Ένα θέμα, το οποίο εν πολλοίς αποτελεί ταμπού, τόλμησε να θέση σε διάλεξη/συζήτηση ο αρχιτέκτονας Θεοχάρης Δαυίδ: Την αρχιτεκτονική των εκκλησιών. Υπάρχει εξέλιξη; Πρέπει να υπάρξει εξέλιξη; 

Το θέμα της αρχιτεκτονικής των εκκλησιών, έχει απασχολήσει αρκετές φορές τον Θεοχαρή Δαυίδ, ο οποίος πιστεύει πως ο σχεδιασμός ενός Ναού είναι από τα σημαντικότερα έργα που μπορεί να αναλάβει ένας αρχιτέκτονας, «αφού σαν δομημένη ύπαρξη, θα συμβολίζει και θα εκφράζει μια πόλη, μια κοινότητα, ή μια ιδέα». Όπως για παράδειγμα η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, η Παναγία των Παρισίων, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου, η Σαγκράδα Φαμίλια στη Βαρκελώνη, και άλλοι ναοί που αποτελούν για αιώνες τώρα σύμβολο πολλών πόλεων και θρησκειών.

Απόστολου Βαρνάβα και Μάρκου, Δασούπολη (Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης)

Τα παραδείγματα αυτά παρέθεσε σε διάλεξη του με τίτλο:  «Πρόκληση: Σύγχρονες Εκκλησίες της Κύπρου, Διδάγματα της Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής».

Αν και ο ίδιος, σαν άτομο και σαν αρχιτέκτονας, εκτιμά τα μέγιστα τον πλούτο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της Βυζαντινής περιόδου, όταν κλήθηκε να ασχοληθεί με το θέμα τόλμησε να κάνει τομή. Χωρίς να ξεφεύγει (αυτός δεν ήταν ο στόχος). Στόχος ήταν και παραμένει «μία νέα σύγχρονη αρχιτεκτονική η οποία θα σέβεται την ιστορική Βυζαντινή αρχιτεκτονική της Κύπρου». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης του αυτής, αποτελεί η πρόταση του για το Ναό του Αγίου Νικολάου στη Νέα Υόρκη, το 2013, ο οποίος εν τέλει σχεδιάστηκε από τον Καλατράβα. Στην Κύπρο, παράδειγμα αποτελεί η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, στην Αμμόχωστο που σχεδίασε μαζί με τους Ιάκωβο και Αντρέα Φιλίππου το 1968. Την εποχή εκείνη -και λίγο μετά- υπήρξαν κάποια μεμονωμένα παραδείγματα, όπως ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην Ακρόπολη, επίσης από τους Φιλίππου και ο ναός των Αποστόλου Βαρνάβα και Μάρκου στη Δασούπολη από τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη. Στη συνέχεια δεν υπήρξαν παρόμοια παραδείγματα, πλην το παρεκκλήσι Πέτρου και Ελένης, που σχεδιάστηκε στην Πάφο από τον Μιχάλη Γεωργίου. 

Πέτρου και Ελένης, Πάφος (Μιχάλης Γεωργίου)

Στα πλαίσια της εκδήλωσης που έγινε πρόσφατα στη Λευκωσία, ο Θεοχάρης Δαυίδ παρέθεσε πάμπολλα παραδείγματα εκκλησιών της Κύπρου που –κατά την άποψη του- εκφράζουν ιδέα, πίστη, τεχνολογία, συμβολισμό, τοπίο και περιβάλλον, και το ‘εγώ’, ή ενίοτε την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα των δημιουργών. Παρουσίασε επίσης παραδείγματα Βυζαντινών ναών της Κύπρου, που εκφράζουν, μεταξύ άλλων, τη συμβίωση, αλλά και που διαβάζονται σαν συμπαγή αντικείμενα τοποθετημένα μέσα στο φυσικό τοπίο. Ή ενταγμένα σαν μπόλιασμα μέσα σε αστικά και υπαίθρια τοπία, ή που με την έντονη ύπαρξη τους μεταμορφώνουν το μάκρο/μίκρο-περιβάλλον.

Πρόταση Θεοχάρη Δαυιδ για Άγιο Νικόλαο στη Νέα Υόρκη

«Τα παραδείγματα αυτά, εξήγησε, έχουν μεταξύ τους κοινά στοιχεία, όπως δυναμικούς, ξεκάθαρους γεωμετρικούς όγκους, που πολλές φορές η σύνθεση τους μοιάζει με σύγχρονο αφηρημένο έργο γλυπτικής, και ταυτόχρονα εκφράζει -με σύμβολα όπως ο θόλος ή η σταυροειδής κάτοψη- την Ελληνορθόδοξη θρησκεία. Κοινά επίσης στοιχεία είναι η χρήση ελάχιστων και απλών υλικών, η ένταξη στο περιβάλλον, το φως που δημιουργεί ενδιαφέρουσες σκιές, συμπληρώνοντας έτσι την αρχιτεκτονική των ναών. Ακόμη και τα ανοίγματα που κατευθύνουν τον ήλιο στο εσωτερικό, που μόλις και επιτρέπουν την ανάγνωση του χώρου και των αγιογραφιών, τα περιορισμένα αυτά ανοίγματα, προφυλάσσουν τους πιστούς από το να είναι εκτεθειμένοι στο γύρω δομημένο κοσμικό περιβάλλον».

Παναγία του Μαχαιρά

Χωρίς να αναιρεί λοιπόν τη Βυζαντινή αρχιτεκτονική κληρονομιά της Κύπρου, έθεσε ερωτήματα όπως:

● Τι έχουμε μάθει από αυτήν;

● Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της σύγχρονης τεχνολογίας και πιά η επίδραση της πάνω στον σχεδιασμό εκκλησιών σήμερα;

● Πως μια αρχιτεκτονική ιδέα θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με την εισαγωγή της έκφρασης πνευματισμού, όχι μόνο από τις παραδοσιακές μορφολογικές και λειτουργικές ανάγκες του εκκλησιαστικού χώρου;

● Τι επίδραση ή ρόλο θα έπρεπε να έχει η ναοδομία στον πολεοδομικό σχεδιασμό ή τη μεταμόρφωση μιας γειτονιάς, κοινότητας ή και πόλης;

● Μπορεί ή πρέπει ένας αρχιτέκτονας να συγκρατήσει το εγώ του, την προσωπική ταυτότητα του, στη διαδικασία σχεδιασμού για τις ανάγκες μιας πίστης;

Εκτός από τα ερωτήματα αυτά που πρέπει να προβληματίσουν και να απαντηθούν, ο ίδιος θεωρεί πως «είναι επιτακτική ανάγκη μιας συμβιωτικής σχέσης μεταξύ κοσμικότητας και θρησκείας και αυτή η συμβίωση πρέπει να εκφράζεται μέσω του οικοδομημένου περιβάλλοντος».

Καταλήγοντας εξήρε το πνεύμα του κόσμου της Κύπρου, που ιστορικά -όπως είπε- ήταν επινοητικός και ανοικτός σε νέες ιδέες σε πολλούς τομείς συμπεριλαμβανομένης και της αρχιτεκτονικής. «Αυτές οι ιδέες, που συχνά χαρακτηρίστηκαν σαν μοντέρνες και θεωρήθηκαν ριζοσπαστικές για την εποχή τους, έγιναν αποδεκτές και υλοποιήθηκαν μέσα από την κατασκευή μιας ποικιλίας κτισμάτων για κατοικία, εργασία, εκπαίδευση, μόρφωση και λατρεία. Καθώς δημιουργούμε νέους ναούς, απευθύνω έκκληση σε όλους όσους έχουν την ευθύνη και τους πόρους, να ανοίξουν περισσότερο τις πόρτες μέσα από τις οποίες οι Κύπριοι αρχιτέκτονες, και ιδιαίτερα η νέα γενιά, θα μπορούν να εξερευνήσουν ιδέες που θα οδηγήσουν σε μια σύγχρονη πρωτοποριακή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Μια αρχιτεκτονική που θα αντλεί δύναμη από την ουσία των διδαγμάτων της ιστορίας, όχι από ρηχές αντιγραφές, και που θα είναι τόσο τολμηρή στο συμβολισμό της και δυνατή μέσα από την ανεπιτήδευτη γεωμετρική της πολυπλοκότητας, όσο οι αρχαίες, πανέμορφες Βυζαντινές εκκλησίες της Κύπρου».

Ελεύθερα, 29.10.2023