Η έγνοια για την ψυχική υγεία των παιδιών, που δοκιμάζεται ιδιαίτερα στις συνθήκες της πανδημίας, η ανάγκη ευαισθητοποίησής τους για το περιβάλλον και η έμπρακτη αποδοχή μιας κουλτούρας «απεξάρτησής» τους από τους ενήλικες, ώστε να ακούγεται η άποψή τους για τα θέματα που τα αφορούν, είναι στις άμεσες προτεραιότητες του Γραφείου της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, όπως εκφράζονται σε αυτή τη συνέντευξη της Δέσπως Μιχαηλίδου στον «Φ».
Επεσήμανε ότι «όπως αναφέρει και στον πρόλογο της ετήσιας έκθεσής της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το κυρίαρχο στοιχείο του 2021 είναι η έγνοια μας για την ψυχική υγεία των παιδιών. Τη χρονιά αυτή, που είναι η δεύτερη της συνεχιζόμενης πανδημίας του κορωνοϊού στην Κύπρο και στον κόσμο, επικεντρωθήκαμε πολύ ως κοινωνία — αναγκαστικά — στη σωματική υγεία και δεν δώσαμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ψυχική υγεία των παιδιών. Υπήρξαν βέβαια προσπάθειες από όλες τις υπηρεσίες να ανταποκριθούν, αλλά από τη στιγμή που για ένα διάστημα τουλάχιστον, η σχολική κοινότητα ήταν κλειστή, τα παιδιά δεν μπορούσαν να έχουν επαφή με τον σχολικό ψυχολόγο ή τον δάσκαλο για να μπορέσουν να εκφραστούν. Είχαν επηρεαστεί βεβαίως και οι γονείς — οικονομικά και ψυχολογικά — ενώ αυξήθηκε η ενδοοικογενειακή βία λόγω του περιορισμού και της συνεχούς παραμονής στο σπίτι και τα παιδιά ευάλωτων οικογενειών έγιναν μάρτυρες τέτοιων συμπεριφορών.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η θέση της Επιτρόπου του Παιδιού για τα μέτρα στα δημοτικά
»Όλα αυτά αποτυπώνονται σε έρευνα για τον αντίκτυπο της κρίσης που έκανε το Γραφείο μου, όπου τα ίδια τα παιδιά εκφράζουν αισθήματα απογοήτευσης, άγχος, ψυχική κόπωση, ανασφάλεια και φόβο θανάτου για τα οικεία τους πρόσωπα — τη γιαγιά, τον παππού, τους γονείς… Και ας ληφθεί υπόψη ότι αυτό παρατηρήθηκε σε συνδυασμό με τις δυσκολίες κάποιων ευάλωτων οικογενειών να δώσουν προσοχή στο τι νιώθει το παιδί αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό και η θέση μας είναι να παραμείνουν τα σχολεία ανοικτά και ασφαλή, γιατί η σχολική κοινότητα είναι ένας χώρος που τα παιδιά τον έχουν ανάγκη».
Η Επίτροπος έσπευσε να προσθέσει ότι «το πρώτο καυτό θέμα που πάει χέρι – χέρι με τον Covid 19 και που απασχολεί το Γραφείο μου είναι το περιβάλλον και θέλω σε συνεργασία με την Επίτροπο Περιβάλλοντος να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη δράσεων ευαισθητοποίησης των παιδιών για το θέμα αυτό».
Απαντώντας σε σχετική μας ερώτηση η Επίτροπος τόνισε ότι «στην Κύπρο θεωρούμε ότι τα παιδιά δεν έχουν λόγο, κρίση και γνώμη και εδώ υπάρχει ένα κενό. Λαμβάνονται αποφάσεις ερήμην τους και χωρίς να ακούγεται η γνώμη τους — πρόσθεσε — από την Πολιτεία, το σχολείο και τους γονείς, για θέματα που τα αφορούν άμεσα. Δεν λέμε ότι η γνώμη των παιδιών πρέπει σε κάθε περίπτωση να εισακούεται, αλλά πρέπει τουλάχιστον να ακούγεται. Έχω διαπιστώσει από τις επαφές μου με την Ομάδα Εφήβων Συμβούλων του Γραφείου μου ότι τα παιδιά πολλές φορές εκφράζουν πολύ πιο ώριμες σκέψεις από πολλούς ενήλικες. Με τον απλό τους λόγο, λένε συχνά με ειλικρίνεια τα πράγματα με το όνομά τους και είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα — π. χ. όσον αφορά τους εμβολιασμούς και τον περιορισμό, ήταν πολύ υπεύθυνα τα παιδιά με τα οποία μίλησα. Η ανάγκη εναρμόνισης της κοινωνικής πολιτικής σε σχέση με τα παιδιά στην Κύπρο με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού κινητοποίησε, θεωρώ, την πολιτεία να αναπτύξει νομοθεσίες, πολιτικές και πρακτικές για διασφάλιση δικαιωμάτων. Είναι γεγονός ότι τα παιδιά λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, της εν εξελίξει φύσης τους, της απόλυτης εξάρτησής τους από τους ενήλικες στερούνται επίσημο λόγο και η απόλαυση όλων των δικαιωμάτων τους επαφίεται στους ενήλικες.
Η αξιολόγηση του βαθμού που τα παιδιά απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί με σαφείς όρους. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί του κράτους για τέτοια αξιολόγηση και ακόμη και εκεί που επιχειρείται κάτι τέτοιο, απουσιάζει η άποψη των ιδίων των παιδιών. Η συμμετοχή των ίδιων των παιδιών στη λήψη αποφάσεων για ό,τι τα αφορά, καθώς και στη διαδικασία σχεδιασμού και αξιολόγησης όλων των προγραμμάτων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη συζήτηση για την παραβίαση δικαιωμάτων τους ή όχι. Σε όλους τους τομείς της ζωής του παιδιού όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η δημόσια τάξη, η θέση του παιδιού, η στόχευση χρειάζεται να είναι η κοινωνική αναβάθμιση των παιδιών, για να μπορούμε να μιλούμε για πραγματική διαφύλαξη όλου του εύρους των δικαιωμάτων τους».
Παραβατικότητα παιδιών και αποδικαστικοποίηση
Όσον αφορά τη συμβολή του Γραφείου της στην πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας η κυρία Μιχαηλίδου τόνισε ως «ορόσημο στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του παιδιού» την πρόσφατη ψήφιση από τη Βουλή «του Νόμου του 2021 περί Παιδιών σε Σύγκρουση με τον Νόμο». Τον χαρακτήρισε «νόμο σταθμό και πολύτιμο εργαλείο για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον νόμο ή επιδεικνύουν αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά». Πρόσθεσε ότι «είναι ένας ιδιαίτερα πρωτοποριακός για τα κυπριακά δεδομένα νόμος, αφού υιοθετεί ολοκληρωμένη προληπτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας, υιοθετεί πλήρες φάσμα μέτρων στήριξης και διαχείρισης παιδιών χωρίς ποινική ευθύνη, στοχεύει στη στήριξη των παιδιών που κινδυνεύουν να έρθουν σε σύγκρουση με τον νόμο με εναλλακτικές για την ποινική δίωξη και εναλλακτικά μέτρα αντί της κράτησης. Επίσης εγκαθιδρύει δομές και διαδικασίες σε όλα τα στάδια, σε σχέση τόσο με παιδιά που ενεργούν χωρίς καταλογισμό, όσο και σε σχέση με παιδιά που είναι ποινικά υπεύθυνα στοχεύοντας σε μια αποκαταστατική δικαιοσύνη. Βασική αρχή του νόμου είναι ότι η κράτηση παιδιών αποτελεί το έσχατο μέτρο και προνοεί μέτρα αποδικαστικοποίησης και εναλλακτικών ποινών».
Η Επίτροπος κατέληξε λέγοντας ότι «ρόλος του Γραφείου της σε αυτό το στάδιο είναι να παρακολουθεί την εφαρμογή του νέου αυτού νόμου από τις αρμόδιες Αρχές: μέσα από τις παρεμβάσεις μου — υπογράμμισε — παροτρύνω όλα τα συναρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες να προχωρήσουν με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, ώστε να κινήσουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη δημιουργία των αναγκαίων προβλεπόμενων δομών ή/και κανονισμών για αποτελεσματικότερη εφαρμογή του νόμου».
Στήριξη παιδιών μονογονιών και μεταναστών
Για το σημαντικό ζήτημα της στήριξης του Γραφείου της σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού για διασφάλιση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, η Επίτροπος διευκρίνισε ότι «το Γραφείο της δεν έχει την αρμοδιότητα να παρέχει υποστήριξη σε καμία ομάδα παιδιών. Η παροχή υποστήριξης — συνέχισε — εμπίπτει στις αρμοδιότητες των εκάστοτε υπηρεσιών του κράτους και το Γραφείο μου σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Το Γραφείο μου όμως προβαίνει σε ενέργειες και παρεμβάσεις στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για όλα τα παιδιά συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες — όπως παιδιά με μεταναστευτικό βιογραφικό και παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών — οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ενδυνάμωση των παιδιών που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες με τη διοργάνωση βιωματικών εργαστηρίων για ενημέρωση των δικαιωμάτων τους, ενίσχυση της συμμετοχής των παιδιών με τη συμπερίληψη στην Ομάδα εφήβων Συμβούλων της Επιτρόπου, παιδιών που ανήκουν σε διάφορες ευάλωτες ομάδες και τέλος εκπροσώπηση από την Επίτροπο των ασυνόδευτων ανηλίκων αιτητών ασύλου στη δικαστική διαδικασία στο Διοικητικό Δικαστήριο σε σχέση με την απόρριψη του αιτήματος για άσυλο».
Περαιτέρω, η Επίτροπος μάς ανέφερε ότι υπάρχει από το Γραφείο της «συνεχής παρακολούθηση της υλοποίησης της πολιτικής ένταξης των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα. Αναφορικά με την ενιαία εκπαίδευση — πρόσθεσε — καταρτίστηκε θέση (09/04/2019) στην οποία επισημάνθηκε ότι η νομοθεσία που διέπει το υφιστάμενο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι ενιαία ούτε ως προς το περιεχόμενο ούτε ως προς τη φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να είναι σαφώς κατακερματισμένη».
Για τα παιδιά ευάλωτων ομάδων (μονογονιών, μεταναστών) που βιώνουν την παιδική φτώχεια, η Επίτροπος μάς είπε ότι «κάνει παρεμβάσεις προς αρμόδια υπουργεία μετά από παράπονα ή και αυτεπάγγελτα και τηλεφωνικές παρεμβάσεις προς λειτουργούς των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για πιο άμεσες ενέργειες όταν κρίνεται αναγκαίο». Επίσης αναφέρθηκε σε πορίσματα του Γραφείου της Επιτρόπου αναφορικά με παράπονα για τερματισμό του ΕΕΕ και του επιδόματος τέκνου και μονογονιού, για τη μη πρόσβαση παιδιών με αναπηρία στα σχέδια κοινωνικών παροχών του τμήματος κοινωνικής ενσωμάτωσης λόγω του καθεστώτος παραμονής τους στις ελεύθερες περιοχές.
Η διαμεσολάβηση για τη σχολική βία
Σε σχέση με το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού η Επίτροπος επανέλαβε την εισήγησή της «να εισαχθεί στην Κύπρο η κουλτούρα της διαμεσολάβησης που είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας. Όταν — πρόσθεσε — με ενέργειες του ειδικά εκπαιδευμένου διαμεσολαβητή το παιδί θύτης βρεθεί απέναντι από το θύμα και όταν συναντηθούν μεταξύ τους οι γονείς τους, θα διαγνωστούν οι αιτίες των εκφοβιστικών συμπεριφορών και μπορεί το παιδί θύτης να σκεφτεί να μην επαναλάβει τη συμπεριφορά του». Απαντώντας σε σχετική μας ερώτηση η Επίτροπος ανέφερε ότι την εισήγησή της για τη διαμεσολάβηση «την έκανε στη Βουλή και στον νόμο για την ενδοσχολική βία του 2020, αλλά δυστυχώς εκεί δεν πέρασε η άποψή της.
Το Γραφείο μου — συνέχισε — υπέβαλε σειρά εισηγήσεων και συστάσεων κατά τη διαδικασία ετοιμασίας της Εθνικής Στρατηγικής για την Πρόληψη και τη Διαχείριση της Βίας στο Σχολείο, την εφαρμογή της οποίας, σε αυτό το στάδιο, παρακολουθούμε καθηκόντως. Οι διαπιστώσεις και εισηγήσεις μου όσον αφορά στο θέμα της βίας στον χώρο του σχολείου, καταγράφονται σε ομαδική αξιολόγηση (04/05/2020) και σε υπομνήματα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και Πολιτισμού το 2016 και το 2019. Ενδεικτικά τονίζω τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στον τομέα της πρόληψης ως του αποτελεσματικότερου τρόπου αντιμετώπισης κάθε μορφής βίας στο επίπεδο του σχολείου. Οι συναρμόδιες υπηρεσίες του κράτους πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες απόλυτης συνεργασίας, συντονισμού και καθολικής λήψης δράσεων ουσιαστικής σημασίας, αφού διαφορετικά οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις παραμένουν αποσπασματικές και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, καταδικασμένες σε αποτυχία.
Η συμβολή των ειδικών θα πρέπει να ενισχυθεί από την ουσιαστική εμπλοκή της σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και γονιών, κατά τρόπο που να μην περιορίζεται σε ενημέρωση, ανατροφοδότηση και επιμόρφωσή της, ώστε τα κρούσματα βίας ή/και παραβατικότητας να αντιμετωπίζονται συλλογικά. Τόσο στην περίπτωση του σχολικού εκφοβισμού, όσο και στην περίπτωση της νεανικής παραβατικότητας, θεωρώ ότι η ισχυρότερη θωράκιση ενός σχολείου είναι η διαμόρφωσή του ως ένα δημοκρατικό και πρωτίστως παιδοκεντρικό σχολείο, το οποίο να θεμελιώνεται, να καλλιεργεί και να προάγει κουλτούρα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Άρτια δουλειά στο Σπίτι του Παιδιού
-Ποια είναι η άποψή σας για το γεγονός ότι τα Δικαστήρια συχνά αφήνουν ελεύθερα, με εγγύηση μέχρι τη δίκη τους, άτομα που καταγγέλλονται για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, με πιθανότητα να τα προσεγγίσουν εκ νέου στο διάστημα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης;
– Η Επίτροπος δεν παρεμβαίνει σε δικαστικές διαδικασίες. Ο νόμος δίνει την ευχέρεια να εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του παιδιού σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η Επίτροπος προχώρησε πρόσφατα (12/8/21) σε παρέμβαση προς τον Γενικό Εισαγγελέα, τον Αρχηγό Αστυνομίας και τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, η οποία διερευνά, ανάμεσα σε άλλα, πτυχές που αφορούν στα δικαιώματα παιδιού θύματος (π.χ. κατά πόσον υπάρχει σε ισχύ διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου, ενέργειες της Αστυνομίας σε περίπτωση παραβίασης του διατάγματος αποκλεισμού, προστασία του παιδιού ως θύματος σεξουαλικής βίας, ενέργειες των ΥΚΕ για στήριξη του παιδιού ως θύματος και συνεργασία της οικογένειας με το Σπίτι του Παιδιού).
Το πόρισμα της τέως Επιτρόπου (2017) για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών θίγει, ανάμεσα σε άλλα ζητήματα, τη μεγάλη χρονική καθυστέρηση για έναρξη της ποινικής διαδικασίας και την απουσία προστατευτικών μέτρων προς το θύμα. Θέλω να τονίσω ότι το Σπίτι του Παιδιού κάνει εξαιρετική και άρτια δουλειά και έχω ικανοποιηθεί απολύτως από τον ρόλο των λειτουργών, αλλά υπάρχουν ζητήματα που αφορούν στην ιατρική εξέταση, τη διερεύνηση από την Αστυνομία και την προώθηση των υποθέσεων από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα που δεν με βρίσκουν ικανοποιημένη. Είναι θέματα χειρισμού κάποιων περιπτώσεων από τους αρμόδιους λειτουργούς όπου δεν προτάσσεται το συμφέρον του παιδιού.
– Ποια είναι η θέση σας απέναντι στην πρόνοια του νόμου που δίνει το δικαίωμα στον πατέρα να βλέπει το παιδί του ακόμα και όταν αυτό βρίσκεται σε καταφύγιο μαζί με τη μητέρα του, που βρίσκεται εκεί λόγω της άσκησης βίας σε βάρος της από τον ίδιο;
– Το Δικαστήριο είναι αυτό που ρυθμίζει πτυχές όπως της επικοινωνίας. Σε περιπτώσεις που βρίσκεται μητέρα και παιδί σε καταφύγιο, προτείνεται η επιβλεπόμενη επικοινωνία παιδιού-γονέα, μόνο όταν υπάρχει σύμφωνη γνώμη των θυμάτων και κρίνεται προς το συμφέρον του παιδιού. Αν υπάρχει περίπτωση επίμονου πατέρα που με το ζόρι θέλει να εισβάλει στο καταφύγιο, πρέπει να ειδοποιηθεί η Αστυνομία.
Χωρίς ολιστικές αλλαγές το νομοσχέδιο ενιαίας εκπαίδευσης
Η ισότιμη εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες είναι μια ιδιαίτερη πτυχή του αιτήματος για ενιαία εκπαίδευση και η Επίτροπος μάς παρέπεμψε ενδεικτικά σε δύο πρόσφατες θέσεις της για το καθεστώς εργοδότησης σχολικών βοηθών/συνοδών (17/09/2021) και για το προτεινόμενο νομοσχέδιο και τους Κανονισμούς Ενιαίας Εκπαίδευσης (5/07/2021). Επισημαίνει ότι «η προτεινόμενη νομοθεσία δίνει έμφαση στη «στήριξη» και όχι στην εκπαίδευση και δεν δίνεται ορισμός της «στήριξης» ούτε τεκμηριώνεται η διασύνδεσή της με την εκπαίδευση. Δεν αντανακλά την ενιαία εκπαίδευση ως ορίζεται στο σχετικό δίκαιο και τα Γενικά Σχόλια των Επιτροπών του ΟΗΕ.
Στην πραγματικότητα, η εισήγηση που προτείνεται αποσκοπεί στη βελτίωση του συστήματος ένταξης παιδιών και όχι στη δημιουργία συστήματος ενιαίας εκπαίδευσης, αφού βασικές θεσμικές και κεντρικές προβληματικές του Νόμου 113(Ι)/1999 διατηρούνται και μάλιστα ενδυναμώνονται. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ενιαία εκπαίδευση» αντικαθιστά τον όρο «ένταξη» χωρίς τις αναγκαίες θεσμικές και ολιστικές αλλαγές. Σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα να ακουστεί η άποψή τους, κάθε χρόνο ορίζονται διαφορετικά παιδιά στην Ομάδα Εφήβων Συμβούλων της Επιτρόπου και δίνεται συγκεκριμένος αριθμός θέσεων σε παιδιά με αναπηρία στη βάση της πληθυσμιακής αναλογίας, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους να εκφραστούν ελεύθερα και να ακουστεί η άποψή τους για οποιοδήποτε ζήτημα τους αφορά».
Σε σχέση με την ανάγκη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών για την ενιαία εκπαίδευση η Επίτροπος ανέφερε ότι «είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας να επιμορφώσει κατάλληλα τους εκπαιδευτικούς και μία εκ των εισηγήσεών μου διαχρονικά είναι η συστηματική εκπαίδευση των επαγγελματιών». Για το θέμα της μη παροχής του ΕΕΕ σε παιδιά με αναπηρία που πιστοποιείται ως «ήπια ή μέτρια», η κυρία Μιχαηλίδου μας είπε ότι «συνεχίζει η κατηγοριοποίηση της αναπηρίας σε ήπια ή μέτρια και η μη καταβολή επιδόματος και θα πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα ο Νόμος για να απαλειφθεί η κατηγοριοποίηση και παράλληλα να γίνει η σχετική διαβούλευση με στόχο τον καθορισμό και αναπροσαρμογή της πολιτικής παροχής υποστήριξης στα παιδιά με αναπηρία».
Απαντώντας σε σχετική μας ερώτηση η Επίτροπος είπε ότι ο νόμος που διέπει τη λειτουργία του Γραφείου της, της επιτρέπει να εκπροσωπεί παιδιά σε δικαστικές διαδικασίες, στις περιπτώσεις όπου διαπιστωθεί σύγκρουση των συμφερόντων των παιδιών με αυτά των γονέων τους και εφόσον το Δικαστήριο τη διορίσει είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αίτησης, αλλά δεν παρέχει νομικές συμβουλές».