Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα, η κατάργηση της δημοκρατίας, οι εθνικές ήττες και η τραγική κατάληξη με την καταστροφή της Κύπρου, συνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα. Στρατιωτικοί εξαρτημένοι από ξένες υπηρεσίες, φασίστες και ξένοι προς κάθε δημοκρατία, κράτησαν όμηρο μια ολόκληρη χώρα. Μια κάστα στην οποία συμμετείχαν ξενοκίνητοι, επικίνδυνοι φανατικοί, δεν θα μπορούσαν παρά «να ρίξουν στα βράχια» την Ελλάδα και μαζί και την Κύπρο. 

Η Ουάσιγκτον, ως γνωστό, είχε αναγνωρίσει τη χούντα του Παπαδόπουλου, τον οποίο οι Αμερικανοί γνώριζαν πολύ καλά. Ήταν ο σύνδεσμος της ΚΥΠ με τη CIA, πριν από το πραξικόπημα. Η χούντα, όπως φάνηκε, ήθελε εξαρχής να ασχοληθεί με την Κύπρο. Άλλοι θεωρούν πως επιδίωκε μια «επιτυχία» για να εδραιωθεί εντός και εκτός της χώρας. Άλλοι εκτιμούν ότι οι χουντικοί ήθελαν να τελειώνουν με την Κύπρο.

Η πρόταση, για παράδειγμα, για την παραχώρηση της βάσης της Δεκέλειας στην Τουρκία ως αντάλλαγμα την Ένωση, κατατέθηκε επειδή ήξεραν προφανώς και την απάντηση της Άγκυρας. «Τυχαία» αυτή η ιδέα ήταν ένα θέμα που απασχόλησε νωρίτερα εκείνη την περίοδο τους Αμερικανούς. Σε ένα τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, ημερομηνίας 2 Μάιου 1967, η Ουάσινγκτον ζητούσε τις απόψεις του σε εννέα σημεία σε σχέση με την «κυβέρνηση» της Ελλάδος. Το όγδοο σημείο αναφερόταν στην Κύπρο. Γινόταν αναφορά σε πιέσεις προς την Αθήνα για αποδοχή τουρκικής κυρίαρχης βάσης στο νησί ( χωρίς αναφορά σε Ένωση) ή σε μεταφορά πίσω  στην Ελλάδα του Γρίβα.

Το φιάσκο του Έβρου, η αποχώρηση της Μεραρχίας, η συστηματική υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Προέδρου Μακαρίου διαμόρφωναν την εικόνα. Κι όλα αυτά, που κάποιοι αμφισβητούν, επιβεβαιώνονται με ντοκουμέντα. Κι όλες οι προσπάθειες για «καλό Παπαδόπουλο» και «κακό» Ιωαννίδη δεν τεκμηριώνονται. Απασχολούν, μόνο, όσους θεωρούν πως υπάρχουν και… καλές δικτατορίες!

Η «θυσία» της Κύπρου δεν ήταν «μια τρέλα της στιγμής». Είχε να κάνει με γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ με την εμπλοκή της Ελλάδος και της Τουρκίας. Είχε να κάνει με τις ισορροπίες στην περιοχή και την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης.

Αλλά πέραν από τις όποιες αρχειακές πηγές, την προδοσία  την ακούσαμε από τα ηχητικά ντοκουμέντα, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974». Τα όσα ειπώθηκαν σε εκείνη τη σύσκεψη των χουντικών, πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, ημέρα εκδήλωσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, επιβεβαιώνουν το τι έγινε.

Δ. Ιωαννίδης – Ταξίαρχος, Διοικητής ΕΣΑ: «Την ξέρουμε την λύση κύριε Πρωθυπουργέ. Αυτοί θα βγούνε στην Κερύνεια. Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν».

Αδ. Ανδρουτσόπουλος – «Πρωθυπουργός»: «Όχι, αν τους σταματήσουμε».

Δ. Ιωαννίδης – Ταξίαρχος, Διοικητής ΕΣΑ: «Μα θα τους σταματήσουμε μετά. Αφού πάρουν το λιμάνι, την Κερύνεια κι ενώσουν την Λευκωσία, τότε θα σταματήσουν. Γι αυτό είμαστε σίγουροι».

Το παιχνίδι ήταν στημένο:  Να καταλάβουν εδάφη της Κύπρου οι Τούρκοι με τη χούντα σε ρόλο «τροχονόμου».

Οι χουντικοί δεν δικάστηκαν ποτέ για το έγκλημα κατά της Κύπρου. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήθελε να εκθέσει συμμάχους. Γιατί σε μια δίκη θα αναφερόταν και ο ρόλος των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ.  Στο βιβλίο των Α. Συρίγου και Ε. Χατζηβασιλείου «Μεταπολίτευση 1974-1975», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γίνεται αναφορά και στα πρακτικά του υπουργικού συμβουλίου της Ελλάδος(  7 Μαρτίου 1975). Η κυβερνητική ανακοίνωση για το θέμα αυτό σημείωνε ότι η απόφαση ελήφθη για να αποφευχθεί «διατάραξις των διεθνών σχέσεων της χώρας». Αναφορά που επιβεβαιώνει τα πιο πάνω. Με βάση τα πρακτικά, πάντως, το κίνητρο της απόφασης ήταν «το ότι η πολύ απειλητική ελληνική κυπριακή ακροδεξιά έθετε σε κίνδυνο τη θέση του Μακάριου και ήγειρε τον κίνδυνο να γίνουν δυναμικές ενέργειες…». Το ίδιο, σημειώνεται, έπραξε και ο Μακάριος στην Κύπρο. Δεν προχώρησε σε δίκες.

Ως αποτέλεσμα της ατιμωρησίας, κάποιοι πρωταγωνιστές επιβραβεύθηκαν και οι απόγονοι τους «δοξάζονται» εκλογικά. Και η Κύπρος βιώνει ακόμη τις επιπτώσεις της προδοσίας!