Η κορυφαία Ελληνίδα στιχουργός μάς εκμυστηρεύεται πώς καταφέρνει να κρατά την καρδιά της ζωντανή στη χαρά και στην οδύνη, γράφοντας υπέροχα τραγούδια για σαράντα και πλέον χρόνια που τα σιγοτραγουδούν χιλιάδες Έλληνες. Λίγες μέρες πριν από τη συναυλία με τα τραγούδια της στη Λευκωσία, θυμάται τα ταξίδια της στην Κύπρο και τη γνωριμία της με τον σπουδαίο ποιητή Μιχάλη Πασιαρδή.
-Πότε αποφασίσατε ότι η στιχουργική είναι αυτό που θέλατε να κάνετε; Άρχισα να γράφω στο σπίτι από τα 13 μου. Μεγαλώνοντας, στο Λύκειο έγραφα και ποιήματα. Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, στη σχολή Πολιτικών Κοινωνικών Επιστημών της Παντείου, έτυχε να συναντηθώ με τον Κραουνάκη και πήρα το θάρρος να του δώσω 4-5 έμμετρα. Τα μελοποίησε αμέσως και έτσι βεβαιώθηκα ότι μπορώ να ασχοληθώ με τη στιχουργική. Στα 22 μου είχαν κυκλοφορήσει 1-2 τραγούδια.
-Από πότε σας μάγεψε το τραγούδι; Το τραγούδι με είχε μαγέψει προτού πάω σχολείο. Πριν μάθω γράμματα τραγουδούσα, το αυτί μου ήταν ανοιχτό σε κάθε τι που μετέδιδε μουσική – το τζούκμποξ, το πικάπ ή το ραδιόφωνο. Το τραγούδι με γέμιζε χαρά, ήταν το πιο αγαπημένο μου ζητούμενο. Η μητέρα μου τραγουδούσε πολύ ωραία όπως όλοι στο σόι της, ήταν καλλιεργημένες φωνές. Μου έλεγε πως όταν ήταν νέα πηγαίνανε με τους φίλους της στα λεγόμενα αναψυκτήρια με ορχήστρα και τραγούδι, και επειδή δεν είχαν λεφτά στεκόντουσαν απ’ έξω και άκουγαν. Μετά γυρνούσαν σπίτι και έγραφαν τα λόγια για να τα τραγουδήσουν. Το ίδιο έκανα κι εγώ: Άκουγα εκατό φορές ένα δίσκο μέχρι να μάθω τα τραγούδια απ’ έξω. Ως έφηβη αγόραζα κάθε δισκάκι που έβγαινε και το αγαπούσα. Από τη μητέρα μου έχω δίσκους με την αφιέρωση της στη γιορτή μου, γιατί ήξερε ότι ήταν αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα.
-Τι τραγούδια ακούγατε τότε; Στην εφηβεία μου άκουγα Νέο Κύμα σε δίσκους που έβγαζε η Λύρα. Είχα μεγάλη αγάπη στον Πουλόπουλο, τον Σαββόπουλο, τον Χατζιδάκι, τον Κουγιουμτζή.
-Είχατε φανταστεί τότε ότι κάποια στιγμή θα γράφατε στίχους για μουσική του Χατζιδάκι; Ούτε κατά διάνοια. Ούτε φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να γίνω ένα κομμάτι της συνέχειας αυτού που λέμε τραγούδι. Ότι ήμουν καλλιτέχνης το ένιωθα, αλλά δεν ήξερα τι θα έκανα. Αγαπούσα πολύ τον κινηματογράφο και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να γίνω σκηνοθέτης.

-Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε με το δίσκο «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ»; Ναι, το 1985 που κυκλοφόρησε. Προηγουμένως είχε κάνει αίσθηση και η «Έξοδος κινδύνου» με τον Σπανό.
-Σε ποιο βαθμό ισχύει το ότι η έμπνευση βγαίνει μέσα από βάσανα και πόνο; Πιστεύω σ’ αυτό που υπάρχει στην καρδιά σαν μυστικό, ένα βαθύτερο συναίσθημα. Ο άνθρωπος έχει κάτι μοναδικό, ένα όνειρο, ένα ιδανικό για να είναι χαρούμενος, κάτι που επιθυμεί και τον έλκει. Δεν είναι εύκολο να επεξεργαστεί κανείς τον εσωτερικό του κόσμο. Βλέπουμε ανθρώπους που δεν μιλάνε και δεν εκφράζονται. Εγώ είχα έντονα συναισθήματα, όνειρα, φαντασία. Τα παιδιά παλιότερα μπορούσαν να παίζουν παριστάνοντας ότι ένα ξύλο, π.χ., είναι σπαθί. Όσο είμαστε παιδιά φανταζόμαστε έντονα πολλά πράγματα και τα πιστεύουμε. Όσο μεγαλώνουμε το αφήνουμε στην άκρη αυτό. Ε, μάλλον εγώ κατάφερα και το κράτησα ζωντανό, δηλαδή αυτά που φαντάζομαι μπορώ και να τα γράψω. Κράτησα ζωντανή τη δημιουργική μου σκέψη, και αυτό μου δίνει χαρά και ταυτότητα. Ευχαριστώ τον εαυτό μου που δεν ντράπηκε, που δεν τα παράτησε και συνέχισε να το κάνει μεγαλώνοντας. Δηλαδή αυτή την έντονη λαχτάρα του εσωτερικού κόσμου μου δεν κατάφερε η πραγματικότητα να τη σβήσει.
-Έπειτα από τόσες επιτυχίες, φοβηθήκατε κάποια στιγμή ότι μπορεί να στερέψει η έμπνευσή σας; Πάντα είχα την αγωνία αν αυτά που έγραφα αφορούν τον κόσμο, αν θα γίνουν επιτυχία. Στα τραγούδια που έγραφα δεν επαναλάμβανα τον εαυτό μου, κάθε φορά ήταν κάτι άλλο, μια άλλη ματιά. Έγραφα και για ασυνήθιστα θέματα, άλλος δίσκος ήταν τα «Κανονικά», άλλο το «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ», άλλο το «Μαμά γερνάω» και άλλο το «Ηφαίστειο». Αγωνιούσα πάντα, αλλά δεν με έκανε να δειλιάζω η έκθεση. Υπήρξαν και μεγάλες διαφορές αποδοχής, δηλαδή το «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ» το 1985 το πήρε όλη η Ελλάδα, ενώ το «Μαμά γερνάω» το 1988 το πήραν 3.000 άνθρωποι. Αντίστοιχα, το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά» έγινε πανελλαδικά αξιαγάπητο ενώ ο επόμενος δίσκος, οι «Υδρόγειες σφαίρες», δεν πήγε καλά.
-Σας στεναχωρούσε όταν κάτι δεν πήγαινε καλά; Ασφαλώς, όχι όμως επειδή μετάνιωνα. Απλώς μετρούσα όλες τις παραμέτρους, προσπαθούσα να καταλάβω τον λόγο. Είναι καλό να μπορείς να διαβάζεις και τη δική σου δημιουργία αλλά και τον κόσμο που δεν μπόρεσε να πιάσει το σήμα. Αν είσαι αποφασισμένος να φέρεις στην επιφάνεια αυτό που είναι στο «ορυχείο» σου, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει.
-Υπήρξαν στιγμές που φοβηθήκατε να ρισκάρετε με κάτι νέο; Όχι, γιατί είναι απαραίτητο να παίρνεις ρίσκα και να μην επαναλαμβάνεσαι. Δεν πρέπει να λογοκρίνεται ο δημιουργός. Είναι φυσιολογικό άλλες φορές να κατορθώνει κάτι και άλλες φορές να τον αφήνει ο κόσμος χωρίς αυτή τη χαρά.
-Θα πρέπει να είναι μεγάλη ικανοποίηση να βλέπετε ανθρώπους να κλαίνε με τα τραγούδια σας… Είναι κάτι που με ξεπερνάει, δεν μπορώ να το περιγράψω. Με συγκινεί όχι μόνο αυτός που ακούει ένα τραγούδι μόνος, στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο, με συγκινεί και όταν όλοι μαζί μπορούμε να τραγουδήσουμε κάτι, να έχουμε την ανάγκη αυτό το συναίσθημα να το διατυπώσουμε από κοινού.
-Για να γράψετε στίχους έχετε ανάγκη να αποσυρθείτε από τον κόσμο; Πάντα απομονώνομαι. Θα κάνω τη βόλτα μου μέσα στη μέρα, θα περπατήσω, θα παρατηρήσω, θα ενωθώ με τη ζωή, αλλά μετά θα αποσυρθώ. Από τα πρώτα χρόνια που μου έκανε τη χάρη η ποίηση και η δημιουργία να με επισκεφτεί, αυτό μου ήταν απαραίτητο το. Θυμάμαι που ήμουνα πολύ νεαρή και μου λέγανε οι φίλοι μου «πάμε βόλτα;» και έλεγα όχι. «Καλά, θα γράψεις» μου έλεγαν. Θέλει σιωπή αυτή η διεργασία, είναι σαν να ταξιδεύεις σε άγνωστη γη.
-Εξακολουθείτε να γράφετε στο χαρτί; Πάντα ξεκινώ από το χαρτί. Έχω μπλοκ Α4 που έχουν μεγάλη επιφάνεια. Μπορεί να γράψω και σε ένα μικρό χαρτάκι για να μην ξεχάσω κάτι, όμως νιώθω σαν τον ζωγράφο που θέλει μεγάλο τελάρο. Αφήνω το χέρι μου να γράφει με ταχύτητα. Αν βρεθώ σε αδιέξοδο, θα γυρίσω σελίδα και θα πάω πάλι από την αρχή, κρατώντας τα πρώτα «σκίτσα». Όμως υπάρχουν και στιγμές που ρέει η σκέψη.
-Γνωρίζετε από την αρχή ότι οι στίχοι σας θα έχουν μεγάλη επιτυχία; Σπάνια μπορείς να το βεβαιώσεις αυτό. Γιατί ο στίχος είναι το ένα υλικό, μετά είναι η μελωδία που θα μπει σαν δεύτερο ρούχο, η τρίτη παράμετρος είναι η ερμηνεία. Πρέπει να συμπέσουν και τα τρία για να φτάσει στην καρδιά του ανθρώπου ένα τραγούδι. Είναι ένα συλλογικό άθλημα αυτό, τρεις δημιουργοί πρέπει να συντονιστούν μαγικά και ο καθένας με το ταλέντο του να υποστηρίξει ένα κοινό αίσθημα. Ποτέ δεν ξέρεις από την αρχή αν αυτό που έγραψες θα έχει αυτή την τύχη. Η προσπάθεια είναι να πεις κάτι που θα μιλάει στην καρδιά του άλλου και στα συναισθήματά του. Όσο πιο καθαρά λέγεται η αλήθεια μας, τόσο περισσότεροι την καταλαβαίνουν. Το πιο σημαντικό για τον δημιουργό είναι να παραμένει η καρδιά του ζωντανή στη χαρά και στην οδύνη, στο κουράγιο.

-Αισθάνεστε περισσότερο ποιήτρια ή στιχουργός; Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο είναι της ποιήτριας. Ο τρόπος που γράφω είναι αφοσιωμένος εδώ και πολλά χρόνια στον έμμετρο λόγο. Αλλά βλέπω τα πράγματα ως ποιήτρια και τα εξωτερικεύω με τη φόρμα που αγαπώ, τον έμμετρο λόγο ο οποίος θα μελοποιηθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι αν μου έρθει μια έμπνευση που δεν είναι έμμετρος λόγος δεν την αποτυπώνω. Γράφω και πράγματα που δεν είναι για τραγούδι, σ’ αυτό όμως είναι η μαεστρία μου.
-Γράψατε στίχους σε μουσικές του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση; Ο Θεοδωράκης μελοποίησε πάνω στον λόγο μου, αλλά για τον Χατζιδάκι έγραψα πάνω στη μουσική του κι αυτό ήταν τρομερά δύσκολο. Δηλαδή είχα μεγάλη αγωνία, γιατί δεν ήταν εν ζωή για να μου πει αν είναι καλό ή όχι. Μέσα μου παρακαλούσα πολύ αυτό που θα κάνω να είναι άξιο.
-Παρακολουθείτε τη δουλειά νέων στιχουργών; Παρακολουθώ το τραγούδι, όπως είναι και όπως κακοποιείται από τα ραδιόφωνα και από αλλού. Εδώ και έξι χρόνια που διοργανώνω συναντήσεις σε μικρό κύκλο για δημιουργική γραφή, διαπιστώνω βλέποντας τα γραπτά των μαθητών μου ότι υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι. Αυτή τη στιγμή η δυσκολία είναι με ποιους θα συναντηθούν και πώς θα συνεργαστούν. Το ζητούμενο είναι πώς θα εμπνεύσει ο ένας δημιουργός τον άλλο. Το τραγούδι ως παραγωγική διαδικασία έχει γίνει λίγο άχαρο. Οι νέοι δεν έχουν πια το «νοικοκυριό», δηλαδή τις εταιρείες που να μπορούν να δείξουν τι έχουν κάνει και να τους πουν αν θα προχωρήσουν. Όλα εξαρτώνται από την προσωπικότητα και το «άστρο» του κάθε παιδιού.
-Με το ίντερνετ έχουν αλλάξει πολλά στη μουσική. Πώς βλέπετε τις εξελίξεις; Μετά την κατάρρευση της Ανώνυμης Εταιρείας Πνευματικής ιδιοκτησίας, αναγκαστήκαμε οι δημιουργοί να δημιουργήσουμε συνεταιρισμούς για τα πνευματικά δικαιώματα. Από την εμπειρία μου αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η νέα συνθήκη είναι μοιραία. Σου δίνει τη δυνατότητα να ανεβάσεις μόνος σου στο ίντερνετ ένα τραγούδι, όμως δεν μπορείς να ζήσεις πια από αυτό. Έχουν μειωθεί τρομερά τα πνευματικά δικαιώματα. Παλιότερα είχες τη χαρά πως, άμα ένα τραγούδι που έγραψες γινόταν επιτυχία, έπαιρνες πίσω τον κόπο σου. Τώρα είναι πολύ άνισα τα πράγματα: Τα τραγούδια σου ακούγονται σ’ αυτές τις πλατφόρμες αλλά αυτό που έρχεται σε σένα είναι μηδαμινό. Μέσα από αυτή την τεχνολογία ο δημιουργός καταλήγει να είναι χορηγός.
-Πώς βιώνετε τη φθορά του χρόνου; Σ’ αυτή τη στιγμή της ζωής μου προσπαθώ να ξεκουράζομαι, να κοιμάμαι αρκετά, να έχω ζωτικότητα και καλή βιολογική κατάσταση επειδή δεν μπορώ να έχω τις παλιές ταχύτητες. Πρέπει να μοιράσω την καθημερινότητα και τις ανάγκες μου με άλλο τρόπο. Είναι συγκλονιστικό να το βιώνεις. Μέσα στην καρδιά μου δεν υπάρχει χρόνος, τον καταλαβαίνω μόνο με το σώμα μου. Βλέπω γύρω μου τι σημαίνει να είσαι νέος. Αυτό είναι απαραίτητο για την ωρίμανση της ψυχής, είναι πανανθρώπινο. Πρέπει να μετρήσεις την αγάπη που έχεις και την έγνοια γι’ αυτούς που έρχονται μετά από σένα. Την ευγνωμοσύνη για το τι σου έχει δώσει η ζωή, το ευχαριστώ που είσαι ακόμη όρθιος. Εγώ πλέον έτσι τα μετράω. Έχω την αίσθηση του πεπερασμένου της ζωής, δεν είμαστε αθάνατοι. Νιώθω πως θα πρέπει να το αξιολογώ αλλιώς το καθετί, να δίνω μεγαλύτερη σημασία σε κάθε στιγμή, σε κάθε κουβέντα, σε κάθε εκδρομή.
-Φαντάζεστε τον εαυτό σας να γράφει μέχρι τα βαθιά γεράματα; Θα το ήθελα. Όμως, εκτός από το να γράφω στο χαρτί, αυτό που με συγκινεί είναι το να σκέφτομαι βαθιά, να μπορώ με μια κουβέντα να πω αυτά που με απασχολούν σ’ έναν άνθρωπο ή σε περισσότερους, ακόμη και προφορικά. Την ίδια ώρα, θέλω να μπορώ να γράφω ωραία ώς το τέλος. Μου δίνει χαρά αυτό.
-Η ενασχόλησή σας με το τραγούδι, η επαφή σας με τους ανθρώπους της μουσικής σας έχει ωφελήσει ως άνθρωπο; Έχω την τιμή να είμαι σ’ ένα καράβι που κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Μπήκα πολύ μικρή σ’ αυτό, συνεργάστηκα με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους… και όταν έβγαινε κάτι όμορφο, καταλάβαινα τι είναι το να κάνεις κάτι μαζί με τον άλλο. Όποιος συμμετέχει σε μια δημιουργία είναι πολύτιμος, αυτό είναι ένα μάθημα ζωής μεγάλο. Νιώθω ότι σ’ αυτό το καράβι, από τον καπετάνιο μέχρι τον ναύτη τον πιο μικρό, δουλέψαμε και κατορθώσαμε κάτι μαζί. Αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση.
-Συνεργάζεστε με νέους τραγουδιστές τα τελευταία χρόνια. Πώς βλέπετε αυτές τις συνεργασίες; Τα νέα παιδιά είναι πιο κλειστά σαν ψυχισμοί. Εμείς παλιά περνούσαμε ώρες όλοι μαζί, κουβεντιάζαμε πολύ. Τώρα τα νεότερα παιδιά δεν το κάνουν αυτό, αφού πάρουν τον στίχο δεν έχουμε άλλη επαφή. Αυτό είναι το δύσκολο. Αλλά με τους ερμηνευτές τους νεαρούς έχω πολλές κουβέντες, συναντήσεις για τις πρόβες… Είναι δώρο το να γελάμε μαζί με ένα παιδί 25 χρόνων και να μη νιώθουμε την ηλικιακή διαφορά.
-Πηγαινοέρχεστε στην Κύπρο σχεδόν 40 χρόνια. Τι κρατάτε από την επαφή με το νησί μας; Είχα πρωτοέρθει στην Κύπρο με αφορμή δυο συναυλίες, η πρώτη με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και η δεύτερη με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, γύρω στο 1990. Έχω σταθερούς και αγαπημένους φίλους. Επίσης έχω λάβει μέρος σε πολύ ωραίες βραδιές με συγγραφείς από την Ελλάδα και την Κύπρο. Είχα και μια αγάπη ιδιαίτερη στον Μιχάλη τον Πασιαρδή, τον ποιητή που ήταν σταθερό σημείο αναφοράς για μένα. Συναντιόμασταν συχνά και κουβεντιάζαμε στο ΡΙΚ. Με έκανε να χαμογελάω πριν καν προσγειωθώ. Τον πρωτογνώρισα στη συναυλία με τη Ζορμπαλά, όταν με πλησίασε και μου είπε μια στροφή από ένα ποίημα του. Ήταν μια υπέροχη συνάντηση, την επόμενη μέρα πήγα στο βιβλιοπωλείο να βρω τις ποιητικές συλλογές του.
- INFO «Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια», Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο. Αφιέρωμα στη Λίνα Νικολακοπούλου με τη Σοφία Παπάζογλου και τον Θοδωρή Βουτσικάκη. Κυριακή 25 Ιουνίου στις 20:30. Προπώληση Εισιτηρίων: Tickethour και καταστήματα ACS. Πληροφορίες: 7777 7040.
Ελεύθερα, 18.6.2023