Αγαθοκλής Ο. Αγαθοκλέους Ταξίδια στο παρελθόν, Η Αλήθεια στις 15 + 20, ιδιωτική έκδοση, Λεμεσός 2022
Το βιβλίο, ως μυθιστορηματική αυτοβιογραφία στην αφηγηματική του δομή, όπως και καταγραφή απομυθοποίησης συγχρόνως της ιστορικής πραγματικότητας μέσα από αυθεντικές μαρτυρίες βιωματικών εμπειριών, έρχεται να συμπληρώσει το εκτενές συγγραφικό πόνημα μιας εξόχως ενδιαφέρουσας τριλογίας. Οι 525 σελίδες της παρούσας έκδοσης σε αδιάσπαστη συνέχεια με τις δύο προηγούμενες δεν μας ταξιδεύουν μόνο στο παρελθόν, αλλά και μας πλοηγούν στο μέλλον με την αδιάψευστη πυξίδα της ευθυκρισίας και της αντικειμενικής αποτίμησης γεγονότων, προσώπων και πολιτικοκοινωνικών επιπτώσεων. Όλων εκείνων των διαδραματισθέντων και των επίβουλων πρωταγωνιστών τους, που μεθοδεύοντας με ανατρεπτικούς ρυθμούς δυσοίωνων προβλέψεων την τύχη της πατρίδας μας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι την τραγωδία του 1974 άσκησαν καταλυτική επίδραση στη ζωή του συγγραφέως. Η λεπτομερής εξιστόρηση των πολυκύμαντων περιπετειών, των βασανιστικών αδιεξόδων και των επώδυνων αισθημάτων του απηχούν κατά συνεκδοχήν τα πολυσχιδή δεινά, τις τραυματικές δοκιμασίες και τις αιμάσσουσες πληγές των συμπατριωτών του, που βίωσαν το δράμα στην κορύφωση ενός ατέρμονος μνησιπήμονος πόνου.
Καθ’ υπαγόρευση της αναπόδραστης μνήμης και των ανεξίτηλων αναμνήσεών του ο Αγαθοκλής Αγαθοκλέους συνθέτει το οδοιπορικό του νεανικού του βίου, συνυφαίνοντας στους παράλληλους δύσκαμπτους δρόμους και τις σκοτεινές επισφαλείς ατραπούς το χρονικό των πικρών καιρών και των δίσεκτων χρόνων της Κύπρου. Εξ ου και η αποτύπωση της τριτοπρόσωπης πλην αυτοαναφορικής αναδιήγησης ενσυνειδήτως διανθίζεται με φραστικούς και συντακτικούς τύπους του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος, αυτούσιου στους ζωηρούς διαλόγους, για να συνδηλώνουν τους πηγαίους κραδασμούς του ψυχισμού του σε άρρηκτη εναρμόνιση με την ψυχή της γης του. Καταδεικνύοντας ειδικότερα την απέραντη αγάπη της θαλασσοφίλητης πόλης του, ζωντανεύει με τα χρώματα παραστατικών περιγραφών από τις γειτονιές της ενορίας του και τις κεντρικές λεωφόρους μέχρι τις χρυσές αμμουδιές και τα γραφικά περίχωρα των περιδιαβάσεών του την κάθε πτυχή της πνευματικής άνθησης, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοσμοπολίτικης φυσιογνωμίας της Αμμοχώστου. Εικονογραφεί ακόμη τον κόσμο της στις καθημερινές εκδηλώσεις των οικογενειακών δεσμών και των φιλικών συναντήσεων, ψυχογραφώντας εκτός από συστρατιώτες και υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, δραστήριους επιχειρηματίες, αδίστακτους εργοδότες έως και επιτήδειους κρατικούς λειτουργούς μαζί με τους ταπεινούς ανθρώπους της επίμοχθης επιβίωσης, της άδολης καρδιάς και των εναγώνιων προσδοκιών.
Στον πρώτο κομβικό σταθμό της τετραμερούς πολυεπεισοδιακής αφήγησης παρακολουθούμε τα οιονεί σκηνικά δρώμενα κατά την εικοσιτετράμηνη θητεία του συγγραφέως από τη στιγμή της κατάταξής του, στις 20 Ιουλίου του 1966, μέχρι την ημέρα της απόλυσής του. Όταν, από τις παραμονές έως και τα πρώτα δύο χρόνια της επταετούς χούντας στην Ελλάδα, ήταν εμφανές το μίασμα του δικτατορικού καθεστώτος στις Μονάδες ιδίως της Εθνικής Φρουράς με Ελλαδίτες αξιωματικούς να υποδαυλίζουν την ολοένα επιδεινούμενη έκρυθμη κατάσταση. Προανάκρουσμα για τον νεαρό τότε νεοσύλλεκτο, που από το στρατόπεδο του Γρηγόρη Αυξεντίου στις παρυφές των ξενοδοχείων και τα περβόλια του Αγίου Μέμνονα επιλέγηκε να εκπαιδευτεί στο όπλο των Διαβιβάσεων στο ΒΜH στη Λευκωσία, ο Ταγματάρχης τούς είχε μεταξύ άλλων επιστήσει την προσοχή: «Θα κάμνετε ό,τι σας λέμε. Να υπακούετε. Όποιος δεν υπακούει κακό του κεφαλιού του. Και ο παπάς εδώ που σας κυβερνά, θέλει δεν θέλει εμάς θα υπακούει, ειδεμή κακό του κεφαλιού του.». Λόγω των αυταρχικών απειλών εναντίον των δημοκρατικών φρονημάτων και της στενής παρακολούθησης της κάθε κίνησης των στρατιωτών ο καλός διαβιβαστής είχε επινοήσει δικό του αλφάβητο για τις σημειώσεις του. Στα πρόθυρα της αποστράτευσής του από την 9η τότε ΕΣΟ, δεν παραλείπει επίσης να αναφέρει δείγματα αποδιοργάνωσης όχι μόνο του δικού του παραπαίοντος Λόχου αλλά και γενικότερα του στρατεύματος με την αποχώρηση της Μεραρχίας το 1967.
Και δεν άργησε να επεκταθεί το κακό με την υποχθόνια δράση της ΕΟΚΑ Β΄ και των συμφορών που επακολούθησαν, όπως διαβάζουμε στο δεύτερο μέρος, που καλύπτει τα δύσκολα χρόνια των επαγγελματικών αναζητήσεων του συγγραφέως. Από τα όνειρα της μετάβασής του στη Νότια Αφρική και την απόρριψή του στις εξετάσεις για μια θέση σε Τράπεζα μέχρι την ανεργία και τις περιστασιακές απασχολήσεις έως την εργοδότησή του σε εκτελωνιστικές εργασίες στο λιμάνι της πόλης και την τοποθέτησή του εν τέλει στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας. Σε χρονική απόσταση αναπνοής από το προδοτικό πραξικόπημα και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, το χάος της επιστράτευσης και τον δεύτερο Αττίλα με την κατάληψη της πόλης του, την προσφυγιά και προπάντων τον θρήνο για τον αγνοούμενο φίλο του Μάκη, τα οστά του οποίου εντοπίστηκαν και τάφηκαν 43 χρόνια μετά. Η τραγικότερη όψη του ανεπούλωτου τραύματος, που στοιχειώνει με την «Αλήθεια» απέναντι στη λήθη τα δύο τελευταία μέρη του βιωματικού χρονικού.