Λούης Περεντός, Λίγο πριν, πολύ μετά, Λάρνακα 2023.

Διαβάζοντας τα ποιήματα στη νέα συγκομιδή του Λούη Περεντού, την ένατη στη διαδρομή 50  χρόνων, αναλογίζομαι την ποίηση όχι κατ’ επιταγήν μαζικής παραγωγής αλλά με όρους εμπνευσμένης δημιουργικής αποτύπωσης, όπως ακριβώς εντέλλεται την αποστολή της ο μεγάλος Αλεξανδρινός: «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ./ […]/ Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.». Σκέφτομαι ακόμη με προδιάθεση συνοδοιπόρου, που προσβλέπει όχι απλώς στην επικοινωνιακή προσέγγιση αλλά σε μια συλλειτουργία μέθεξης ποιητή και φιλαναγνώστη να μοιράζονται τους ίδιους υπαρξιακούς κραδασμούς και ταυτόσημους αγαπητικούς δεσμούς, κοινούς απολογισμούς βίου και παράλληλες οραματικές ενατενίσεις.

 Συνεπώς, η αληθινή ποίηση δεν χρησμοδοτεί αφ’ υψηλού με ερμητικά παραληρήματα και δεν συνταγογραφείται με κακέκτυπες απομιμήσεις μήτε μεταποιείται σε εγκεφαλογράφημα δυσνόητων εικονικών σχημάτων, παρά μόνο αναστοχάζεται και εικονογραφεί την πεμπτουσία της ζωής με νοήμονα ποιητικό λόγο εύληπτης συνειρμικής αλληγορίας. Συναφής η αποτίμηση του Κώστα Κατσώνη στα ακροτελεύτια σχόλια του προλογίσματός του για τον ποιητικό κόσμο του Περεντού «γεμάτο όμορφες και ευφάνταστες ποιητικές εικόνες και στοχασμούς έξοχα ποιητικούς, που καταξιώνουν τον ποιητή ως έναν μάστορα του ποιητικού λόγου…».

Το δικό του προλογικό μήνυμα καταθέτει ο ποιητής ως προφητικό προανάκρουσμα από παλαιότερη συλλογή του: «Πενήντα χρόνια μετά/ είχα μάθει γι’ αυτούς// που μεγάλωσαν τα γένια τους σε μια νύχτα// κατεβαίνοντας κρυφά υπόγεια/ να βρουν το ακοίμητο νερό…». Είναι «το ακοίμητο νερό», που εναγωνίως επαγρυπνεί, για να μη θολώσει στην κοίτη της ακατάπαυστης ροής του και αναβλύζοντας από την αέναη πηγή ως «Λάλον Ύδωρ» αποστάζει στην ποιητική γραφίδα τα μυστικά της σοφίας του. Όσα αποκρυπτογραφεί εδώ για τον άνθρωπο και τον προορισμό του, τα ονειρικά ταξίδια και τις παλινδρομήσεις του ανάμεσα στο συμπαντικό γίγνεσθαι και το είναι του καθημερινού του σύμπαντος· σημασιοδοτώντας την έννοια της πανανθρώπινης οικουμένης αλλά και της μικρής του πατρίδας με το μέτρο της προγονικής γης και των ανεξίτηλων νεανικών αναμνήσεων, της απαράγραπτης ιστορικής μνήμης και  της παραδοσιακής εντοπιότητας, όπως και με τον απροσμέτρητο σπαραγμό της Κυπριακής τραγωδίας.

Αναδεικνύει επίσης το νόημα της πραγματικής φιλίας και της οδυνηρής απώλειας αγαπημένων φίλων, της φύσης στην αναμέτρηση με την Αρετή, του χρόνου στις διαστάσεις της συμβατικής του σχετικότητας, που μεταπλάθει πολλαπλασίως την ηλικία του γήρατος σε άχρονη αιωνιότητα νεότητας. Βυθομετρεί προσέτι με επίκεντρο την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη της καρδιάς, σκέψεις και αισθήματα που τον μεταρσιώνουν σ’ αερόστατα αισιοδοξίας, για να μη συνθηκολογεί με τη θλίψη της μοναξιάς και τη συντριβή του θανάτου.

Και αν συμφιλιώνεται με απραγματοποίητες επιθυμίες, τις λύπες και τις πληγές του παρελθόντος, επαναστατεί «προτάσσοντας πείσμα πολύπτυχο» ενάντια σε ό,τι αντιμάχεται το καλό, προσατενίζοντας στο μέλλον «το άχραντο φως της μέρας». Εξ ου και κατά το παράδειγμα του Καβάφη προστρέχει στα «αγχολυτικά» του ποιήματα, που «κάνουν την ίαση ανώδυνη/ κι ο κόσμος δεν έχει πια/ ειδήσεις που μαυρίζουν» [«Σε μια αποθήκη»].

Οι ως άνω στίχοι ανακαλούν αρκετά άλλα ποιήματα ποιητικής, που στον αντίποδα της ψευδεπίγραφης στιχουργικής συναρθρώνουν τα αυθεντικά σύνεργα της ποιητικής τέχνης, για να φωτίζουν τα τοπία της πονεμένης ψυχής και να διαλύουν το σκοτάδι στις δυστοπίες των καιρών μας. Ιδού ενδεικτικά και με εύηχους Καβαφικούς αναπαλμούς το αριστοτεχνικό ποίημα «Ασήμαντος στο σπίτι του Καβάφη», όπου με ταπεινότητα οδυνόμενου δημιουργού οδεύει ο ποιητής, για να δυνηθεί «να εισχωρεί στις σκοτεινές κάμαρες/ ν’ ανεβαίνει τα δύσκολα σκαλιά του Ποιητή/ να βρίσκει τα παράθυρα ανοιχτά/ κι ολόκληρο το σπίτι άδειο.». Και ύστερα να ομολογεί με αμφισημία αλληγορώντας: «και χάθηκα στα υγρά δρομάκια/ της πόλης που δεν κέρδισα ποτέ.».

Και όμως, καθώς εμφαίνουν τα αντίστοιχα ποιήματα, τον κέρδισαν οι πόλεις και τα χωριά της κατεχόμενης και αν-ελεύθερης πατρίδας του, αναμένοντας «Το τρένο για την Αμμόχωστο» «να σηματοδοτήσει την επιστροφή των εραστών της» και άλλοτε ζωγραφίζοντας τον Πενταδάκτυλο με «Χρώμα χαμένης πατρίδας». Και αν αποφαίνεται «Η πατρίδα είναι ένα χωριό», ραψωδώντας «θρύλους θαμμένους βαθιά στα χωράφια» της, δεν παύει να θρηνωδεί «…σε βάθος Πατρίδας/ όπως λέμε Επτακώμη, Άγιος Φίλωνας, Λευκόνοικο.».

Αλλά και αν, κατά τον Ελύτη, παραμένει «εξόριστος ο ποιητής στον αιώνα του», ο Λούης Περεντός φανερώνεται επικαίρως προορατικός για τις πρόσφατες φονικές πλημμύρες. Επισημαίνουμε ως επίλογο στο ακροθιγές μας σημείωμα τους Ηρακλείτειους προτρεπτικούς του στίχους σε ένα από τα τελευταία ποιήματα της αξιόλογης συλλογής του: «Το νερό δεν κοιμάται ποτέ/[…]/εισχωρεί στις αθώρητες συνωμοσίες/ προκαλώντας ανακατατάξεις/[…]/Μην προκαλείτε την ανοχή του/ μην παρεμβάλλετε παράσιτα/ στις πρωινές του επελάσεις.// Εκεί που κάνει κύκλους/ μπορεί και να στραφεί προς τα πίσω/ σαν νέος Ιορδάνης να κρημνίσει της παραδόσεις/ και να σας βρει μια νέα κατάσταση πραγμάτων…».