Τα πρόσωπα των έργων του κρύβουν οργή για μια άδικη, βάρβαρη απώλεια, και την ίδια ώρα εμπεριέχουν αισιοδοξία, λειτουργούν ως μέσον απόκτησης μιας ελευθερίας, ως μια μετάβαση σ’ έναν καλύτερο κόσμο, ίσως μια ουτοπία, σημειώνει ο καλλιτέχνης.

-Κάθε φορά που ετοιμάζεις μια νέα ενότητα έργων, έχεις την αγωνία να δώσεις κάτι νέο μέσα από μια φρέσκια ματιά; Νοιώθω πως δεν με απασχόλησαν ποτέ οι έννοιες του νέου, του παλιού, του φρέσκου ή της επανάληψης. Στη δουλειά μου, πιστεύω, υπάρχει πάντα, σχεδόν εμμονικά, η προσήλωση σ’ ένα και μόνο σκεπτικό, μια μόνιμη εσωτερική ιδέα που περιμένει να αναδιπλωθεί. «Αγωνία» μου -ή ανάγκη, θα έλεγα καλύτερα- ήταν πάντα να μπορέσω να αποτυπώσω καίρια και με ευκρίνεια μια πάγια εσωτερική σκέψη, μια γνώμη ή/και συναισθήματα, σχεδόν πάντα τα ίδια. Είναι φορές που αυτή η ιδέα του έργου υλοποιείται με διαφορετικούς τρόπους, είτε με τη χρήση ετερόκλητων μεταξύ τους υλικών: Το πλέξιγκλας, το νέον, το fiber glass, και σε μορφή εγκατάστασης και τρισδιάστατα ή/και «παραδοσιακά», με ακρυλική μπογιά και κάρβουνο, δισδιάστατα και επίτοιχα, όπως αυτή τη φορά.

-Τι νέο φέρει αυτή η νέα εικαστική σου πρόταση; Αν ήταν να σκεφτώ τι καινούργιο εμπεριέχει η νέα αυτή δουλειά, θα έλεγα πως είναι πιο ασφυκτική, πιο «πνιγμένη», με φόντα περίπλοκα, πιο σκοτεινή και ενδεχομένως πιο πένθιμη.

-Τι εκφράζει ο τίτλος 00:00 της έκθεσης; Βρίσκω κάθε φορά ιδιαίτερα καταλυτική και προκλητική τη στιγμή που ένα ηλεκτρονικό ρολόι δείχνει μεσάνυχτα, το αποκορύφωμα και το τέλος ενός 24ώρου ζωής. Μοιάζει σαν ο κόσμος να έχει τελειώσει, να έχει φτάσει όντως στην ώρα μηδέν, κάτι που δεν απέχει και από την πραγματικότητα των ημερών μας. Μοιάζει σαν όλα για μια στιγμή, μια πολύ καθαρή στιγμή, να καταλύονται, να εκμηδενίζονται και να αποτελματώνονται, αλλά με την ελπίδα πως η ένδειξη του επόμενου δευτερόλεπτου, θα σηματοδοτήσει ένα καινούργιο, καλύτερο κόσμο, μια βέβαια μάταιη ελπίδα.

-Σε ενδιαφέρει τα έργα σου να λειτουργούν σαν ένας καθρέφτης για τους θεατές; Μα εννοείται πως η επικοινωνία είναι ένα βασικό ζητούμενο, χωρίς να είναι το μοναδικό. Όταν και εάν στην επιφάνεια αποτυπώνονται με ειλικρίνεια οι σκέψεις του δημιουργού, ενός ανθρώπου που ποτέ δεν είχε κάτι για να κρύψει, είναι αναπόφευκτο αυτές να περάσουν απέναντι. Ο καλοπροαίρετος ή/και σκεπτόμενος θεατής, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει και τις δικές του παρόμοιες σκέψεις, ίσως και λίγο από τον εαυτό του.

-Υπάρχει μια κρυμμένη οργή σ’ αυτά τα πρόσωπα, γράφει ο Μιχάλης Παπαδόπουλος σε σημείωμα για την έκθεση. Οργή για τι; Μια οργή κρυμμένη, αλλά και απροκάλυπτα φανερή. Οργή για πολλά ή/και για όλα. Για τον κόσμο που ζούμε, επειδή αυτός είναι έτσι όπως είναι και όχι αλλιώς, για τη φύση του ανθρώπου, που είναι έτσι όπως είναι, για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Την ακατάσχετη βία, τη διάχυτη τοξικότητα, τη μόνιμη αναξιοκρατία, τον πολιτισμό που είναι απολίτιστος, τη μετριότητα που πανηγυρικά δοξάζεται, μια οργή για μια άδικη, βάρβαρη απώλεια – μια τελικά, νομίζω, συλλογική οργή.

-Το θέμα του θανάτου σε έχει απασχολήσει και σε άλλα έργα σου στο παρελθόν. Σ’ αυτή την έκθεση πώς το προσεγγίζεις; Μέσα στη δουλειά μου γύρευα πάντα να ανιχνεύσω και να αποτυπώσω μια σταθερή ιδέα – ή μια ιδέα, τελοσπάντων, που να μην επιδέχεται πολλών ερμηνειών παρά μίας. Μια ιδέα αδιαμφισβήτητα καθαρή. Η ανάγκη – επιδίωξη αυτή παραμένει αναλλοίωτη και αυτή τη φορά. Με την διαφορά πως, ίσως, αυτή τη φορά υπάρχει μια πιο «παθητική» στάση απέναντι στην ιδέα, μια αδυναμία μπροστά σ’ ένα καταλυτικό γεγονός, αλλά όχι κατ’ ανάγκην και αποδοχή. Η ιδέα της ζωής ήταν πάντα για μένα ένα γεγονός απόλυτα απρόβλεπτο, ασαφές έως και περίεργο, σε αντίθεση με τη δεδομένη και απτή ιδέα του θανάτου. Βέβαια, το έργο μου δεν πραγματευόταν την ιδέα του θανάτου αυτήν καθ’ αυτήν, αλλά ήταν το μέσον απόκτησης μιας ελευθερίας, μια μετάβαση σ’ ένα καλύτερο κόσμο, ίσως μια ουτοπία.

-Πιστεύεις ότι η ζωγραφική θα είναι πάντα μια σταθερή αξία στην παγκόσμια εικαστική σκηνή; Κατ’ αρχήν, να πω ότι η επιλογή μιας «παραδοσιακής» μορφής τέχνης είναι μια επιλογή από ισχυρή πεποίθηση, σίγουρα όχι από αδυναμία για την οποία θα πρέπει κάποιος να απολογηθεί κιόλας. Θεωρώ πως η ζωγραφική είναι μέσον ξεκάθαρα σύγχρονο, αν έχει κάτι να μεταδώσει, και σίγουρα όχι παρακμιακό. Η πρόσβαση στην ιδέα και στο συναίσθημα είναι άμεσα και μπορούν να γίνουν κατανοητά χωρίς τη συμβολή μιας εξαντλητικής θεωρητικής ανάλυσης, η οποία οδηγεί πολλές φορές σε… απόγνωση. Η τέχνη για μένα δεν ήταν ποτέ ένα πείραμα. Δεν ήμουν ποτέ οπαδός της αποδόμησης μιας ιδέας ή αυτής της ακατανόητης μανίας για πρωτοτυπία, παρότι κατά περιόδους χρησιμοποίησα και χρησιμοποιώ την τεχνολογία, μέσα και υλικά που παρεκκλίνουν από το «παραδοσιακό». Στην τελική… ναι, ας πούμε πως η ζωγραφική θα είναι πάντα μια σταθερή αξία, για μένα μια ανάγκη, όπως αναγκαιότητα είναι η γραφή, η ομιλία, η αναπνοή.

-Είσαι και σκηνογράφος σε θεατρικές παραστάσεις. Η εμπλοκή σου αυτή με το θέατρο σχετίζεται με κάποιον τρόπο με το ζωγραφικό σου έργο; Θεωρώ πως όχι, με κανένα τρόπο. Υπάρχει μια απόσταση μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων. Η ενασχόληση με τη ζωγραφική ως εικαστικός είναι μια πολύ προσωπική, εσωτερική, εσωστρεφής υπόθεση με άλλα ζητούμενα, μια πράξη απομόνωσης, όπου εσύ είσαι υπόλογος στον εαυτό σου και μόνο, σε αντίθεση με το θέατρο που είναι μια συλλογική υπόθεση με άλλες παραμέτρους και με εξωστρέφεια. Είναι βέβαια αναπόφευκτο και στα δύο αντικείμενα να φαίνεται το στίγμα, η άποψη και η αισθητική ενός και μόνο δημιουργού, και το γεγονός ότι στη ζωή μου αυτά τα δύο αντικείμενα κινούνταν παράλληλα, να είναι αυτό το οποίο τα συνδέει, «παραπλανώντας» ενίοτε τους όποιους κακόπιστους «ειδήμονες».

-Από τις σκηνογραφικές σου δουλειές ποιες ξεχωρίζεις; Είναι αρκετές οι φορές, αλήθεια, που η διαδικασία και φυσικά το αποτέλεσμα μετατράπηκαν σε εμπειρίες ζωής, και κάποιες παραγωγές έμειναν στη μνήμη μου, μάλλον με ευχαρίστηση. Να θυμηθώ το «Φονικό στην εκκλησιά» στο ΚΘΒΕ, τον «Οθέλλο» και την «Εκάβη» στον ΘΟΚ με σκηνοθέτη τον Νίκο Χαραλάμπους, τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», τη «Μήδεια» και τις «Επικίνδυνες σχέσεις» στο Θέατρο Ένα με σκηνοθέτη τον Αντρέα Χριστοδουλίδη, τις «Βάκχες» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με σκηνοθέτη τον Ισίδωρο Σιδέρη, τους «Όρνιθες» στον ΘΟΚ με τον Εύη Γαβριηλίδη και τόσα άλλα…

Ελεύθερα 5.11.20023