Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυπριακή Βουλή επιλέγει να σωπάσει μπροστά στο δύσκολο. Αλλά αυτή τη φορά, η σιωπή της δεν είναι απλώς αμήχανη. Είναι και δειλή. Η Ειρήνη Χαραλαμπίδου κατέθεσε πρόταση νόμου για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας. Ένα βήμα δύσκολο αλλά τολμηρό. Κυρίως ανθρώπινο. Αντί, όμως, να ξεκινήσει μια σοβαρή, γενναία συζήτηση, τα περισσότερα κόμματα επέλεξαν την υπεκφυγή. Κρύφτηκαν πίσω από ένα βολικό επιχείρημα: Προέχει η κατ’ οίκον ανακουφιστική φροντίδα. Μετά βλέπουμε…

Μόνο που το «μετά» σε αυτό το θέμα είναι πολυτέλεια που κάποιοι δεν έχουν. Γιατί η ευθανασία δεν αφορά εκείνους που μπορούν να τους προσφέρουν καλύτερη φροντίδα και να ανακουφιστούν. Αφορά εκείνους που δεν μπορούν να ανακουφιστούν. Εκείνους για τους οποίους η ιατρική σηκώνει τα χέρια. Εκείνους για τους οποίους το σώμα γίνεται φυλακή και ο πόνος καθημερινός εφιάλτης.

Η ανακουφιστική φροντίδα, όσο σημαντική και ανθρώπινη και αν είναι, δεν εξαντλεί τη συζήτηση. Δεν καλύπτει τους ανθρώπους που βρίσκονται στο τελευταίο, χωρίς επιστροφή, στάδιο μιας ασθένειας. Που υποφέρουν κάθε λεπτό και κάθε ανάσα τους είναι βασανιστήριο. Που δεν έχουν πια προσδοκία ίασης ή στοιχειώδους ποιότητας ζωής. Αυτοί δεν ζητούν φροντίδα. Ζητούν απελευθέρωση.

Αυτό είναι το βαθύ, υπαρξιακό ερώτημα της ευθανασίας: Αν έχει ο άνθρωπος δικαίωμα να ορίζει το τέλος του όταν πια δεν μπορεί να βρει ανακούφιση πουθενά. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Και δεν μπορεί να είναι ούτε βιαστική ούτε επιπόλαιη. Όμως, είναι χρέος των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού να κάνουν αυτή τη συζήτηση. Όχι να την αποφεύγουν. Όχι να κρύβονται.

Αν η ανακουφιστική φροντίδα είναι χρέος του κράτους προς όλους όσους πάσχουν, η συζήτηση για την ευθανασία είναι χρέος του κράτους προς εκείνους που φτάνουν στο τέλος. Δεν πρόκειται για αντικρουόμενες ανάγκες. Δεν είναι “ή το ένα ή το άλλο”. Πρόκειται για συμπληρωματικές πλευρές μιας ηθικής υποχρέωσης απέναντι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σε χώρες της Ευρώπης –όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία– η ευθανασία έχει ήδη θεσμοθετηθεί με αυστηρό πλαίσιο, ιατρικά και νομικά φίλτρα, και με απόλυτο σεβασμό στην αυτονομία του ασθενούς. Δεν μιλούμε για απόφαση που λαμβάνεται ελαφρά τη καρδία. Αλλά για το έσχατο δικαίωμα κάποιου να μη συνεχίσει να υποφέρει.

Η ίδια η βουλεύτρια που κατέθεσε την πρόταση, δεν μίλησε με νομικά επιχειρήματα. Μίλησε με την ψυχή της. Και αποκάλυψε μπροστά στις κάμερες μια προσωπική ιστορία που τσακίζει: «Έχασα τη μητέρα μου στην Αροδαφνούσα. Είχε κρυοβλάστωμα. Την έβλεπα στο κρεβάτι να λιώνει. Της πήρα τον γιο μου να τον δει. Τυφλώθηκε, δεν τον έβλεπε. Μετά χάλασαν τα νεφρά, μετά οι πνεύμονες, και μετά σταμάτησε η καρδιά της. Η μητέρα μου έπρεπε να έχει το δικαίωμα να πει “ως εδώ”. Δεν της το δώσαμε».

Αυτό είναι το πρόβλημα. Όχι αν η πρόταση της Χαραλαμπίδου «προνοεί δαπάνες», όπως σχολίασαν ανεύθυνα μερικοί. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν βασανισμένοι για πολύ καιρό. Και οι πολιτικοί κάνουν πως δεν τους βλέπουν, για να μην πάρουν θέση.

Όμως, κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αποφύγεις. Η συζήτηση για την ευθανασία δεν είναι επιλογή. Είναι υποχρέωση. Όχι γιατί είναι «της μόδας». Όχι γιατί την επιβάλλει η «πολιτική ορθότητα». Αλλά γιατί είναι η πιο βαθιά ανθρώπινη κουβέντα που μπορεί να γίνει σε ένα κοινοβούλιο. Και δυστυχώς, η κυπριακή Βουλή δεν αντέχει να την κάνει.

Εδώ δεν μιλάμε για λεφτά. Μιλάμε για αξιοπρέπεια. Μιλάμε για ζωή και θάνατο. Δεν ζητά κανείς να επιβάλει τον θάνατο. Ζητά να μελετήσουμε αν πρέπει να επιτρέψουμε την επιλογή του. Με αυστηρές δικλείδες. Με ιατρική και ψυχολογική τεκμηρίωση. Με πλήρη συναίνεση του ασθενή. Όπως συμβαίνει σε δεκάδες άλλες χώρες. Όπου η κοινωνία επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της ευθύνης, όχι την εύκολη σιωπή της δειλίας.

Όσοι συνεχίζουν να σωπαίνουν, όσοι συνεχίζουν να μιλάνε γενικά και αόριστα για «ανακουφιστική φροντίδα», χωρίς να τολμούν να πουν μια κουβέντα για την πραγματική ουσία, ας έχουν τουλάχιστον το θάρρος να παραδεχτούν την αλήθεια: Δεν θέλουν να το συζητήσουν, γιατί φοβούνται. Φοβούνται το πολιτικό κόστος. Φοβούνται την Εκκλησία. Φοβούνται να αγγίξουν τη ζωή στην πιο δύσκολη της στιγμή.

Η συζήτηση για την ευθανασία δεν θα είναι εύκολη. Ούτε γρήγορη. Ούτε χωρίς διλήμματα. Είναι, όμως, επιβεβλημένη. Όχι μόνο γιατί η κοινωνία ωριμάζει. Αλλά γιατί κάποιοι υποφέρουν για χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να περιμένουν τους δειλούς πολιτικούς να ωριμάσουν κι αυτοί.