Κοντραμπασίστας στα συγκροτήματα Χειμερινοί Κολυμβητές και Primavera en Salonico, ο Μιχάλης Σιγανίδης δημιουργεί τη δική του «αποδομητική τραγουδοποιία», κινούμενος ανάμεσα στην τζαζ και την μπλουζ, τους παραδοσιακούς ελληνικούς ήχους, τους αυτοσχεδιασμούς, την ποίηση και τα ηλεκτρονικά μέσα.
Τον ακούσαμε πολλές φορές να παίζει κοντραμπάσο στην Αξιοθέα με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τη Σαββίνα Γιαννάτου και τους Primavera en Salonico, αλλά και σε συναυλίες με δικά του τραγούδια μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λευτέρη Μουμτζή. Κάθε φορά που έρχεται στην Αξιοθέα νιώθει σαν να πηγαίνει στο θερινό του σπίτι, μου λέει. Θυμάται τα τραπέζια που τους έκανε ως φιλοξενούμενους ο Μιχάλης Πιερής. «Η ατμόσφαιρα ήταν σαν “Κάτι πλούσιο και παράξενο, σαν τοπίο του βυθού” όπως λέει ο Σαββόπουλος», θα μου πει. «Ο Μιχάλης Πιερής ήταν πολύ παραγωγικός και ο Κώστας Βόμβολος μελοποίησε ποιήματά του. Είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική, το θέατρο, και για μας που μας φιλοξενούσε. Ήταν κάτι παραδείσιο για μένα αυτές οι συναυλίες στην Κύπρο».
Αυτή τη φορά ο Μιχάλης Σιγανίδης έρχεται στην Κύπρο προσκεκλημένος ως τιμώμενο πρόσωπο στο «11ο διεθνές φεστιβάλ ΣΑΡΔΑΜ: Η λογοτεχνία αλλιώς», που γίνεται σήμερα Κυριακή στη Λεμεσό. Θα παίξει μελοποιημένη ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη και του Αναγνωστάκη.
–Στην Αξιοθέα αναπτύξατε φιλίες με Κύπριους μουσικούς; Ναι, αρχικά έρχονταν για να ακούσουν την μουσική μας. Στο συγκρότημά μου, το συγκρότημα Λαμπράκη, ο Λευτέρης Μουμτζής έπαιξε μπάσο και τραγούδησε. Τον εκτιμώ πολύ τον Λευτέρη. Μια άλλη ωραία σχέση είναι με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, μέσω του οποίου γνώρισα τον πατέρα του Άντη και τον αδερφό του Λίνο. Με έκαναν να νιώσω σαν να ανήκω στην οικογένειά τους. Του είχα προτείνει ένα τραγούδι μου στον δίσκο Μικρές Αγγελίες, τον «Διπλοπαρκαρισμένο». Μετά θέλαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε μαζί, αλλά με ψευδώνυμο, γιατί δεν ήθελα να λειτουργήσει ως κράχτης στη μουσική μου. Του έδωσα το όνομα Διονύσιος Ροδάτος, ήταν αυτός που νοίκιαζε από τη γιαγιά μου ένα υπόγειο στη Θεσσαλονίκη. Ο Αλκίνοος έπαιζε φλογέρες, τουμπερλέκια και τραγουδούσε. Κράτησε αρκετά αυτό, ήταν σαν να κάναμε ένα εργαστήριο ή σεμινάριο.
–Συστήνεστε ως εκφραστής της «αποδομητικής τραγουδοποιίας». Πώς προσδιορίζετε το είδος της μουσικής που δημιουργείτε; Ναι, ίσως να ακούγεται πομπώδες αυτό. Η μουσική μου είναι μια αντίδραση στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι, που έγινε σαν να στηρίζεται όλη η Ελλάδα επάνω σ’ αυτό, σαν ψυχοφάρμακο. Αντιδρώ λοιπόν στα εύκολα ρεφρέν, στους δίσκους με 12 τραγούδια και τις σχέσεις με εταιρείες. Είναι σαν μια κατασκευασμένη επιτυχία. Ταυτόχρονα μπορώ να το θαυμάζω. Θέλαμε για τον εαυτό μας τα πράγματα να είναι πιο αυθόρμητα, οι κινήσεις οι ποιητικές να μην είναι τόσο στημένες για την πιάτσα. Από την παιδική ηλικία μαθαίνουμε να κάνουμε ό,τι αρέσει στους άλλους. Να είμαστε αρεστοί, να κολλάμε με το πλαίσιο. Αυτή η αποδόμηση αυθόρμητα έβγαινε στα τραγούδια μου. Για παράδειγμα, στον πρώτο μου δίσκο βάζω τη μαμά μου να πει ένα τραγούδι. Αυτό σαν κίνηση καλλιτεχνική έχει μια σημασία. Δεν περιμένεις να γίνει χιτ το τραγούδι με τη μαμά σου. Υπάρχει δηλαδή μια αντίθεση προς αυτό που θα έλεγε κανείς επιτυχία. Να παίζονται δηλαδή τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο, να σε αγαπάνε, να κάνεις πολλές συναυλίες.
–Δεν σας ενδιέφερε, δηλαδή, να κάνετε καριέρα; Υπήρχε μια στάση να σνομπάρουμε την καριέρα. Εγώ είμαι ευτυχισμένος να παίζω, να είμαι ο εαυτός μου και να ζω από τη μουσική μου. Αυτή είναι η έννοια της «αποδομητικής τραγουδοποιίας» και της ειρωνείας που έχει. Υπάρχουν παραδείγματα συναδέλφων όπως η Λένα Πλάτωνος, η οποία δημιουργεί μουσική έξω από τα πλαίσια του αναμενόμενου.
–Τι θεωρείτε καλή μουσική; Μου αρέσει η μουσική στην οποία μπορεί κάποιος να πει ορισμένα πράγματα ως φορέας ο ίδιος, με τρόπο που να διασώζεται κάτι, όπως ένας έρωτας. Συνήθως βέβαια η κοινωνία τον τρώει με τα κρεμμυδάκια τον έρωτα.
–Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τη λογοτεχνία και την ποίηση; Ήμασταν στην έκτη Γυμνασίου, όταν ο φιλόλογος Τάσος Ναούμ μας ρώτησε αν ξέρουμε τι είναι ο υπερρεαλισμός. Ήταν στη μεταπολίτευση και εμείς ακούσαμε ιμπεριαλισμός και σηκώσαμε όλοι τα χέρια. «Όχι, χαζοί» μας είπε, «υπερρεαλισμός» και μιας διάβασε όλο το ποίημα του Εμπειρίκου «Ο δρόμος». Τότε μου συνέβη κάτι με την ποίηση. Ήμουνα σαν ένα κούτσουρο σε σχέση με αυτή τη θέαση του κόσμου. Ένα πράγμα που είμαστε, έχει να κάνει με το πρέπον, αυτό που μπορεί να καδράρεται χωρίς ανησυχία. Υπάρχει και αυτό που δεν έχει καμία σχέση με κανένα πλαίσιο ή με το τι πιστεύει ο άλλος για σένα. Γι’ αυτό ήταν αποκάλυψη η απαγγελία του ποιήματος του Εμπειρίκου από τον Ναούμ.
–Η οικογένειά σας έπαιξε κάποιο ρόλο στο να βλέπετε τη ζωή και τη δημιουργία έξω από πλαίσιο; Ναι, υπήρχε ας πούμε μια αναρχική κατάσταση στο σπίτι. Οι γονείς μου ήταν νομικοί, ο πατέρας μου ήταν δικαστής και η μητέρα μου συμβολαιογράφος, όλοι οι θείοι δικηγόροι, εκτός από ένα θείο χασάπη στην Έδεσσα. Μεγάλωσα με πολύ καλά Ελληνικά, καθαρευουσιάνικα. Στο σπίτι από μικρή ηλικία υπήρχε η αίσθηση του θεάτρου του παραλόγου. Όλα επιτρέπονταν, δυσκολεύονταν πολύ οι γονείς να μας βάλουν όρια και γι’ αυτό σακατευτήκαμε ψυχικά με τον αδερφό μου. Αυτό τους κάνει ακόμη πιο αγαπητούς σε μένα σήμερα, παρά το τραύμα. Με έναν τρόπο δηλαδή ότι «Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», όχι με την ψυχαναλυτική έννοια αλλά με χριστιανική αγάπη.
–Έχετε μελοποιήσει στίχους του Μίλτου Σαχτούρη, τον γνωρίσατε και προσωπικά. Πώς ξεκίνησε η γνωριμία με το έργο του και τον ίδιο; Με έναν περίεργο τρόπο τον ένιωσα σαν πρόσωπο πολύ κοντινό της οικογένειας. Του έγραψα ένα γράμμα όπου του έλεγα ότι τα ποιήματά του λειτουργούν σαν προσευχές για μένα, και του έστειλα μια κασέτα. Στην πρώτη μας συνάντηση μου είπε «δεν έχω καμιά σχέση με τη μουσική», και έφυγε. Μετά ξαναβρεθήκαμε και με άκουγε μισή ώρα αμίλητος. Όταν βγήκε ο δίσκος «Το πρωί και το βράδυ» με τα ποιήματά του που μελοποίησα, τον έβαλε σε περίοπτη θέση στο φτωχικό του γραφείο. Του άρεσε πολύ το εξώφυλλο, μαζί με τον Θοδωρή Ρέλλο είχαμε βάλει ένα πίνακα ελέγχου οράσεως των οφθαλμίατρων, όπου αντικατέστησα κάποια σύμβολα με σύμβολα του ποιητή. Δηλαδή αντί για γιώτα ήταν ένα πουλάκι ή ένας στρατιώτης.
–Εσείς δημιουργήσατε την ομάδα Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη; Είναι μια άλλη ονομασία του συγκροτήματός μου «Λαμπράκη». Οι ίδιοι περίπου μουσικοί παίζουν και στους Φίλους Μίλτου Σαχτούρη. Αυτό ήταν το ΦΜΣ.
–Πιστεύετε ότι το έργο του δεν είναι αναγνωρισμένο όσο θα έπρεπε; Η ελληνικότητα της φιλολογικής πιάτσας δεν μπορούσε να αποδεχτεί εύκολα τον μοντερνισμό του Μίλτου Σαχτούρη. Και ο Ελύτης τον κορόιδευε και τον έλεγε γκραν γκινιόλ. Με στεναχωρεί αυτό.
–Με ποια κριτήρια επιλέξατε τα ποιήματά του που μελοποιήσατε; Συνολικά μελοποίησα δέκα ποιήματα. Ο τρόπος μου είναι ότι διαλέγω πολύ εύληπτα μουσικά θέματα, σαν να τα έχεις ξανακούσει. Δημιουργείται συνήθως ένα κοντράστ ανάμεσα στον ζόφο που εκφράζει ο Σαχτούρης και σ’ αυτό το ποπ ambience. Βρίσκω ενδιαφέρουσα τη σχέση του με την ποπ. Σήμερα ο Σαχτούρης διαβάζεται ως ένας ποιητής που γράφει τώρα. Οι ιδέες του είναι ενός φρέσκου ανθρώπου που ζει έντονα μια αγωνία.
–Πείτε μας έναν στίχο του που σας αγγίζει ιδιαίτερα. «Το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε/ με καταδιώκει/ πέταξε γύρω-γύρω μου τρεις φορές/ ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου/ και μου φώναξε:/ –Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε,/ θα σε σκοτώσω!». Με κάνει να έχω μια αίσθηση ότι κάποιος άλλος πέρασε από ένα τρίστρατο όπου νιώθω απόλυτη μοναξιά. Ότι από το ίδιο τοπίο έχει περάσει και κάποιος άλλος, και είναι στοργικός αυτός ο άλλος, είναι τρυφερός.
–Εκτός από τον Σαχτούρη, ποιους άλλους ποιητές μελετάτε; Έχω μεγάλη αγάπη στον Μανώλη Αναγνωστάκη. Μου αρέσει ο Πεντζίκης πολύ ως ποιητής, και ο Ιωάννου. Λατρεύω επίσης τον Ασλάνογλου και τον Χριστιανόπουλο. Αγαπώ και πολλούς νεότερους όπως τον Βασίλη Στεριάδη, τον Μιχαήλ Μήτρα που ασχολήθηκε με οπτική ποίηση. Ο Ασλάνογλου λέει ότι «η ποίηση δεν μας αλλάζει, κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη».
–Τα τραγούδια σας περιέχουν προσωπικά σας βιώματα; Μόνο προσωπικά μου βιώματα. Νιώθω ότι μπορώ να το κάνω ανενόχλητος αυτό, έχει μια ασυδοσία. Η έκφραση του βιώματος βγαίνει ως ανάγκη. Έτσι προσεγγίζω και μουσική και ποίηση. Σαν μέλισσα, παίρνω θυμάρι. Χρειάζομαι το αίσθημα. Είναι κουραστικό το είδος των καλλιτεχνών που γνωρίζουν πολύ καλά την ιστορία της τέχνης, αλλά η πράξη τους είναι πολύ αδύνατη. Αν οι άλλοι κρίνουν το τραγούδι που θα προκύψει ως παράξενο, δικό τους θέμα.
–Νιώθετε σαν ένα παιδί που δημιουργεί χωρίς όρια; Είναι αλήθεια ότι δεν αναγκάστηκα να κάνω το αντίθετο. Δηλαδή μια παραγγελία είχα, και πέτυχε: Η παραγωγός κι αδελφική μου φίλη Ντόρα Ρίζου στη Λύρα μου είχε πει να κάνω έναν δίσκο με τραγούδια “κανονικά”, και ήταν σαν στοίχημα. Μπήκα στο φιλότιμο και έγινε ο δίσκος «Μικρές Αγγελίες», και πολλοί απορούσαν γιατί δεν έγινε γνωστός. Υπάρχει μια πιάτσα με επιχειρηματική λογική που δεν την ξέρω καθόλου. Δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός, θα έλεγε κανείς.
–Ωστόσο η δουλειά σας έχει εκτιμηθεί από ένα κοινό και αξιόλογους μουσικούς. Ναι, αλήθεια είναι, και έχω μεγάλη χαρά γι’ αυτό. Αυτή είναι η ανταμοιβή μου. Ένας φαντάρος, για παράδειγμα, μου είπε «έβγαλα τις σκοπιές μου ακούγοντας μουσική σου». Μόνο αυτά με χαϊδεύουνε.
–Ποιοι Έλληνες ή ξένοι μουσικοί σας επηρέασαν; Αρχικά χαζέψαμε με τον Ίγκορ Στραβίνσκι όταν τον πρωτοακούσαμε. Άλλη καταπληκτική περίπτωση ήταν οι Weather Report του Αυστριακού κιμπορντίστα Τζο Ζάβινουλ. Θυμάμαι επίσης ότι ο Σάκης Παπαδημητρίου έκανε διαλέξεις για την τζαζ στο Εντευκτήριο της Μακεδονικής Εταιρείας Τέχνης, γύρω από την οποία γίνανε πρωτοποριακά πράγματα στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε όλα αυτά, ο Παύλος Ζάνας ίδρυσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Νέοι διανοούμενοι της εποχής είχαν συγκρότημα και έπαιζαν μεσαιωνικά που τα θαυμάζαμε. Επίσης με ενδιέφερε η σχέση με τα λαϊκά. Δεν μπορεί να μην σε επηρεάσει ο Βαμβακάρης. Λένε στην εκκλησία «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». Δηλαδή η μόνη εικόνα που έχουμε του Θεού που θαυμάζουμε είναι από τους αγίους, τους ανθρώπους δηλαδή. Επειδή αγαπάς πολύ τον άγιο, μπορείς και εσύ να μπεις στη λατρεία. Είναι πολύ ιερό πράγμα το τραγούδι, οπότε μπορείς να μιλάς με θεολογικούς όρους. Έχω απεριόριστο θαυμασμό για τη φόρμα. Ο Σαχτούρης έλεγε ότι έτρωγε σε ένα εστιατόριο στην Κυψέλη και έδωσε ένα ποίημά του σ’ ένα γκαρσόνι. Και έβαλε τα κλάματα ο σερβιτόρος. Μιλούσε για την αμεσότητα της ποίησης. Και το τραγούδι έχει – ή πρέπει να έχει – αυτή την αμεσότητα. Είναι επίτευγμα του ανθρωπίνου είδους το γεγονός ότι βρήκε μια φόρμα όπου συνυπάρχουν ο λόγος και η μουσική, και καταθέτει την ψυχή του σε ελάχιστο χρόνο.
–Αν γράφατε ένα τραγούδι που χαρακτηρίζει την σημερινή εποχή που ζούμε ποιο τίτλο θα δίνατε; «Στο βάθος κήπος». Μου αρέσει πολύ αυτό που γράφανε στις ταβέρνες. Δηλαδή περνούσες ένα πεζοδρομιάκι μίζερο και έβλεπες μια ταμπέλα «στο βάθος κήπος». Να υπάρχει δηλαδή μια προοπτική απ’ τη μαυρίλα. Γιατί δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό η ζωή. Έχω την αίσθηση ότι ο πλανήτης ωρίμασε ταχύρρυθμα, απ’ τις πανδημίες, την κλιματική κρίση, όλη αυτή τη φρίκη, το απόγειο του καπιταλισμού. Είναι μια ευκαιρία να νιώσουμε πιο αγαπητικά σαν κοινωνία. Σε μια διάλεξη, στα χρόνια της κρίσης που όλοι μισούσαν τους Γερμανούς και τη Μέρκελ, ο γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης είπε «Η κυρία Μέρκελ χρειάζεται αγάπη». Και έμειναν εμβρόντητοι στο ακροατήριο. Η ανάγκη μας φέρνει πολύ πιο ταχύρρυθμα στην ουσία.
–Ακούσατε πρόσφατα κάποια τραγούδια που σας άγγιξαν ιδιαίτερα; Φέτος θαύμασα πάρα πολύ δυο μπουζουκτσήδες. Ο πρώτος, ο Θεσσαλονικιός Ισίδωρος Παπαδάμος ο οποίος υπήρξε και μέντοράς μου, είναι πολύ φίλος πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι στους Χειμερινούς Κολυμβητές όταν φτιάχτηκε το γκρουπ. Ο Ισίδωρος έχει μια μεγάλη παραγωγή από τραγούδια, είναι μια περίπτωση τροβαδούρου του νέου μεσαίωνα. Αθόρυβα χαρίζει τα τραγούδια του, και τώρα στο Youtub κάνει το ίδιο. Ο άλλος είναι ο Αθηναίος Γιάννης Εμμανουηλίδης, ένας από τους μπουζουκτσήδες της Οπισθοδρομικής Κομπανίας και πολύ δημοφιλής. Συνεργάστηκε και με τον Σαββόπουλο στις δεκαετίες του ’80 και ’90. Μετά έγινε τοξικομανής, κινδύνεψε να πεθάνει. Τους βλέπω ως εξαιρετικές περιπτώσεις. Χάρηκα τις περιοχές που φωτίζει ο καθένας με τα τραγούδια του. Ακούω επίσης πολλή σύγχρονη μουσική από Έλληνες και ξένους που κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα.
–Είσαστε Ιδρυτικό μέλος των Χειμερινών Κολυμβητών. Θυμάστε πώς δημιουργήθηκε το συγκρότημά σας; Θυμάμαι είχα περάσει απ’ το παλιό στούντιο του Νίκου Παπάζογλου να τον χαιρετήσω γιατί θα πήγαινα με το κορίτσι μου διακοπές. Ο Παπάζογλου μου είπε «τα παιδιά θα ήθελαν να παίξεις κοντραμπάσο». Αρνήθηκα ευγενικά αλλά κάποια στιγμή συναντήθηκα στην τουαλέτα με τον Αργύρη Μπακιρτζή. Του λέω, «έμαθα κάνετε δίσκο και θέλετε μπάσο και εγώ είμαι κοντραμπασίστας». Άκουσα από το τζάμι του στούντιο τα τραγούδια τους και αμέσως συμφώνησα να συνεργαστούμε. Έφερα κι άλλους μουσικούς όπως ο Πολυζωίδης, ο Φλωρίδης και ο Βόμβολος. Είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία. Είμαι περήφανος γι’ αυτό και τυχερός που το έζησα.
–Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο με τους Χειμερινούς Κολυμβητές; Υπάρχει πολύ υλικό και πρόθεση, αλλά δυσκολευόμαστε να βρεθούμε γιατί όλοι κάνουμε πολλά.
–Τι θα παρουσιάσετε στο φεστιβάλ Σαρδάμ, όπου είσαστε και τιμώμενο πρόσωπο; Μου αρέσει πολύ το όνομα του φεστιβάλ, το βρίσκω πολύ ευφυές. Μέσω του Αχιλλέα ΙΙΙ, του πεζογράφου που έχει γράψει το «Κομπλεξικό», ήρθα σε επαφή με τους διοργανωτές του φεστιβάλ και τη Μαρία Ιωάννου. Εγώ θα παρουσιάσω ένα πρόγραμμα σόλο, όπως έκανα ξανά στην Αθήνα δυο φορές: Μια αφήγηση με ποιητικούς όρους και τραγούδια μου. Θα παίξω ποιήματα του Σαχτούρη, του Αναγνωστάκη και θα παρουσιάσω τρία βίντεο που μου αρέσουν πολύ.
24/9 Λεμεσός, Πολυχώρος Συνεργείο, «11ο διεθνές φεστιβάλ ΣΑΡΔΑΜ: Η λογοτεχνία αλλιώς», τηλ. 99558358.