Από τις φετινές τραγωδίες του φετινού Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος ο Γιάννης Αγησιλάου επιλέγει να διατυπώσει τις σκέψεις του για τον «Ιππόλυτο», όπως παρουσιάστηκε στην Κύπρο από την πολυπληθή ομάδα του Εθνικού Θεάτρου.
Για κάποιους λόγους, που δεν έχει νόημα εδώ να αναλύσω, είναι η πρώτη φορά που αντιλαμβάνομαι την αρχαία τραγωδία με έναν άλλο τρόπο. Ίσως οι ίδιες οι παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, ίσως ο συνδυασμός και η επιλογή των έργων, ή ίσως περισσότερο γιατί η δική μου κατάσταση ήταν τέτοια, για πρώτη φορά ένιωσα τόσο έντονα το πόσο οργανικά δεμένη είναι η αρχαία τραγωδία με την έννοια του θείου.
Είναι, δηλαδή, «θρησκευτικά δράματα» και δεν μπορούν να ιδωθούν ή να ερμηνευθούν έξω από αυτό το πλαίσιο. Ίσως το πιο πάνω να ακούγεται αφελές και κοινότοπο, αλλά άλλο είναι να καταλαβαίνεις κάτι με το μυαλό και άλλο να το κατανοείς ως βιωμένη εμπειρία και πραγματικότητα.
Είτε κάποιος πιστεύει είτε όχι στην ύπαρξη μίας αρχής που φροντίζει και μεριμνά για τη ζωή και τον κόσμο, αν δεν κάμει τουλάχιστον την παραδοχή ότι υπάρχουν κάποιοι πνευματικοί νόμοι που βρίσκονται πάνω και πέρα από τον άνθρωπο, τότε παραφράζει ή, το λιγότερο, δεν μπορεί να βιώσει (δηλαδή να νιώσει με τον νου και την καρδιά) την αρχαία τραγωδία. Είναι σαν το κέλυφος χωρίς τη ζωή· ή σαν τη μορφή χωρίς το περιεχόμενό της, δηλαδή χωρίς το πνεύμα που γέννησε αυτή τη μορφή. Οι θεοί, ως ενσάρκωση των πνευματικών αλλά και φυσικών νόμων, έχουν να κάνουν άμεσα με τις ζωές των ανθρώπων. Κι η διασάλευση αυτών των συμπαντικών νόμων μέσα από την ύβρη προκαλούν την οργή των θεών και, κατ’ επέκταση, τη συντριβή των ανθρώπων.
Στην «Αντιγόνη», όταν οι νόμοι των ανθρώπων συγκρούονται με τους νόμους των θεών, επέρχεται η συντριβή. Στις «Τρωάδες», οι Έλληνες βεβηλώνουν τα ιερά των θεών και προβαίνουν σε βαρβαρότητες, γι’ αυτό και η θεά Αθηνά, που βρισκόταν μέχρι πρότινος στο πλευρό των Ελλήνων, ζητά τη συνεργασία του Ποσειδώνα για να τιμωρήσουν τους Έλληνες. Στις «Βάκχες», η άρνηση αποδοχής του θεού Διονύσου και των όσων αυτός πρεσβεύει έχει ως αποτέλεσμα τη συντριβή των ηρώων. Στον «Ιππόλυτο», η Αφροδίτη προσβεβλημένη από τον ομώνυμο ήρωα αποφασίζει τη συντριβή του και μαζί και των οικείων του.
Από τις τέσσερις προαναφερόμενες τραγωδίες του φετινού Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, εκείνη που με έχει προβληματίσει περισσότερο και που έχει τροφοδοτήσει τις πιο πάνω σκέψεις αλλά και τα όσα πιο κάτω θα ήθελα να διατυπώσω, είναι ο «Ιππόλυτος», όπως παρουσιάστηκε από τη σκηνοθέτρια Κατερίνα Ευαγγελάτου με τους συνεργάτες της και την πολυπληθή ομάδα του Εθνικού Θεάτρου.
Το να επιχειρήσει κάποιος να προσεγγίσει τη συγκεκριμένη τραγωδία μέσα από το ορθόδοξο χριστιανικό πνεύμα, ίσως να μοιάζει με παραδοξότητα ή και αυθαιρεσία, μα έχω την υποψία πως αυτή η «αυθαιρεσία» γίνεται ούτως ή άλλως και μέσα στο μυαλό του κάθε θεατή, καθότι, αναπόφευκτα, η πρόσληψη οποιουδήποτε πνευματικού έργου του παρελθόντος δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από το πρίσμα της εκάστοτε εποχής. Οπότε, η αρχαία τραγωδία είτε θα ειδωθεί από εμάς σήμερα ως απλό θέαμα (σαν το κέλυφος χωρίς τη ζωή που το γέννησε, για όσους αρνούνται την ύπαρξη πνευματικών ή συμπαντικών νόμων), είτε μέσα από το πρίσμα της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης για μας τους Έλληνες και τους ορθόδοξους λαούς, είτε μέσα από το πρίσμα της Δυτικής χριστιανικής παράδοσης για τους λαούς της Δύσης, είτε μέσα από το πρίσμα οποιασδήποτε άλλης παράδοσης για όσους άλλους λαούς και τις δικές τους πνευματικές παραδόσεις.
Οπότε, η «παραδοξότητα» και το «τόλμημα» ίσως να μην είναι τελικά αυτό που μπορεί να φαίνεται στην αρχή. Και να είναι η συνειδητή και από πρόθεση προσπάθεια να καταλάβεις την αρχαία τραγωδία μέσα από τις ομοιότητες και τις διαφορές, δηλαδή μέσα από τη σύγκριση, με την ορθόδοξη πατερική θεολογία και σκέψη, ως η δική μας, σύγχρονη πνευματική παράδοση.
*
Ένας χριστιανός ορθόδοξος (ακόμα κι αν δεν είναι συνειδητοποιημένος) ίσως σκανδαλισθεί από τα τεκταινόμενα στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος». Πού αμάρτησε ο νέος τούτος, ο οπλισμένος με σωφροσύνη, εγκράτεια, παρθενία, όταν οι αρετές αυτές προβάλλονται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ως θεμελιώδεις στην ακραία εκείνη εκδοχή του χριστιανού που επιλέγει τον αναχωρητισμό και τον ασκητικό βίο και αφιερώνει τη ζωή του στον Θεό, όπως ο Ιππόλυτος αφιέρωσε τη ζωή του στη θεά-παρθένο Άρτεμη;
Όσο κι αν η πιο πάνω απορία και αρχική έκπληξη μοιάζει να προβάλλει έντονα στο μυαλό του θεατή που έχει κάποια σχέση (άμεση ή έμμεση) με την ορθόδοξη παράδοση, με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσει ότι ο Ιππόλυτος εκπίπτει στη μεγαλύτερη αστοχία (δηλαδή αμαρτία), που οι χριστιανοί Πατέρες χαρακτηρίζουν ως «ίδια των δαιμόνων». Δηλαδή, στην υπερηφάνεια και την υψηλοφροσύνη. Ο Ιππόλυτος αρνείται τις χαρές του έρωτα και των όσων η θεά Αφροδίτη πρεσβεύει, προβάλλοντας το αντίθετό τους ως πρότυπο ζωής. Όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τον κάθε άνθρωπο. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θέλει να διορθώσει, ει δυνατόν, τους θεούς, δηλαδή τις συμπαντικές δυνάμεις που κυβερνούν την ίδια τη ζωή και τον κόσμο! Η αμαρτία, ή πιο σωστά, η βλασφημία του Ιππόλυτου είναι ότι θέτει τον εαυτό του πάνω από τη θεά Αφροδίτη, θεωρεί λάθος τον έρωτα και τον τρόπο με τον οποίο τελείται η τεκνογονία και υποδεικνύει έναν άλλο τρόπο, χωρίς την παρουσία της γυναίκας, την οποία θεωρεί σαν μέγα κακό, ευτελίζοντας έτσι τη Θεά και τα όσα αυτή πρεσβεύει.
Οπότε, η περηφάνια, η υψηλοφροσύνη και η αλαζονεία είναι που προκαλούν το μένος και την εκδικητικότητα της θεάς Αφροδίτης και, κατ’ επέκταση, τη συντριβή του. Δηλαδή, η άρνησή του να αναγνωρίσει τις κοσμογονικές δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο, προτείνοντας έναν άλλο τρόπο για να «διορθώσει», άνθρωπος αυτός, τη θεία τάξη και τη σοφία των θεών. Ένας ασκητής, ως η ακραία περίπτωση χριστιανού, αποφασίζει την αναχώρηση από τον κόσμο, απαρνούμενος όλα όσα τον συνδέουν με αυτόν –υποσχόμενος αγνότητα, παρθενία, ακτημοσύνη κλπ.- για να μπορεί απερίσπαστος να μένει συνδεδεμένος με την καρδιά και τον νου του στον Θεό, μέσω της αδιάλειπτης προσευχής.
Κι ας πάμε τώρα στην ίδια την παράσταση όπως την οραματίστηκαν η σκηνοθέτις Κατερίνα Ευαγγελάτου και οι συνεργάτες της και όπως μας παρουσιάστηκε από την ομάδα του Εθνικού Θεάτρου.
Αναμφίβολα, ήταν μία παράσταση με άποψη και με συνέπεια. Η κάθε επιμέρους επιλογή φαίνεται να υποστηρίζει την άλλη και όλες μαζί μια κεντρική ιδέα, χωρίς εσωτερικές αντινομίες και αντιφάσεις. Αυτό, πιστεύω, είναι και το πιο σημαντικό για ένα έργο τέχνης ή ένα πνευματικό έργο γενικότερα και, εν προκειμένω, για μια θεατρική παράσταση.
Το εύρημα της οπτικογράφησης και της προβολής, όσο κι αν μπορεί να μας φάνηκε στην αρχή σαν ένα εμβόλιμο στοιχείο για εμπλουτισμό απλώς του «θεάματος», εν τέλει αποδείχτηκε ότι είχε πιο ουσιαστικό και οργανικό ρόλο μέσα στο έργο, παρουσιάζοντάς μας μιαν Αφροδίτη που, ως «δημιουργός», οπτικογραφεί το δημιούργημά της.
Για έναν συγγραφέα αυτό θυμίζει την ίδια τη διαδικασία της γραφής, όπου ο συγγραφέας αποφασίζει, «σαν ένας μικρός θεός», την τύχη των ηρώων του, παρακολουθώντας, όμως, και αφουγκραζόμενος τους ήρωές του και τα όσα εκείνοι άμεσα ή έμμεσα του υποβάλλουν. Έτσι και οι ήρωες του έργου «Ιππόλυτος» έχουν την ελευθερία των πράξεών τους και αντιδρούν όπως φυσιολογικά θα αντιδρούσαν μέσα σ’ ένα περιβάλλον και σε καταστάσεις που η θεά Αφροδίτη στήνει γύρω τους. Άρα, είναι υποχείρια της Αφροδίτης και δεν είναι. Θα μπορούσαμε να πούμε, η Αφροδίτη γνωρίζοντας πολύ καλά τα ενδόμυχα της ψυχής του κάθε ήρωα ξεχωριστά, σκηνοθετεί το πλαίσιο και τη συνθήκη και τους αφήνει ελεύθερους να δράσουν. Και ελεύθερα δρώντας δεν καταφέρνουν τελικά να ξεφύγουν από τη «μοίρα» τους, ή, διαφορετικά, να κάνουν την υπέρβασή τους.
Μια άλλη πρόκληση που θέτει η σκηνοθέτις είναι η παρουσία της θεάς Αφροδίτης στη σκηνή. Είναι μία επιλογή πολύ σημαντική για το πνεύμα και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της παράστασης. Την κατανοούμε, τη δεχόμαστε, τη χαιρόμαστε ως σκηνική παρουσία, αλλά δεν παύει να προβληματίζει το γεγονός ότι η αίσθηση που μας αφήνει ίσως να ξεγλιστρά και να ξεφεύγει από τις προθέσεις του συγγραφέα και από το «τι ήθελε να πει ο ποιητής». Τι θέλω να πω:
Η Αφροδίτη παρουσιάζεται με όλα τα θέλγητρα μιας μοιραίας γυναίκας (αν και ταυτόχρονα υπάρχει και η αναίρεση μέσα από τα κοντινά, παραμορφωτικά πλάνα), έξυπνη, πανούργα, σκληρή, αδίστακτη, «άδικη». Και μένω σε αυτό το τελευταίο. Η σκηνική παρουσία της Αφροδίτης είναι τέτοια που εν γένει της αφαιρεί το «δίκιο» της, ενώ, ταυτόχρονα, ανεβάζει δυσανάλογα και προσθέτει στις αρετές του Ιππόλυτου. Ένας σύγχρονος θεατής δεν μπορεί κάποια στιγμή να μην σκεφτεί: «το καημένο το παιδί, δεν του άξιζε να πάθει αυτό που έπαθε». Η όλη παράσταση κάνει να φαίνονται τα ατοπήματα του Ιππόλυτου σαν εφηβική αφέλεια ή σαν νεανικός ενθουσιασμός (και όχι ως ύβρις ή βλασφημία όπως στην πραγματικότητα είναι) και την Αφροδίτη να μετατρέπεται σε μια σκληρή, εκδικητική γυναίκα.
Η υπομονή και η μεγαλοθυμία με την οποία στο τέλος ο Ιππόλυτος υπομένει τα πάθη και τις συμφορές του, εκβιάζουν, κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και την εύνοια της θεάς Αφροδίτης, έτσι που μετά τον θάνατό του να τιμάται ως ένας από τις δικούς της.
Και το παράδοξο: Ενώ το δίδυμο των ηρώων στο έργο θα περιμέναμε να ήταν Φαίδρα – Ιππόλυτος, το βάρος μετατοπίζεται στο δίδυμο Αφροδίτη – Ιππόλυτος. Ενδιαφέρον.
Η Φαίδρα, ως χαρακτήρας, φαίνεται σε όλη την παράσταση να κερδίζει τη συμπάθειά μας, μέχρι τη στιγμή του γράμματος, όπου η «ηθική στάση ζωής» την οποία πρεσβεύει και σφραγίζει μάλιστα με τη ζωή της, ακυρώνεται με τη συγγραφή της επιστολής, όπου ψευδώς κατηγορεί με βαρύτατες κατηγορίες τον Ιππόλυτο, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει την υστεροφημία της, αφαιρώντας έτσι κάθε ηθικό έρεισμα που προηγουμένως είχε κτίσει.
Έχω την εντύπωση ότι τόσο οι ερμηνείες όσο και το όλο σκηνικό πλαίσιο –σκηνικά, κοστούμια, φωτισμός, προβολές, ηχητικό περιβάλλον- υποστηρίζουν με συνέπεια ένα πληθωρικό θέαμα, αλλά και μια συγκροτημένη σκηνοθετική άποψη.
*Ο Γιάννης Αγησιλάου είναι αρχιτέκτονας/ θεατρικός συγγραφέας
(Η προβολή στην παράσταση της αγνότητας του Ιππόλυτου, ίσως ετεροβαρώς έναντι της βαρύτατης βλασφημίας του απέναντι στη θεά Αφροδίτη, δικαιώνεται μάλλον από την ίδια την πραγματικότητα, όπου ο Ιππόλυτος μετά τον θάνατό του θεοποιείται και λατρεύεται στην πατρώα του γη Τροιζήνα. Στην Αθήνα υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Ιππόλυτο δίπλα σε ναό της Αφροδίτης. Μήπως αυτό ήταν και μια έμμεση αναφορά για τους Έλληνες ότι υπάρχει αλληλοπεριχώρηση μεταξύ ομορφιάς και αγνότητας, έτσι που ο Ιππόλυτος, μετά τον τραγικό θάνατό του, να ενσαρκώνει και χαρακτηριστικά όχι μόνο της Αρτέμης αλλά και της Αφροδίτης; Και εδώ ίσως να βρίσκεται και η αποκατάσταση της τάξης των πραγμάτων…)