από τα έργα οπτικής ποίησης χρησιμοποιείς σε επανάληψη τη φράση «Η Δημοκρατία χρειάζεται καθημερινή υπεράσπιση». Είναι μια αναγκαία υπενθύμιση στους δύσκολους καιρούς που ζούμε; Τα κράτη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού με δημοκρατικό πολίτευμα, στα οποία έχουμε την τύχη να έχουμε γεννηθεί και επιλέγουμε να ζούμε, ενσωματώνουν τις βασικές αρχές του ανθρώπινου πολιτισμού, του δικαιώματος της ζωής, της ελευθερίας, της κοινωνικής ισότητας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Οι δημοκρατίες μας δέχονται συνεχή επίθεση. Ως πολίτες οι οποίοι απολαμβάνουμε τα προνόμια των δημοκρατιών μας έχουμε χρέος, οφειλή να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία και να την διαφυλάττουμεακούραστα σε κάθε μας πράξη και σε κάθε μας λόγο. Η καθημερινή υπεράσπιση της δημοκρατίας πρέπει να διατρέχει τον άξονα της ζωής μας. Αυτός είναι ένας από τους δικούς μου καθημερινούς αγώνες.

-Ποιες είναι οι σημαντικότερες επιρροές σου από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες; Η Άγκνες Μάρτιν είναι από τις πιο γνωστές και σπουδαίες Αμερικανίδες ζωγράφους που με έχει επηρεάσει. Ο τρόπος που δούλευε και η αφαιρετικότητα στο έργο της, για μένα ήταν πολύ λυτρωτική. Στον τρόπο που αντιμετώπιζε το έργο της συνάντησα πολλά στοιχεία δικά μου τα οποία υποστήριξαν το έργο μου. Ανακάλυψα ότι είχαμε κοινές αναζητήσεις στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το θέμα της αφαίρεσης. Αγαπημένος μου επίσης είναι και ο Μαρκ Ρόθκο . Με τον ίδιο τρόπο επηρεάστηκα από τον Κένεθ Νόλαντ, την Μπρίτζετ Ράιλεϊ, τον Φρανκ Στέλλα, σε ό,τι αφορά στις γεωμετρικές φόρμες στη ζωγραφική. Μελετώντας το έργο αυτών των ζωγράφων έβρισκα απαντήσεις σε προβλήματα που ανέκυπταν στη διάρκεια της δικής μου πρακτικής. Από το έργο της Ελληνίδας Μπίας Ντάβου με επηρέασαν πολύ η ενότητα έργων της «Σειραϊκές δομές», που επίσης μου έδωσαν απαντήσεις σε δικά μου ερωτήματα σχετικά με την ενότητα έργων μου που είναι βασισμένα σε ακολουθίες και σημειακά συστήματα.

-Τι είναι τα σημειακά συστήματα; Με ενδιαφέρει η διερεύνηση του μακρόκοσμου των δομών και των πλεγμάτων, και τα συστήματα τα οποία δημιουργούνται από τις μεταξύ τους σχέσεις. Πρόκειται για σημειακά συστήματα (ως σημείο χρησιμοποιώ τη γλώσσα, το δυαδικό σύστημα αρίθμησης, διάφορες μαθηματικές ακολουθίες όπως π.χ. η ακολουθία Φιμπονάτσι, αλλά και άλλες που επινοώ), τα οποία σε κάποια έργα μεταγράφονται, μεταμορφώνονται σε ήχο και αντίστροφα. Τα συστήματα ήχου οπτικοποιούνται με ακρίβεια σε διάφορες «γραφές», όπως τρυπημένο χειροποίητο χαρτί, σχέδια, υφαντικές δομές, έργα σε καμβά.

-Η υφαντική είναι ένα μέσο που ενσωμάτωσες τα τελευταία χρόνια στο έργο σου; Πώς ξεκίνησε αυτή η αναζήτηση; Η υφαντική υπήρχε στη ζωή μου από τα παιδικά μου χρόνια. Τα καλοκαίρια τα περνούσα στο σπίτι της γιαγιάς μου στην Πάχνα, η οποία είχε έναν μεγάλο αργαλειό στην τραπεζαρία. Πολλές φορές μας έβαζε να κάνουμε κάτι σ’ αυτόν. Ήταν μια πολύ οικεία εικόνα. Τα πρώτα μαθήματα στον αργαλειό τα πήρα το 2015, στο Λύκειο Ελληνίδων, και μετά στο υφαντουργείο του ΣΕΝ. Έκανα μαθήματα για οκτώ χρόνια και έμαθα τις τεχνικές της ταπισερί, την τεχνική του οριζόντιου αργαλειού. Επιπροσθέτως διδάχθηκα για ένα χρόνο τις τεχνικές φυσικών βαφών, όπως και τον ψηφιακό σχεδιασμό υφασμάτων. Έτσι, μπορώ να προσχεδιάζω τα υφάσματα σε μια ψηφιακή μορφή πριν τα περάσω στον αργαλειό. Η μελέτη της τέχνης αυτής, πέρα από τη μορφή του παραδοσιακού τρόπου, παρουσιάζεται στο έργο μου και σε συνδυασμό με νέα στοιχεία όπως το χαρτί και άλλα υλικά. Διερευνώντας την ίδια την τέχνη της ύφανσης, πειραματίζομαι πάνω στις δυνατότητες που μπορεί να έχει σε μια σύγχρονη εφαρμογή. Η βαθιά γνώση της τεχνικής με οδήγησε σε νέες μορφές. Στο Μουσείο Μπενάκη παρουσίασα ένα έργο στην έκθεση «Υφάνσεις», στο οποίο μετέγραψα ένα σχέδιο σε τρεις εκδοχές: Σε ήχο, σε σχέδιο με μολύβι και σε ύφασμα.

«We will meet again» τιτλοφορείς τη νέα σου εικαστική πρόταση που παρουσιάζεται στην Art Seen. Πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος; Στη διάρκεια της πανδημίας δημιούργησα αρκετά έργα. Ένα από αυτά ήταν μια μεγάλη ταπισερί την οποία δούλεψα στο δεύτερο lockdown. Για εννιά μήνες ύφαινα οκτώ ώρες την ημέρα. Ο τίτλος της αυτός, «We will meet again», δηλαδή η προσμονή της συνάντησης ξανά. Για να γίνει αυτή η ταπισερί είχα καλέσει φίλους και αγνώστους να μου στείλουν νήματα ταχυδρομικώς. Πήρα νήματα από πολλές χώρες, ακόμα και από αγνώστους. Επίσης μου έστειλε ένα μεγάλο κιβώτιο με νήματα η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Έτσι έγινε αυτή η ταπισερί.

-Ο σύγχρονος άνθρωπος σήμερα τρέχει σε έντονους ρυθμούς. Η υφαντική σού δίνει την ευκαιρία να δεσμεύσεις τον χρόνο; Η υφαντική είναι μια μεταγραφή του χρόνου. Δεν μπορείς να υφάνεις πολύ γρήγορα με τα χέρια. Επίσης μπορεί να μου πάρει μια εβδομάδα για να περάσω 4.000 κλωστές στον αργαλειό. Η τέχνη αυτή είναι μια αρχαία χειρονομία, μια ομηρική τέχνη. Είναι η χειρονομία που υπάρχει ως σήμερα και αυτό μου προκαλεί μεγάλο σεβασμό. Είναι και ένας τρόπος να δεσμεύεις τον χρόνο και να τον μεταγράφεις. Στην πανδημία περίμενες τον χρόνο που θα έρθει κάποια στιγμή, όταν δεν θα υπάρχει αυτή η οδυνηρή κατάσταση. Η ταπισερί είναι η παρέλευση του χρόνου της πανδημίας που μετουσιώθηκε σ’ ένα έργο. Και τώρα ξανασυναντώ το κοινό μετά την πανδημία.

-Το 2017 έλαβες μέρος στην ντοκουμέντα 14 που οργανώθηκε στην Αθήνα. Πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία; Συμμετείχα σε ένα έργο του Rick Lowe, το κοινωνικό γλυπτό με τίτλο «Πλατεία Βικτωρίας», στο οποίο προσκλήθηκα να παρουσιάσω μια δράση-έκθεση. Για έξι εβδομάδες οργάνωσα ένα συμμετοχικό εργαστήριο όπου κατασκευάσαμε ένα έργο με το κοινό, το ονομάσαμε «Υφαίνοντας μαζί. Το πλέγμα της μνήμης». Ήταν ένα έργο που αφορούσε τη μνήμη, τη συντροφικότητα, τον εκτοπισμό. Πέρα από τους επισκέπτες της ντοκουμέντα, συμμετείχαν μετανάστες από τη Συρία, η οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά τον βομβαρδισμό του 2015 και ζούσαν στην πλατεία Βικτωρίας. Το ίδιο το έργο ήταν ένα υφασμένο γλυπτικό ποίημα. Οι ιστορίες που περιέγραφαν ήταν ένα ηχοτοπίο ιστοριών. Μετά το τέλος του εργαστηρίου το έργο αναρτήθηκε για ένα μήνα και παράλληλα υπήρχε η ηχητική εγκατάσταση με τις ιστορίες των συμμετεχόντων.

-Η επαγγελματική επιβίωση των εικαστικών είναι δύσκολη, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα. Πιστεύεις ότι χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη στις τέχνες από την πολιτεία; Είναι καθοριστική η συμβολή της πολιτείας. Πολύ σημαντική είναι η δημιουργία Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Δεν καταλαβαίνω γιατί ακόμη δεν λειτούργησε η ΣΠΕΛ ως Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι το κράτος αγοράζει έργα από τους καλλιτέχνες, αλλά είναι στις αποθήκες και δεν ξέρουμε πόσα από αυτά είναι σε καλή κατάσταση. Θα ήταν πολύ σημαντικό να εκτίθενται αυτά τα έργα. Επίσης αυτές τις μέρες, σε μια βόλτα στην παλιά Λευκωσία, είδα στην οδό Ονασαγόρου πολλά εμπορικά καταστήματα εγκαταλελειμμένα. Θα μπορούσε αυτά να λειτουργούν ως χώροι τέχνης ή εργαστήρια. Να ενοικιάζονται από το κράτος και μέσω του υφυπουργείου Πολιτισμού να παραχωρούνται σε καλλιτέχνες με ένα μικρό αντίτιμο. Στο Λονδίνο και στη Σουηδία, μεγάλα κτήρια με στούντιο παραχωρούνται σε καλλιτέχνες. Μια άλλη παράμετρος αφορά την Παιδεία. Σύγχρονοι καλλιτέχνες θα μπορούσε να προσκαλούνται στα σχολεία ή και το αντίθετο, δηλαδή μαθητές να επισκέπτονται στούντιο καλλιτεχνών. Ο πολιτισμός είναι η αντίσταση σε πολλές μορφές βαρβαρότητας.

Ελεύθερα 5.11.2023