Τις σημαντικές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που υφίσταται η Λάρνακα από τη λειτουργία του Διεθνούς Αεροδρομίου κατέγραψε μελέτη της Grant Thornton, που κατέδειξε την ανάγκη για παροχή αντισταθμιστικών στους Δήμους Λάρνακας και Δρομολαξιάς-Μενεού. Η μελέτη διενεργήθηκε για λογαριασμό του Δήμου Λάρνακας και παραθέτει πολλά παραδείγματα άλλων πόλεων, εντός και εκτός ΕΕ, που λαμβάνουν ανταποδοτικά τέλη εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να υπάρχει εξισορρόπηση των επιπτώσεων.

Σημειώνεται πως οι δύο Δήμοι έχουν εντείνει τους τελευταίους μήνες τις ενέργειές τους προκειμένου να εξασφαλίσουν αντισταθμιστικά είτε με μορφή πάγιας ετήσιας αποζημίωσης από το κράτος, είτε ως χρηματικό ποσό ανά επιβάτη. Πρότειναν, μάλιστα, τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου, για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων έργων υποδομής. Μέχρι στιγμής το αίτημά τους δεν βρήκε ανταπόκριση, ωστόσο, διεμήνυσαν πως θα διεκδικήσουν αποζημιώσεις με ό,τι μέσο έχουν στη διάθεσή τους, λόγω και της προγραμματισμένης επέκτασης του αεροδρομίου, που θ’ αυξήσει σημαντικά τις επιπτώσεις.  

Το επόμενο βήμα είναι να κοινοποιηθεί στα αρμόδια κρατικά τμήματα η μελέτη της Grant Thornton, η οποία ανέπτυξε ένα μοντέλο εκτίμησης επιπτώσεων αντλώντας στοιχεία από την υφιστάμενη νομοθεσία, τις ευρωπαϊκές οδηγίες, καθώς και από καλές πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες. Η συγκριτική αξιολόγηση, που έγινε στη βάση δεικτών, κατέδειξε πως οι επιπτώσεις είναι μεγαλύτερες από τα θετικά που προκύπτουν από τη λειτουργία του αεροδρομίου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «λόγω της απουσίας επαρκών και στοχευμένων μέτρων μετριασμού, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιβαρύνσεις της αεροπορικής ανάπτυξης υπερβαίνουν τα οφέλη που παράγει, περιορίζοντας έτσι τη θετική της συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής».

Οι αρνητικές συνέπειες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τις κοινωνικές και υγειονομικές επιπτώσεις και τους αναπτυξιακούς περιορισμούς που προκύπτουν από τη λειτουργία του αεροδρομίου. Λόγω της αεροπορικής κίνησης και της διέλευσης σημαντικού αριθμού οχημάτων διαπιστώνεται πως η ατμοσφαιρική ρύπανση στη Λάρνακα ξεπερνά σημαντικά τα διεθνή όρια υγείας για κρίσιμους ρύπους, καθιστώντας, όπως αναφέρεται, «απαραίτητα τα βιώσιμα αντισταθμιστικά μέτρα». Όπως αναφέρεται, το Διεθνές Αεροδρόμιο Λάρνακας, καταγράφει περισσότερες από 40.000 κινήσεις αεροσκαφών ετησίως και βρίσκεται δίπλα σε κατοικημένες περιοχές όπως η Δρομολαξιά, το Μενεού και το Κίτι.

Υπολογίζεται ότι μεταξύ ότι πάνω από 40.000 κάτοικοι διαμένουν εντός ακτίνας 20 χιλιομέτρων από το αεροδρόμιο, «εκτιθέμενοι σε σημαντικά επίπεδα υπερμικροσωματίδια (ΥΣΣ) που εκπέμπονται από τα αεροσκάφη», τα οποία έχουν συσχετιστεί, μεταξύ άλλων, με αναπνευστικά νοσήματα και καρδιαγγειακές παθήσεις.

Επιπρόσθετα, υποδεικνύεται πως η ηχητική ρύπανση γύρω από το αεροδρόμιο Λάρνακας ξεπερνά συστηματικά τα όρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της ΕΕ, προκαλώντας σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Γι’ αυτό προτείνεται η λήψη μέτρων, όπως ο περιορισμός στις νυχτερινές πτήσεις, ηχομόνωση και δημιουργία ζωνών χαμηλού θορύβου. «Η Λάρνακα υποφέρει από υπέρβαση θορύβου της τάξης των 55 έως 60 ντεσιμπέλ, με παραβίαση των ορίων της Οδηγίας 2002/49/ΕΚ. Τα επίπεδα NO₂ και PM10 υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπτά όρια της Οδηγίας 2008/50/ΕΚ. Ο ΠΟΥ έχει συνδέσει τις τιμές αυτές με αύξηση 10 έως 20% στην πιθανότητα καρδιαγγειακών παθήσεων, υπέρτασης και αναπνευστικών προβλημάτων. Οι ευάλωτοι πληθυσμοί της πόλης – τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι – είναι οι πρώτοι που πλήττονται», σημειώνεται.

Η έρευνα κατέδειξε, επίσης, πως αν και η Λάρνακα φιλοξενεί τον κύριο διεθνή αερολιμένα της Κύπρου, αναπτυξιακά είναι πιο πίσω από άλλες παραθαλάσσιες πόλεις, όπως η Λεμεσός και η Πάφος. «Παρά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της στρατηγικής της θέσης και του Διεθνούς Αεροδρομίου Λάρνακας (LCA), η πόλη δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει ουσιαστικά αυτά τα στοιχεία. Μια από τις αιτίες φαίνεται να είναι η εκτεταμένη εδαφική κάλυψη και οι πολεοδομικοί περιορισμοί που επιβάλλει η λειτουργία του αεροδρομίου, οι οποίοι περιορίζουν την αστική και οικονομική ανάπτυξη σε γειτονικές περιοχές», σημειώνεται. Για τους πολεοδομικούς περιορισμούς γύρω από το αεροδρόμιο, υποδεικνύεται πως αποκλείουν κάθε τουριστική ή εμπορική επένδυση. «Ζώνες όπως η Δα2 και η Γα2 έχουν συντελεστές δόμησης μόλις 1% και 6% αντίστοιχα, σε σύγκριση με το 40%-60% που ισχύει σε άλλες αναπτυσσόμενες περιοχές. Η τουριστική κίνηση στη Λάρνακα είναι περίπου 514.000 επισκέπτες ετησίως, τη στιγμή που η Πάφος υποδέχεται 1,3 εκατομμύρια», σημειώνεται.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης είναι η ενδεχόμενη επιδείνωση των συνολικών συνεπειών από την προγραμματισμένη επέκταση του αεροδρομίου. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως η αύξηση των πτήσεων θα οδηγήσει σε αύξηση των εκπομπών ΥΣΣ, επιβαρύνοντας περισσότερο τις γύρω περιοχές, πως θ’ αρχίσουν να επηρεάζονται κι άλλα τμήματα της πόλης της Λάρνακας, ενώ θ’ αυξηθούν, όπως σημειώνεται, οι δαπάνες για την υγεία «λόγω μεγαλύτερης συχνότητας χρόνιων ασθενειών».  Γι’ αυτόν τον λόγο συστήνεται η τοποθέτηση σταθμών μέτρησης ΥΣΣ γύρω από το αεροδρόμιο, η εκπόνηση Μελέτης Εκτίμησης Επιδράσεων στην Υγεία (HIA) για τη ρύπανση από την αεροπορία και η σταδιακή μετάβαση σε καθαρότερα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε αρωματικούς και θείο (SAFs), τα οποία μειώνουν τα ΥΣΣ κατά 70%.

Στα θετικά από τη λειτουργία του αεροδρομίου καταγράφονται η δημιουργία άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας, η τόνωση της επιχειρηματικότητας και η αύξηση των δημοσίων εσόδων, καθώς και η βελτίωση της προσβασιμότητας και της ελκυστικότητας της Λάρνακας ως τουριστικού και επιχειρηματικού προορισμού.

Αντισταθμιστικά εκατομμυρίων σε άλλες χώρες

Η έρευνα που έγινε για τους σκοπούς της μελέτης κατέδειξε πως σε πολλές πόλεις που επηρεάζονται από τη λειτουργία αεροδρομίων προσφέρονται σημαντικά αντισταθμιστικά. Μέσω της αξιολόγησης των διεθνών πρακτικών εντοπίστηκαν, όπως αναφέρεται, τρεις βασικοί άξονες εφαρμογής αντισταθμιστικής πολιτικής.

Ο πρώτος έχει σχέση με τη δημιουργία ταμείων περιβαλλοντικών και κοινωνικών παρεμβάσεων, τα οποία χρηματοδοτούνται συνήθως από τέλη επιβατών ή λειτουργικά έσοδα. Ως παραδείγματα αναφέρονται το αεροδρόμιο του Βανκούβερ στον Καναδά, στο οποίο εφαρμόζεται στρατηγική μηδενικών αποβλήτων και βιώσιμης δόμησης, καθώς και το αεροδρόμιο Arlanda της Σουηδίας, στο οποίο έχουν γίνει επενδύσεις άνω των €100 εκατ. για την επίτευξη ενεργειακής ουδετερότητας. Στη Βρετανία, εξάλλου, το αεροδρόμιο του Μπρίστολ δημιούργησε Compensation Bank (Αντισταθμιστική τράπεζα) για σχολεία και πράσινες παρεμβάσεις. Με βάση αυτά τα παραδείγματα η Grant Thornton  προτείνει τη δημιουργία ενός Ταμείου Αποκατάστασης και Κοινωνικής Ανταποδοτικότητας, το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται, όπως σημειώνει, «ακόμη κι από ένα συμβολικό τέλος ανά επιβάτη».

Ο δεύτερος άξονας αφορά στις άμεσες αποζημιώσεις και τη στήριξη των κατοίκων. Σημειώνεται χαρακτηριστικά η πρακτική που ακολουθείται στο αεροδρόμιο του Heathrow στη Βρετανία, όπου υπάρχει ηχητικό πρόγραμμα αποζημιώσεων αξίας €700 εκατ., που παρέχει στήριξη έως και £15.000 λίρες ανά κατοικία. Στο Schiphol της Ολλανδίας, εξάλλου, οι αποζημιώσεις φτάνουν μέχρι και 20 χιλιόμετρα από τους διαδρόμους προσγείωσης, ενώ στη Γαλλία πάνω από 20.000 πολίτες έχουν ήδη αποζημιωθεί με βάση ηχομετρικούς χάρτες. Η μελέτη προτείνει για τη Λάρνακα «την εφαρμογή στοχευμένων αποζημιώσεων και προγραμμάτων ηχομόνωσης στις περιοχές που πλήττονται από τη θορυβική και ατμοσφαιρική επιβάρυνση».

Ο τρίτος άξονας αντισταθμιστικής πολιτικής αφορά σε στρατηγικά έργα ανάπτυξης και υποδομών. Ως παράδειγμα αναφέρεται το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, το οποίο επένδυσε €1.7 δισ. σε δέκα χρόνια για να συνδεθεί στρατηγικά με την πόλη και τις τοπικές οικονομίες. Η Λάρνακα, υποδεικνύεται, «χρειάζεται ειδικές ζώνες ανάπτυξης, λειτουργική επανασύνδεση της παραλιακής ζώνης με τον αστικό ιστό και επενδύσεις σε δημόσια μεταφορικά μέσα, που εξυπηρετούν πραγματικά τους κατοίκους της».