Στην τελική ευθεία αναμένεται να εισέλθουν τις επόμενες ώρες οι σχεδιασμοί τoυ υπουργείου Οικονομικών σε σχέση με την έκδοση διεθνούς ομολόγου για άντληση νέας ρευστότητας από τις αγορές.
 
 
Κύκλοι του υπουργείο διαμηνύουν πως οι επαφές που έγιναν την περασμένη βδομάδα με επενδυτές έδωσαν θετικές ενδείξεις για την επικείμενη έκδοση και εκφράζεται αισιοδοξία πως η προσπάθεια θα στεφθεί με επιτυχία. 
Εκτός απροόπτου το βιβλίο προσφορών για το ομόλογο θα ανοίξει την Τρίτη και στόχος είναι η άντληση τουλάχιστον 1 δις ευρώ ενώ αναλόγως της ζήτησης και της τιμής δεν αποκλείεται να αντληθεί μεγαλύτερο ποσό. Φαίνεται επίσης πως για πρώτη φορά στην ιστορία της, η κυπριακή Δημοκρατία θα επιχειρήσει να εκδώσει ομόλογο 15ετους διάρκειας, σε μία προσπάθεια να αποφύγει τους σκοπέλους των μεγάλων αποπληρωμών σε σχέση με το πρόγραμμα στήριξης που έλαβε η Κύπρος και οι οποίες ολοκληρώνεται το 2031. 
 
Το κόστος δανεισμού της Κύπρου για το 2018 ήταν στο 2,3% ενώ το συνολικό κυβερνητικό χρέος ανήλθε σε 21.3 δις ευρώ. Στην παρουσίαση του, το ΓΔΔΧ αναφέρει πως το κράτος έχει συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2019 της τάξης του 1,6 δις ευρώ ενώ τα ρευστά διαθέσιμα του κράτους, μπορούν να καλύψουν τις λήξεις χρέους για τους πρώτους 9 μήνες του έτους. Βέβαια, αυτό εφόσον επιτευχθούν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, όπως είναι οι σχετικές προβλέψεις. 
 
 
Όπως γίνεται αντιληπτό, το μεγαλύτερο μέρος των  χρηματοδοτικών αναγκών του κράτους για το 2019 θα καλυφθεί με το ομόλογο που αναμένεται να εκδοθεί τις επόμενες μέρες, ενώ δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο κατά πόσο θα χρειαστεί αι δεύτερη έκδοση εντός του τρέχοντος έτους.
 
Αξίζει να σημειωθεί πως ενώ μέχρι το 2015 οι περισσότεροι επενδυτές σε κυπριακά ομόλογα προέρχονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο, την τελευταία διετία αυτό έχει αλλάξει αφού οι κάτοχοι κυπριακών ομολόγων προέρχονται κατά 34% από ευρωπαϊκές χώρες, 28% από το Ηνωμένο Βασίλειο, 19% από Κύπρο και 14% από Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία. Σε σχέση με το είδος των επενδυτών, το 42% των ομολόγων  κατέχουν διαχειριστές ταμείων, το 40% τράπεζες, και πολύ μικρά ποσοστά hedge funds και ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία.